Τέλος εποχής η απόφαση του G-7 για φορολόγηση των πολυεθνικών;
06/06/2021Βρισκόμαστε άραγε στην αρχή κάποιας αλλαγής του οικονομικού υποδείγματος με βάση το οποίο θα ασκηθεί στο προσεχές μέλλον η οικονομική πολιτική σε πλανητικό επίπεδο; Μάλλον ναι. Δεν είναι μόνο η απόφαση των G-7 να συμφωνήσουν κατ’ αρχάς ότι απαιτείται πλέον να υπάρξει κατώτερος συντελεστής φορολόγησης στο 15% σε όλες τις χώρες. Μια συμφωνία –γιατί για μια συμφωνία πρόκειται– που θα απαιτήσει αρκετό χρόνο να βρει ένα τρόπο εφαρμογής, κάτι που, πριν απ’ όλα, χρειάζεται ισχυρή πολιτική βούληση κυρίως από τη μεριά των ΗΠΑ.
Και εδώ το μέλλον είναι αρκετά αβέβαιο. Ούτε είναι τα πολλά θεωρητικά επιχειρήματα που τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά από την παγκόσμια κρίση του 2008, είδαν το φως της δημοσιότητας ενάντια στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Αυτό που φαίνεται ότι έχει παίξει καταλυτικό ρόλο, τουλάχιστον στην άρνηση σημαντικών πλευρών του σημερινού κυρίαρχου οικονομικού υποδείγματος, είναι τα κοινωνικά γεγονότα, οι εξελίξεις δηλαδή στον πραγματικό κόσμο, οι οποίες έχουν αρχίσει να κινούνται εμφανώς σε αντιστοιχία με τις προβλέψεις και τα συμπεράσματα των κυρίαρχων θεωρητικών υποδειγμάτων.
Οι κοινωνικές εξελίξεις (εννοώ συμπυκνωμένα τις (γεω)-πολιτικές, (γεω)-οικονομικές και καθαυτές κοινωνικές εξελίξεις) αποτελούν in ultima istanza το αποφασιστικό κριτήριο το οποίο “επιβάλλει” τις οικονομικές θεωρίες. Στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος των τελευταίων 140 χρόνων, απλές και χοντροκομμένες “αποδείξεις” έχουν διαδραματίσει σοβαρότερο ρόλο από πολύπλοκες οικονομετρικές ή άλλου είδους στατιστικές διερευνήσεις (οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι αυτοαναφορικές. Αυτό που συμπεραίνουν το έχουν ήδη εισάγει εξαρχής).
Σε αυτή την περίοδο η εναλλαγή των οικονομικών υποδειγμάτων στη διαμόρφωση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής είναι εύκολα ανιχνεύσιμη. Η νεοκλασική ορθοδοξία η οποία από την περίοδο της εμφάνισής της περίπου τη δεκαετία του 1870, έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1930, αποτελούσε την απόλυτη κυρίαρχη άποψη υποστηρίζοντας την ισορροπία των αγορών, δέχθηκε συντριπτικό χτύπημα από τα γεγονότα της μεγάλης κρίσης του 1929.
Το κεϋνσιανό μοντέλο
Παράλληλα τα γεγονότα αυτά έδωσαν το έναυσμα για την εμφάνιση και την αρχική υιοθέτηση των κεϋνσιανών απόψεων παρεμβατικής σταθεροποιητικής πολιτικής. Οι απόψεις αυτές απέκτησαν κύρος και αποδοχή κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διατηρήθηκαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Με τη σειρά της η κεϋνσιανή άποψη (στην ουσία πρόκειται για την ονομαζόμενη νεοκλασική-νεοκεϋνσιανή σύνθεση, που είχε ενσωματώσει στοιχεία και από τα δύο κυρίαρχα υποδείγματα. Για αυτά δες: Κ. Μελάς, “J.M Keynes, Μια απαραίτητη επαναφορά”, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2019), δέχτηκε σοβαρά χτυπήματα και αμφισβητήθηκε έντονα με την εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού τη δεκαετία του 1970. Η εμπιστοσύνη του κόσμου κλονίστηκε από την εξέλιξη των πραγματικών γεγονότων (υψηλός πληθωρισμός και μεγάλη ανεργία) και από τις δικές της θεωρητικές σκληρύνσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σχεδόν όλες οι οικονομίες της Δύσης έχοντας εισέλθει σε ύφεση, υιοθέτησαν επαναφέροντας το νεοκλασικό υπόδειγμα στο οποίο είχαν ενσωματωθεί και οι γνωστές μονεταριστικές απόψεις του M. Friedman ως λύση στα προβλήματά τους. Τα σχεδόν σαράντα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, είναι γεμάτα από πυκνές εξελίξεις τόσο στον οικονομικό τομέα, όσο και στο γεωπολιτικό μέτωπο αλλάζοντας τις πλανητικές ισορροπίες.
Εποχή της Παγκοσμιοποίησης
Τα σαράντα αυτά χρόνια χαρακτηρίζονται ως εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Ανεξαρτήτως πολλών άλλων εξελίξεων, η εποχή της Παγκοσμιοποίησης είναι ουσιαστικά η επέκταση των δραστηριοτήτων των μεγάλων επιχειρήσεων σχεδόν στα όρια του πλανήτη (δες: Κ. Μελάς,-Γ. Πολλάλης, “Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις”, Εκδόσεις Παπαζήση 2005). Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά που βοήθησαν στην υπέρμετρη και ανεξέλεγκτη ενδυνάμωση των πολυεθνικών επιχειρήσεων είναι η νόμιμη φοροαποφυγή αλλά και η παράνομη φοροδιαφυγή.
Η νόμιμη φοροαποφυγή πραγματώνεται μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, την ύπαρξη εξωχώριων δικαιοδοσιών, και της δυνατότητας να φορολογούνται στις χώρες που οι φορολογικοί συντελεστές είναι σχεδόν μηδενικοί. Τα παραδείγματα άπειρα και γνωστά. Τα κράτη, σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορούν να παρέμβουν προκειμένου να περιορίσουν αυτή την κατάσταση.
Στην περίπτωση που ορισμένες κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να αντισταθμίσουν τα φορολογικά έσοδα με την αύξηση του δημοσίου χρέους, έχουμε τη λεγόμενη «φορολογική κρίση των κρατών», η οποία σε συνδυασμό με την νεοφιλελεύθερη πολιτική, μειώνει τις θέσεις εργασίας του δημοσίου τομέα και επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και την αποδιοργάνωση.
Αντιδράσεις βιομηχάνων
Μόνο μια συνολική απόφαση, των κυρίαρχων κυβερνήσεων θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση. Μία τέτοια απόφαση λήφθηκε στην πρόσφατη σύνοδο των G-7. Δεν πρόκειται για μια απόφαση εύκολης εφαρμογής. Ήδη έχουν αρχίσει οι πρώτες αντιδράσεις: Στην αντεπίθεση περνούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις και ενώνουν τις δυνάμεις τους για να εναντιωθούν στη θέσπιση ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι, 28 βιομηχανικοί όμιλοι των ΗΠΑ έχουν σχηματίσει συμμαχία με τίτλο: «Οι εργοδότες της Αμερικής που προσφέρουν θέσεις εργασίας υπέρ μιας ισχυρής ανάκαμψης» και ασκούν πιέσεις με επιχειρήματα ότι ο φόρος θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών βιομηχανιών και θα είναι ο «δούρειος ίππος» για την επιβολή πολύ υψηλών φόρων σε ατομικές και οικογενειακές επιχειρήσεις.
Πάντως κάτι φαίνεται ότι κινείται στο δημοσιονομικό μέτωπο. Σίγουρα δεν είναι ικανό να μεταβάλλει την κατάσταση ενός πλανήτη, την οποία θα μπορούσαμε, χρησιμοποιώντας πέντε έννοιες να περιγράψουμε: μεγάλη οικονομική ανισότητα, εκτεταμένη ανομία, αυξανόμενη αυταρχικότητα, έντονος οικονομικός-γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των πλανητικών δυνάμεων και συνεχής εξάπλωση της τεχνοεπιστήμης (Κ. Μελάς , Ανισότητα – Ανομία – Αυταρχικότητα – Ανταγωνισμός – Τεχνοεπιστήμη : τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος).