Θα ζήσουμε ένα νέο διεθνές οικονομικό κραχ;
07/06/2021Ήδη από τα τέλη του 2020 μια σοβαρή αρρυθμία έχει εμφανισθεί στη διεθνή οικονομία: Οι ροές εμπορευμάτων παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις ενώ οι τιμές των ναύλων έχουν εκτιναχθεί. Δύο προβλήματα που έχουν προκύψει σχεδόν ταυτοχρόνως, αλλά από διαφορετικές αιτίες. Η καθυστέρηση των ροών έχει ως αιτία την ξαφνική αύξηση της ζητήσεως. Ξαφνική; Όχι ακριβώς.
Ό,τι συνέβη -και ακόμη συμβαίνει- είναι αποτέλεσμα των μέτρων καραντίνας και της υφέσεως στην οποία αυτά οδήγησαν. Οι παραγωγικές επιχειρήσεις, προκειμένου να μειώσουν τα κόστη τους και να μην γράψουν ζημίες, εξήντλησαν όλα τα αποθέματά τους τόσο σε έτοιμα προϊόντα όσο και σε πρώτες ύλες. Με την έναρξη των προγραμμάτων εμβολιασμού το κλίμα άλλαξε. Από την επιφυλακτικότητα το σύστημα πέρασε σε μια φρενίτιδα αγορών, προεξοφλώντας ένα αναπτυξιακό άλμα. Έτσι, η ξαφνική ζήτηση, τόσο σε έτοιμα προϊόντα όσο και σε πρώτες ύλες ώθησε τις τιμές στα ύψη. Εντός περιόδου 12 μηνών οι διεθνείς τιμές των προϊόντων έχουν παρουσιάσει άνοδο σε διψήφια ποσοστά.
Ενδεικτικώς, το πετρέλαιο θέρμανσης έχει αυξηθεί κατά 37,94%, η βενζίνη κατά 52,14%, η σόγια κατά 17,10%, ο καφές κατά 26,59%, το γάλα κατά 20,06%, το καλαμπόκι κατά 35,64%, τα πουλερικά κατά 16,64%, το μαλλί κατά 12,72%, ο χαλκός κατά 33,19%, το αλουμίνιο κατά 26,54% κλπ. Αυτές τις αυξήσεις δεν θα τις απορροφήσει η παραγωγή ή/και το εμπόριο, αλλά θα μετακυληθούν στην κατανάλωση. Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι οι καταναλωτές θα αποδεχθούν τις νέες αυξημένες τιμές, τις οποίες, αντικειμενικώς δεν μπορούν να πληρώσουν.
Η αύξηση των ναύλων είχε ως αίτιο κυρίως την -από καιρό συντελούμενη- αντικατάσταση παλαιών πλοίων με νέα πλοία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. Όμως, η διαδικασία αυτή δεν ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη της διεθνούς ναυτιλίας, ήταν και αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων. Ως αποτέλεσμα, για να μην είναι ασύμφορη η διαδικασία αυτή, αλλά και για να είναι ευκόλως χρηματοδοτήσιμη, κάθε πλοίο νέας τεχνολογίας αντικαθιστά 3 ή 4 παλαιότερα και μικρότερα πλοία.
Αστρονομικές αυξήσεις
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την σύμπτυξη των δρομολογίων προς τα μεγάλα λιμάνια (hubs), από τα οποία τα εμπορεύματα πρέπει να μεταφορτωθούν σε μικρότερα πλοία μέχρι το λιμάνι προορισμού των. Με δεδομένη την ξαφνική αύξηση της ζητήσεως, όπως δείξαμε στην προηγούμενη παράγραφο, αφ’ ενός, δημιουργούνται καθυστερήσεις και, αφ’ ετέρου, αυξάνονται τα ναύλα κατά το (αστρονομικό ποσοστό) 525%! Η μεταφορά ενός κοντέινερ κοστίζει πλέον πάνω από 10.000 δολάρια όταν πριν περίπου ένα χρόνο η τιμή του ήταν αισθητά κάτω από 2.000 δολάρια
Ιδιαιτέρως ανησυχητικό είναι ότι οι τιμές των τροφίμων, παγκοσμίως, αυξήθηκαν με τον ταχύτερο μηνιαίο ρυθμό τους μέσα σε μια δεκαετία, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Σε ετήσια βάση, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 39,7% τον Μάιο, τη μεγαλύτερη αύξηση από μήνα σε μήνα από τον Οκτώβριο του 2010. Δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση τί ακριβώς μπορεί να σημαίνει αυτό για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα καθώς και για τις φτωχές χώρες με υπερπληθυσμό.
Στην ελληνική οικονομία, ήδη, έχουν αρχίσει να δημιουργούνται ασφυκτικές πιέσεις λόγω της αλματώδους ανόδου των διεθνών χρηματιστηριακών τιμών πρώτων υλών & τελικών προϊόντων, υπηρεσιών και ναύλων. Οι πληθωριστικές αυτές τάσεις καθιστούν αποτρεπτικές τις εισαγωγές πρώτων υλών αλλά και τελικών προϊόντων στη χώρα μας, καθώς μεγάλος αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε τέτοια κόστη, ενώ οι τάσεις αυτές, ανόδου των τιμών, είναι αδύνατον να απορροφηθούν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, πολλώ δε μάλλον από τους καταναλωτές, η πλειοψηφία των οποίων είναι σε δυσμενή οικονομική κατάσταση.
Νέο οικονομικό κραχ;
Συνεπώς, είναι μάλλον δύσκολο να αποφευχθεί η περαιτέρω συρρίκνωση, οδηγώντας την ελληνική οικονομία σε ένα νέο υφεσιακό κύκλο. Είμαστε, λοιπόν, καταδικασμένοι να ζήσουμε καταστάσεις χειρότερες και από αυτές του 2010-2016, ίσως και πολύ χειρότερες; Τί θα μπορούσαμε να κάνουμε αφού οι αιτίες είναι διεθνείς; Πως θα μπορούσε να αντιδράσει μια οικονομία τόσο μικρή όπως η ελληνική;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Σε μια τέτοια συγκυρία κάθε οικονομία προσπαθεί να μειώσει τις συνέπειες των διεθνών ανοιγμάτων της: Αφ’ ενός, να μειώσει τις συνέπειες του αυξημένου κόστους εισαγωγών, αξιοποιώντας κάθε εγχώριο πόρο. Αφ’ ετέρου, να αυξήσει την παραγωγικότητα εργασίας και κεφαλαίου ώστε να διατηρήσει τόσο την ανταγωνιστικότητα των εξαγώγιμων προϊόντων της, ενδεχομένως και να τα αυξήσει. Στην παρούσα συγκυρία η εξωφρενική αύξηση των ναύλων ίσως να καθιστά ελκυστικά, για τις ευρωπαϊκέ αγορές, μερικά ακόμη ελληνικά προϊόντα.
Τελικός στόχος, θα έπρεπε να είναι, η επίτευξη/συντήρηση ενός υψηλού επιπέδου εγχωρίου καταναλώσεως με υποκατάσταση των εισαγωγών και διατήρηση του εισοδήματος (πιο σωστά της αγοραστικής δυνάμεως), των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Έτσι, θα είχαν ωφεληθεί τόσο η εγχώριος παραγωγή όσο και τα δημόσια έσοδα ενώ θα μπορούσε να αποφευχθεί η περαιτέρω κοινωνική διάλυση, που επιφέρει μια βαθιά οικονομική κρίση.
Δυστυχώς, ουδεμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει προνοήσει για την αντιμετώπιση μιας νέας κρίσεως. Ακόμη και η -δήθεν φιλελεύθερη- κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να εφαρμόζει κρατικίστικες συνταγές, τις οποίες με αφορμή την διαχείριση του κορονοϊού και το επερχόμενο ταμείο Ανάκαμψης, κατέστησε μοναδική οικονομική πολιτική της, περιοριζόμενη σε ένα αμφιλεγόμενο άνοιγμα της αγοράς εργασίας, με βασικό άξονα την φαλκίδευση του 8ώρου.
Τώρα μεταρρυθμίσεις
Βεβαίως, το πρόβλημα δεν αποτελεί ευθύνη μόνον της σημερινής κυβερνήσεως. Θα έπρεπε να έχει αντιμετωπισθεί ήδη από την περίοδο 2002-2007, όταν το φθηνό ευρώ προσέφερε τεράστιες δυνατότητες ανώδυνης αναδιαρθρώσεως της οικονομίας μας. Τότε έπρεπε να έχει αναταχθεί το -ανέκαθεν προβληματικό- τραπεζικό μας σύστημα ώστε να προσανατολισθεί στην χρηματοδότηση της παραγωγής και όχι της καταναλώσεως, πρακτική η οποία ενίσχυσε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και εν τέλει του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών ενώ στρέβλωνε την οικονομία.
Από τότε έπρεπε να είχε γίνει μια ριζική φορολογική μεταρρύθμιση και να είχε εισαχθεί ένα δίκιο, λιτό & διαφανές φορολογικό σύστημα πλήρους εκπτώσεως των δαπανών από το εισόδημα και καταργήσεως της διπλοφορολογήσεως των ακινήτων & λοιπών περιουσιακών στοιχείων. Θα είχε επιτευχθεί ελαχιστοποίηση της φοροδιαφυγής και, εν γένει, εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος και αν δεν είχαν αποφευχθεί οι οδυνηρές συνέπειες των μνημονίων, θα είχαν, οπωσδήποτε πολύ μικρότερες επιπτώσεις.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες ανάλογες μεταρρυθμίσεις, με κυριότερη του ασφαλιστικού συστήματος. Όμως, δεν έχει νόημα να συζητάμε για το παρελθόν. Ας γίνουν οι μεταρρυθμίσεις έστω και σήμερα, έστω και με καθυστέρηση ώστε να έρθει το συντομότερο δυνατόν η ανάκαμψη γιατί με ή χωρίς νέα διεθνή κρίση η ελληνική οικονομία πρέπει να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματά της και οπωσδήποτε να διασφαλισθούν η υγιής, παραγωγική, επιχειρηματική δράση και η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.