Τηλεργασία, διαρκής εργασιακή διαθεσιμότητα και ελεύθερος χρόνος
28/11/2021Ενώ η χώρα –υπό την καθοδήγηση των ειδικών και τη συμμόρφωση της Πολιτείας– πιεζόμενη από την λαθροβιώνουσα και ασφυκτιώσα οικονομία, βρίσκεται σε πορεία αβέβαιης έκβασης στο νέο κύμα της πανδημίας, η συζήτηση άρχισε ήδη να επικεντρώνεται στο κρίσιμο ερώτημα: Αν και κατά πόσο οι προκληθείσες στην καθημερινότητα πολλαπλές ανατροπές θα ενσωματωθούν στη μετακορωναϊκή πραγματικότητα, ή πάντως αν θα αφήσουν σ’ αυτή το αποτύπωμά τους.
Ένα από τα πολλά ζητήματα είναι η, αξιοποιούμενη για την αντιμετώπιση των προκληθέντων από την πανδημία προβλημάτων στην εργασία, ψηφιακή τεχνολογία, φυσικά μέσω τηλεργασίας. Η επιλογή ενεργοποίησης αυτών των λειτουργικών υποκατάστατων της φυσικής παρουσίας των εργαζόμενων υπήρξε πράγματι επιτυχής, στο βαθμό βεβαίως που συνέβαλε στη διάσωση θέσεων εργασίας.
Η αξιολόγηση αυτή δεν σημαίνει όμως άνευ ετέρου ότι η καταφυγή στις μορφές αυτές ψηφιακής εργασίας στερείται προβλημάτων, ιδίως για τους εργαζόμενους. Πολλώ μάλλον, όταν η ανάγκη αξιοποίησης μιας αμφιλεγόμενης –από πλευράς επιπτώσεων στις σχέσεις εργασίας, αν όχι υπηρετούσας βασικά εργοδοτικά συμφέροντα– μορφής ψηφιακής εργασίας, πραγματοποιούμενης μάλιστα και εκτός συνθηκών κρίσης, προπαγανδίζεται από την κυβέρνηση και τον ΣΕΒ.
Αυτό βεβαίως δεν είναι τυχαίο. Αντιθέτως προδιαθέτει για το ποιος ωφελείται βασικά από τον μικροηλεκτρονικό εκσυγχρονισμό των σχέσεων εργασίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανάγκη, αλλά και δεκτικότητα μικροηλεκτρονικού εκσυγχρονισμού ορισμένων μορφών εργασίας, ιδίως στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, καθιστά πολύ πιθανή μία ενίσχυση της παρουσίας της τηλεργασίας.
Ανεξαρτήτως πάντως της προοπτικής αυτής, το γεγονός ότι η τηλεργασία, εξαιτίας της πανδημίας, βρέθηκε στο επίκεντρο της κοινωνικοπολιτικής και νομικής επικαιρότητας, καθιστά αναγκαία μία στοιχειώδη, πραγματολογική βασικά, προσέγγιση. Ιδίως υπό το πρίσμα των επιπτώσεών της στη σχέση εργασίας και των ενδεχόμενων κινδύνων αποσταθεροποίησής της.
Μετακινούμενη τηλεργασία
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τηλεργασίας είναι η απόσπαση της εργασίας από τον χώρο (γραφείο, εργοστάσιο, κλπ) και η μεταφορά της στο σπίτι ή σε άλλο εξωεργασιακό χώρο (π.χ. δορυφορικό γραφείο). Στην πιο σύγχρονη δε μορφή της η τηλεργασία εμφανίζει μία χωρική κινητικότητα, καθώς η εκτέλεσή της αποσυνδέεται από την κατοικία, ή το δορυφορικό γραφείο και πραγματοποιείται σε διάφορους εξωεργασιακούς χώρους, όπως π.χ. στο μέσο μεταφοράς, σε χώρο αναψυχής, σε χώρο του πελάτη κλπ.
Πρόκειται για την “κινητή ή μετακινούμενη τηλεργασία” (Mobile Telearbeit). Ας σημειωθεί ότι η μορφή της παρεχόμενης στην οικία του εργαζόμενου τηλεργασίας οδηγεί σε μια ψηφιακή “επαναφεουδαλοποίηση” των σχέσεων εργασίας, όπου ο δυϊσμός τόπου εργασίας και κατοικίας ήταν άγνωστος. Ωστόσο, ταυτόχρονα με τη μεταβολή του τόπου εργασίας μεταβάλλεται και ο τρόπος εκτέλεσής της, καθώς αυτός στηρίζεται στην πληροφορική και την ψηφιακή τεχνολογία. Ο τόπος και ο χρόνος εργασίας συγκροτούν βασικά μια αδιάσπαστη λειτουργική ενότητα, η δε προβλεπόμενη νομική προστασία και οι σχετικές εγγυήσεις είναι προσανατολισμένες στο παραδοσιακό εργασιακό μοντέλο.
Τυχόν ρευστοποίηση της χωρικής συνιστώσας εγκυμονεί τον κίνδυνο να συμπαρασύρει σε απορρυθμιστική τροχιά και την κρίσιμη χρονική συνιστώσα, δηλαδή να προκαλέσει αποσταθεροποίηση του δυϊσμού ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των στοιχείων που το άρθρο 5 του ν. 3846/2010 υποχρεώνει τον εργοδότη, όταν συνάπτει σύμβαση τηλεργασίας, να παραδίδει γραπτώς (εντός οκτώ ημερών) στον εργαζόμενο, μεταξύ άλλων, και πληροφορίες για τον τρόπο μέτρησης του χρόνου εργασίας.
