Τα υπερπλεονάσματα καθηλώνουν την ελληνική οικονομία
25/11/2018Όπως είναι γνωστό, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων το 2017 διαμορφώθηκαν σε 5.950 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση έναντι του στόχου κατά 800 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία (Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2018: η απόκλιση σε σχέση με το στόχο ανέρχεται σε 1.320 εκατ. ευρώ) περίπου όση ήταν και το 2017, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι και το 2018 θα έχουμε περίπου την ίδια απόκλιση με το 2017.
Η μη πραγματοποίηση του συνολικού ύψους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, από τη μεριά των δημοσιονομικών μεγεθών συμβάλλει ισόποσα στην αύξηση του πλεονάσματος. Από τη μεριά δε της οικονομικής μεγέθυνσης, επιδρά αρνητικά σε αυτήν. Πολλοί διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν τη σημασία των δημοσίων επενδύσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και την πλευρά της προσφοράς.
Εμπειρικές μελέτες (ΔΝΤ) δείχνουν ότι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (crowding in) και μείωση της ανεργίας, με θετικές επιδράσεις στην αύξηση του ΑΕΠ. Αντίστοιχα ευρήματα παρουσιάζονται και σε μελέτη της ΕΚΤ για την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Δανία, τη Φιλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Σουηδία.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, οι εκτιμήσεις δείχνουν πάλι ότι περίπου 800 εκατ. ευρώ από τις δημόσιες επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν και θα αποτελέσουν μέρος του αντιαναπτυξιακού υπερπλεονάσματος. Η μέχρι σήμερα υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δεν δικαιολογείται. Παρότι υπολείπονται του στόχου, φέτος τα δημόσια έσοδά στο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου είναι αυξημένα κατά 20,6% έναντι του 2017. Επομένως πρόκειται για αδυναμία πραγματοποίησης. Τώρα αν αυτή η αδυναμία προέρχεται από ανικανότητα ή από σκοπιμότητα λίγη σημασία έχει, δεδομένου ότι η αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι η ίδια.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, μέσα σε ένα χρόνο ο αριθμός των οφειλετών αυξήθηκε κατά περίπου 590.000. Αυτό σημαίνει ότι όλο και μεγαλύτερος αριθμός πολιτών δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Το ότι αυξάνει ο αριθμός των οφειλετών, αλλά συγχρόνως δημιουργείται υπερπλεόνασμα, σημαίνει ότι αυτοί που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο, πληρώνουν αναλογικά πολύ περισσότερα από αυτό που θα τους αναλογούσε αν πλήρωναν όλοι. Φανταστείτε το μέγεθος της υπερφορολόγησης.
Αδιέξοδη επιδοματική πολιτική
Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο από τη μία να αυξάνονται τα χρέη του πολίτη προς το κράτος και από την άλλη να έρχεται το κράτος στο τέλος του χρόνου και να του δίνει πίσω ένα επίδομα. Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε αν αυτοί που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις του είναι και αυτοί που λαμβάνουν το κοινωνικό επίδομα. Πάντως αυτού του είδους η επιδοματική πολιτική είναι αδιέξοδη από τη στιγμή που δεν συμβάλει στην κανονική λειτουργία της οικονομίας.
Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας το υπερπλεόνασμα του 2017 “στοίχισε” στο ρυθμό ανάπτυξης 1,2%. Δηλαδή “χάσαμε” κοντά στα 2 δισ ευρώ ΑΕΠ. Κερδίζουμε πλεόνασμα, χάνουμε εισόδημα. Όσο αυξάνεται το πρωτογενές πλεόνασμα με τον τρόπο που γίνεται στην ελληνική οικονομία, τόσο έχουμε αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όμως, σε αυτή τη συγκυρία η μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι βασικός παράγοντας για τη βελτίωση όλων των μακροοικονομικών μεγεθών, που αποτελούν κριτήρια για την αύξηση των επενδύσεων, την οποία τόσο ανάγκη έχει η χώρα. Ακόμη και για τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι βασικός παράγοντας.
Σύμφωνα με τη πρόσφατη έρευνα της Eurostat, ενώ η Ελλάδα ξοδεύει για την αντιμετώπιση της φτώχειας (κοινωνικές μεταβιβάσεις) το ίδιο ή και μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, εντούτοις τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Εδώ χρειάζεται να υπογραμμίσουμε το εξής: μπορεί ως ποσοστό του ΑΕΠ το επίπεδο των κοινωνικών μεταβιβάσεων να είναι περίπου το ίδιο με το μέσο όρο της ΕΕ, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι την τελευταία δεκαετία είχαμε σημαντικότατη μείωση του ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό παρέσυρε σημαντικά προς τα κάτω και το ύψος των κοινωνικών δαπανών.
Δεν υπάρχει καμία αλλαγή
Παρόλα αυτά θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι κοινωνικές παροχές στη χώρα μας δεν φθάνουν αποτελεσματικά σε αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη. Οι πολλαπλές αδυναμίες στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον τομέα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, των συντάξεων και της Υγείας οδήγησαν σε αποκλίνουσες τάσεις σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτές πέτυχαν στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ενδεικτικό στοιχείο για την αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Αν δώσουμε προσοχή σε εκείνα τα μεγέθη που προσδιορίζουν τη μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, θα παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε σχεδόν καμία αλλαγή. Το παραγωγικό υπόδειγμα παραμένει σχεδόν το ίδιο. Οι λίγες επενδύσεις δεν κατευθύνονται σε τομείς τεχνολογικής αιχμής. Οι εξαγωγές μας εξακολουθούν να είναι μέσης και χαμηλής τεχνολογίας. Η φυσική αύξηση του πληθυσμού είναι πολύ χαμηλή. Το δημόσιο χρέος είναι μεγάλο και όσο και αν ρυθμίζεται καθορίζει αρνητικά την πορεία της οικονομίας κτλ. Τελικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Ελλάδα ισχύει το “όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν“.
Τρεις περίπου μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από το 3ο μνημόνιο, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση πολύ χαμηλής μεγέθυνσης και δύσκολα θα ξεφύγει από αυτή με βάση όσα ανέφερα προηγουμένως. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και αλλαγή της συμπεριφοράς του πολιτικού συστήματος που αποτελεί τη βασική προκείμενη στα οικονομικά δρώμενα.