ΑΝΑΛΥΣΗ

Τί φέρνει για τους νέους το κεφαλαιοποιητικό στην επικουρική ασφάλιση

Τί φέρνει για τους νέους το κεφαλαιοποιητικό στην επικουρική ασφάλιση, Σάββας Ρομπόλης-Βασίλης Μπέτσης

Η πρόσφατη (29/08/2021) ανακοίνωση κυβερνητικών παραγόντων ότι το νομοσχέδιο για την πλήρη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης θα ψηφισθεί εντός του Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, προκαταλαμβάνοντας το πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 60 παράγρ. 1 του Συντάγματος περί του απεριόριστου του δικαιώματος της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση του βουλευτή, συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, από την διατύπωση λανθασμένων απόψεων και επιχειρημάτων τόσο σε μεθοδολογικό, όσο και τεχνικό-επιστημονικό επίπεδο.

Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται λανθασμένα ότι εάν διατηρηθεί το σημερινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, τότε μετά από 30 χρόνια ο συντελεστής αναπλήρωσης θα μειωθεί από 16% σε 9,5% σύμφωνα με την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Και αυτό γιατί: πρώτον, το σημερινό σύστημα είναι νοητής κεφαλαιοποίησης μηδενικού ελλείμματος και δεύτερον, ο λόγος των συνταξιούχων προς τους εργαζομένους θα επιδεινωθεί σημαντικά στο μέλλον.

Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεδομένου ότι σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, η οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε γίνει με δυσμενέστερες δημογραφικές και οικονομικές υποθέσεις από αυτές που χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη του υπό συζήτηση στην Βουλή νομοσχεδίου, η μέση επικουρική σύνταξη των μελλοντικών γενεών, σύμφωνα με τις αναλογιστικές προβολές της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, θα είναι κατά 15% υψηλότερη (225 ευρώ) σε σχέση με το σημερινό μέσο επίπεδο (195 ευρώ).

Τα λανθασμένα επιχειρήματα

Αυτό συμβαίνει γιατί τα σχετικά λανθασμένα επιχειρήματα παραβλέπουν ότι το ισχύον σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης στην επικουρική ασφάλιση εισάχθηκε το 2013, με την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, που καταργήθηκε όμως με τον Ν. 4386/2016 και η κατάργηση της διατηρήθηκε και στις διατάξεις του Ν. 4670/2020.

Άρα, ο ισχυρισμός ότι η επικουρική ασφάλιση σήμερα λειτουργεί με ρήτρα μηδενικού ελλείμματος που συνεπάγεται μείωση των επικουρικών συντάξεων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία. Επιπλέον, το επιχείρημα ότι ο συντελεστής αναπλήρωσης των μελλοντικών συντάξεων με το ισχύον σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα μειωθεί από το 16% στο 9,5%, λόγω του γεγονότος ότι θα επιβαρυνθεί σημαντικά στο μέλλον ο λόγος συνταξιούχων προς ασφαλισμένους με την υπόθεση ότι οι ασφαλιστικές εισφορές παραμένουν σταθερές διαχρονικά, είναι λανθασμένο.

Κι’ αυτό γιατί ο απλοϊκός αυτός ισχυρισμός προϋποθέτει ότι ο συνολικός πληθυσμός παραμένει διαχρονικά σταθερός στα σημερινά επίπεδα μέχρι το 2070. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat, τις οποίες επικαλούνται τα κυβερνητικά στελέχη προκειμένου να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα της πλήρους κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης.

Η πρόγνωση της Eurostat

Επιπλέον, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν και στην πρόσφατη αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει το προτεινόμενο σχέδιο νόμου, ο δείκτης που επιβαρύνεται είναι ο δείκτης γήρανσης του πληθυσμού (πληθυσμός ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, προς τον πληθυσμό ατόμων ηλικίας 15-64 ετών).

Αντίθετα, ο λόγος συνταξιούχων προς εργαζόμενους-ασφαλισμένους, σύμφωνα και με πρόσφατη δημοσίευση (Β. Κοτζαμάνης, “Οικονομικός Ταχυδρόμος”, 25/08/2021), θα είναι το 2070 σε καλύτερο επίπεδο από το επίπεδο του έτους 2019. Κι’ αυτό γιατί η ανεργία θα είναι σε καλύτερα επίπεδα από ό,τι είναι σήμερα, αυξάνοντας το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο εργατικό δυναμικό.

Από μεθοδολογική άποψη, η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η χρήση απλά και μόνο ενός δημογραφικού δείκτη δεν αποτελεί τεκμήριο που να οδηγεί στην άποψη της βέβαιης μείωσης των μελλοντικών επικουρικών συντάξεων, δεδομένου ότι η μεθοδολογία των αναλογιστικών προβολών είναι πολύ πιο πολύπλοκη και απαιτείται να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως είναι οι οικονομικές μεταβλητές.

Οι υπολογισμοί για το κόστος μετάβασης

Επίσης, οι κυβερνητικοί παράγοντες, υποστηρίζουν ότι το κόστος μετάβασης είναι 56 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την πρόσφατη αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει το νομοσχέδιο και ότι τα οφέλη από την επένδυση των εισφορών (χρημάτων) των ασφαλισμένων στα χρηματιστήρια θα προκαλέσουν όφελος 50 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα, κατά τους λανθασμένους ισχυρισμούς τους, οι φορολογούμενοι να χρειασθεί να πληρώσουν μόνο έξι δισ. ευρώ.

Έτσι, κατά το λανθασμένο αυτό επιχείρημα θεωρείται ότι το ποσό αυτό των έξι δισ. ευρώ είναι πολύ μικρό σε σχέση με την χρηματοδότηση του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος από τον Κρατικό Προϋπολογισμό (15 δισ. το 2020). Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεδομένου ότι τα 56 δισ. ευρώ κόστους μετάβασης υπολογίζονται με τις παραδοχές του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.

Αντίθετα, με βάση τις παραδοχές που προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Συντάξεων για τον υπολογισμό των υποχρεώσεων στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, το κόστος μετάβασης είναι 78 δισ. ευρώ (παρουσιάζεται στην αναλογιστική μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής) χωρίς να υπολογιστούν οι εγγυήσεις τις οποίες εγγυάται το νομοσχέδιο, όπως ρητά αναφέρεται στην αναλογιστική μελέτη. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος μετάβασης υπερβαίνει τα 80 δισ. ευρώ.

Διαψεύσεις εκτιμήσεων και ονείρων

Επιπλέον, απαιτείται να σημειωθεί ότι τα 15 δισ. ευρώ που αναφέρουν οι κυβερνητικοί παράγοντες ως χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, κατευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στην κύρια σύνταξη (εθνική και ανταποδοτική σύνταξη). Αντίθετα, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, το ισχύον σύστημα επικουρικής ασφάλισης δεν επιβαρύνει καθόλου μέχρι το 2070 τον κρατικό προϋπολογισμό.

Κατά συνέπεια, η πραγματικότητα την οποία απαιτείται να γνωρίζει η νέα γενιά, είναι ότι με το σημερινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης των νοητών ατομικών λογαριασμών, θα λάβει κατά 15% υψηλότερες συντάξεις από το σημερινό επίπεδο, ενώ με το προτεινόμενο νομοσχέδιο θα κληθεί όχι μόνο να διαχειριστεί τις εισφορές της που θα υπόκεινται στους κινδύνους και τις αβεβαιότητες των χρηματιστηρίων, αλλά θα καταβάλει φορολογικά και το κόστος μετάβασης, που θα υπερβαίνει τα 80 δισ. ευρώ, αφού θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.

Αντίθετα, με το ισχύον σύστημα η επικουρική σύνταξη και όχι η κύρια, δεν επιβαρύνει καθόλου τα δημόσια οικονομικά της χώρας, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020 η οποία έχει εγκριθεί και από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Επιτροπή. Έτσι, αποδεικνύεται ότι στις συνθήκες των λανθασμένων επιχειρημάτων των κυβερνητικών παραγόντων και της προοπτικής των συνεπειών της πλήρους κεφαλαιοποίησης στην δημοσιονομική κατάσταση της χώρας μας με την αύξηση του χρέους, διαψεύδονται με τον πιο εύληπτο τρόπο οι προσδοκίες της νέας γενιάς, με την έννοια της βελτίωσης του βιοτικού της επιπέδου, σε σχέση με την δεκαετία του 2010, της περιόδου της πανδημίας και των μελλοντικών κοινωνικο-οικονομικών της επιπτώσεων.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι