Τα τουρκικά χρέη στη Gazprom και οι εναλλακτικές της Άγκυρας
19/07/2020Γράφει ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ
Στις 15 Ιουνίου, εν μέσω λιβυκής κρίσης, όπου αποκρυσταλλώνονται επί του παρόντος οι αντιθέσεις μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, η Wall Street Journal αποφάσισε να δώσει δημοσιότητα σε ένα επιπλέον αγκάθι στις σχέσεις των δύο κρατών: τη συσσώρευση ενός σημαντικού χρέους προς τη Gazprom, επτά τουρκικών εταιρειών.
Το χρέος αυτό ανέρχεται στα δύο δισ. δολάρια και απορρέει από τις ρήτρες «λήψης ή πληρωμής» (take or pay). Σύμφωνα με τους κανόνες των εν λόγω μακροπρόθεσμων συμβολαίων, ο αγοραστής οφείλει να πληρώσει ολόκληρη τη συμφωνημένη ποσότητα αερίου, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτήτων που δεν κατανάλωσε. Η ρήτρα αυτή λειτουργεί και αντίστροφα: Εάν ο προμηθευτής χρησιμοποιήσει τη χωρητικότητα των αγωγών κάτω από τις συμφωνημένες τιμές, αποζημιώνει χρηματικά τις χώρες διέλευσης και τους εισαγωγείς με την αντίστοιχη χρηματική διαφορά. Στη προκειμένη περίπτωση ισχύει το πρώτο σχήμα.
Η χρήση των ανωτέρω συμβολαίων αποτέλεσε νομικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο ρωσικός κρατικός κολοσσός ώστε να επεκτείνει το δίκτυο των διεθνών αγωγών που τροφοδοτούν τις ευρωπαϊκές αγορές. Ο μηχανισμός αυτός εξασφάλιζε μία συνεχή ροή κεφαλαίων, ανεξαρτήτως των διακυμάνσεων στις ποσότητες κατανάλωσης φυσικού αερίου – γεγονός ιδιαίτερα καθησυχαστικό για τους πιστωτές των υποδομών. Ενίοτε μάλιστα, η Ρωσία εργαλειοποίησε τις οφειλές προς τη Gazprom με σκοπό να προωθήσει διπλωματικούς στόχους, καταρχάς στην πρώην σοβιετική περιφέρειά της.
Πορεία προς την Άγκυρα
Ένας από τους διεθνείς αγωγούς μείζονος σημασίας για τη Ρωσία είναι η νότια διαδρομή (South Stream). Το 2014, μία αλληλουχία γεγονότων οδήγησε στην αλλαγή του αρχικού σχεδιασμού της και στην εκτροπή της προς τη Τουρκία. Πρώτα και κύρια αιτία η σύγκρουση στην Ουκρανία, που έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη παράκαμψης αυτής της χώρας και από τον Βορρά και από το Νότο.
Δεύτερη αιτία ήταν η ευρωπαϊκή αδιαλλαξία σχετικά με τους κανόνες ανταγωνισμού που διέπουν τη λειτουργία των διεθνών αγωγών. Τέλος, η αναποφασιστικότητα των βουλγαρικών κυβερνήσεων όσον αφορά τη στήριξη του έργου. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία εμφανίστηκε ως η πιο φερέγγυα όχθη για την υποδοχή του αγωγού – που ονομάστηκε συνεπώς Turkish Stream.
Ο νέος αγωγός, με ικανότητα να μεταφέρει έως και 32 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, εγκαινιάστηκε τον περασμένο Ιανουάριο. Όμως, ειρωνικά, μία σειρά γεγονότων δεν επέτρεψε τη πλήρη λειτουργία του. Η μειωμένη κατανάλωση στη Τουρκία, που εξηγεί και το χρέος προς τη Gazprom, οφείλεται στο σχετικά θερμό χειμώνα, στο γεγονός ότι το διαθέσιμο αέριο στην ελεύθερη αγορά ήταν φτηνότερο από το ρωσικό και στην πανδημία του κορονοϊού, που οι τουρκικές εταιρείες μπορούν να επικαλεστούν ως “ανωτέρα βία”.
Το τουρκικό ενεργειακό χρέος δεν αποτελεί ωστόσο ένα διπλωματικό χαρτί, το οποίο η ρωσική ηγεσία μπορεί να χρησιμοποιήσει. Αντίθετα αναδεικνύει ελαττώματα στον ρωσικό στρατηγικό σχεδιασμό: Η λογική της νότιας παράκαμψης της Ουκρανίας ήταν ακριβώς η αποφυγή των εμπορικών διενέξεων με τις χώρες διέλευσης, που οδήγησε σε πλήρη διακοπή των ροών προς την Ευρώπη το χειμώνα του 2009. Επιπλέον, η ικανότητα της άλλοτε υποσχόμενης τουρκικής αγοράς να απορροφήσει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου μένει να αποδειχτεί στην εποχή μετά τη πανδημία.
Πλεονέκτημα Τουρκίας – Μηνύματα για Ελλάδα
Παρά τη πτωχή εγχώρια παραγωγή, η Τουρκία διαθέτει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην εμπορική σχέση της με τη Ρωσία. Σε αντίθεση με την Ουκρανία, της οποίας οι προμήθειες αερίου εξαρτώνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη Ρωσία, η Τουρκία έχει καταστεί κόμβος, πράγμα που αποτελούσε διατυπωμένη φιλοδοξία στα υψηλότερα κλιμάκια, ήδη από τη περίοδο της πρώτης κυβέρνησης Ερντογάν (2003-2007).
Διευρύνοντας το δίκτυο διαδρομών και προμηθευτών –όπως απεικονίζεται στη σχετική χαρτογραφική μελέτη που πραγματοποιήσαμε στη Cartopsis– η Τουρκία έχει μειώσει συστηματικά την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο. Μάλιστα, στο πρώτο τρίμηνο του 2020, οι ρωσικές εισαγωγές αερίου περιορίστηκαν κοντά στο 20% του συνόλου, πίσω από το Αζερμπαϊτζάν.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν μηνύματα, τα οποία οι ελληνικές ηγεσίες οφείλουν να λάβουν υπόψιν. Ως είθισται, ο δημόσιος διάλογος επιμένει στα τετριμμένα: ο East Med αποτελεί εναλλακτικό διάδρομο μεταφοράς (μη γερμανικό, μη ουκρανικό, μη τουρκικό) μίας εναλλακτικής πηγής αερίου (μη ρωσικής), προς την Ευρώπη. Θελκτικό. Πλην όμως, αποτελεί μία ακριβή υποδομή σε μία συγκυρία χαμηλών τιμών στους υδρογονάνθρακες και μεγάλης αβεβαιότητας. Η στήριξη από πλευράς ΕΕ μόνο δεδομένη δεν μπορεί να θεωρείται αυτή τη στιγμή.
Ήδη, πλανάται ο κίνδυνος να σταματήσει η χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ του δικτύου διανομής στην Ελλάδα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι ο East Med είναι μία επιλογή-δέσμευση όταν προς το παρόν η ζήτηση αερίου στη δυτικοευρωπαϊκή αγορά είναι φθίνουσα. Ως εκ τούτου οι ρήτρες και οι εγγυήσεις για τη λειτουργία του East Med θα είναι αναγκαστικά πιο αυστηρές.
Οι τάσεις αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν αργά ή γρήγορα, κάποια συμβαλλόμενα μέρη στον East Med, στη σκέψη εκτροπής του αγωγού προς την Τουρκία. Η λογική είναι αυτή που επικαλέστηκε πρόσφατα το βρετανικό έντυπο αναφοράς για την ενεργειακή οικονομία, Petroleum Economist: Για τα αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία αποτελεί λύση, πιο φτηνή από άποψη υποδομών μεταφοράς και πιο σίγουρη από άποψη δυνατότητας απορρόφησης των ποσοτήτων.
Τουρκική ενεργειακή διπλωματία
Κάτι τέτοιο δεν θα πραγματοποιηθεί χωρίς τη συνδρομή της πολύ δραστήριας τουρκικής ενεργειακής διπλωματίας. Μάλιστα, κανείς δεν θα πέσει από τα σύννεφα εάν αυτή η λύση προωθηθεί και από τους γνωστούς εγχώριους θιασώτες της Χάγης ως μία μοναδική ευκαιρία συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης με τη γείτονα χώρα. Μία τέτοια εξέλιξη, όμως, θα ήταν ολέθρια για τα ελληνικά συμφέροντα. Θα ενίσχυε περαιτέρω το τουρκικό ενεργειακό κόμβο, θα καθιστούσε τη Τουρκία μονοψώνιο για το κυπριακό αέριο και θα της έδινε καταλυτικό πλεονέκτημα στο συσχετισμό δυνάμεων που θα καθορίσει τις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου.
Το Μάρτιο του 2015, σε μία ημερίδα που διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, ο Μιχαέλ Λοτέμ, Γενικός Πρόξενος του Ισραήλ και ένας από τους αρχιτέκτονες της ισραηλινής ενεργειακής διπλωματίας, εξηγούσε πως η Τουρκία κατέστη πολύ σύντομα η προτιμότερη επιλογή για το αέριο του εβραϊκού κράτους, τόσο για τις εταιρείες όσο και για τα αρμόδια υπουργεία, εκατέρωθεν.
Σε ερώτηση που του είχα θέσει σχετικά με τη προοπτική της σχέσης αυτής μετά το Mavi Marmara, η απάντησή του ήταν σαφής και λακωνική: «realpolitics beat politics». Εμείς μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι η νεοοθωμανική έξαρση του Ερντογάν έχει απομακρύνει την προοπτική αυτή στο μυαλό των εταίρων μας στον East Med…