Αποδιοργάνωση της ιδιωτικής ζωής
Από την άλλη πλευρά, πέραν της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, της αποφυγής του πρωϊνού εγερτηρίου και της κυκλοφοριακής κόλασης που υφίσταται ο εργαζόμενος, μεταβαίνοντας και επιστρέφοντας από την εργασία, ως πλεονέκτημα αναφέρεται η –συμφωνημένη ή όχι– μερική αυτονόμηση του εργαζομένου από το βασικά συνεχές και εντασσόμενο σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο έναρξης και λήξης της εργασίας, ωράριο. Τούτο δε, καθώς η ελαστικοποίηση του παρέχει τη δυνατότητα ικανοποίησης ορισμένων, τακτικών η εκτάκτων, προσωπικών και οικογενειακών αναγκών.
Ωστόσο, όπως θα δειχτεί παρακάτω, η χρονική αναδιάταξη του ωραρίου εμπεριέχει τον κίνδυνο να ενεργοποιήσει την αρχή της “ετερογονείας των σκοπών”. Δηλαδή, είτε “οικεία συναινέσει”, είτε λόγω κεκτημένης ταχύτητας, είτε υπερβάλλοντος ζήλου, είτε, τέλος, λόγω προσωπικής επαγγελματικής επιλογής σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, να υπάρξει υπέρβαση των επιτρεπτών χρονικών ορίων εργασίας, συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου και αποδιοργάνωση της ιδιωτικής ζωής.
Είναι δε ευνόητο ότι το κρίσιμο ζήτημα της υπέρβασης των νομίμων χρονικών ορίων της εργασίας ανακύπτει, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις της “κινητής τηλεργασίας”, η οποία συχνά παρέχεται και εκτός των εθνικών ορίων. Πολλώ μάλλον όταν ο εργοδότης έχει ανά πάσα στιγμή εκτός ωραρίου εργασίας την δυνατότητα ψηφιακής πρόσβασης στον εργαζόμενο. Πρόκειται για το περίφημο και εξόχως επίκαιρο ζήτημα της “διαρκούς εργασιακής διαθεσιμότητας”.
Πέραν από το μη εξεταζόμενο κρίσιμο ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της ψηφιακής μορφής ετοιμότητας για εργασία, κομβικής σημασίας ζήτημα είναι ο αυξημένος κίνδυνος πλήρους αποσταθεροποίησης μιας στοιχειωδώς ισορροπημένης σχέσης εργασιακής και ιδιωτικής σφαίρας, εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου. Αποσταθεροποίησης ακόμη και σε ηπιότερες μορφές χωροχρονικής ρευστοποίησης της εργασίας.
Η τηλεργασία ήρθε για να μείνει
Βεβαίως, η όποια ψηφιακή χωροχρονική αποοριοθέτηση της εργασίας δεν σημαίνει ότι κινείται εκτός του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου προστασίας της εργασίας. Ωστόσο, προκαλούνται και άλλα προβλήματα, πέραν της αδυναμίας του προσανατολισμένου στο κλασικό εργασιακό μοντέλο συστήματος προστασίας να αντιμετωπίσει έγκαιρα και αποτελεσματικά τα –συχνά καινοφανή– ζητήματα που γεννά η ψηφιοποίηση της εργασίας. Προκαλούνται, δηλαδή, προβλήματα προστασίας και μέσω μηχανισμού de facto απορρύθμισης, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση που η υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας οφείλεται στην ασκούμενη από την ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης της εργασίας, πίεση.
Δεν είναι έτσι τυχαία η υφιστάμενη στην εργασιακή πράξη διάσταση μεταξύ προστατευτικών ρυθμίσεων και πραγματικότητας εφαρμογής τους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία σχετικής έρευνας στη Γερμανία. Σύμφωνα με αυτά, ενώ η νομοθεσία προβλέπει ως ανώτατο όριο εβδομαδιαίας εργασίας 60 ώρες, ορισμένες φορές το όριο εκτινάσσεται στις 100 ώρες.
Το φαινόμενο της τηλεργασίας, καίτοι ρυθμίζεται, έστω με τρόπο φειδωλό από το εργατικό δίκαιο (άρθρο 5 Ν. 3846/10, άρθρο 4 ΕΓΣΣΕ 2006-2007), κατά την προ πανδημίας περίοδο εκινείτο σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα μόλις το 5% στο σύνολο των μισθωτών ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Άλλωστε και στην Ευρώπη, παρά την αυξητική τάση, η τηλεργασία έχει ακόμη περιορισμένη εφαρμογή.
Τίθεται το ερώτημα, αν και κατά πόσο η τηλεργασία θα εμφανίσει μια εντονότερη παρουσία στην εργασιακή πράξη μετά τη λήξη του ρυθμιστικού καθεστώτος της (άρθρο 4 παρ. 2 της από 11.03.2020 Π.Ν.Π.) στις 31 Μαΐου 2020. Η απάντηση είναι μάλλον καταφατική. Με τον εγκωμιασμό, μάλιστα, από το Υπουργείο Εργασίας του “εκσυγχρονιστικού των σχέσεων εργασίας ρόλου” των ρυθμίσεων του Ν. 4635/2019 (ηλεκτρονικό μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων, ηλεκτρονική ψηφοφορία), έχει ήδη γίνει η σχετική ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία.
H απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων
Σε μία χώρα εξουθενωμένη από τα Μνημόνια, η οποία απειλείται από υφεσιακό τσουνάμι, η συζήτηση για την τηλεργασία ίσως φανεί πολυτελής. Πολλώ μάλλον καθώς επίκειται τσουνάμι ανεργίας και περαιτέρω απορρύθμισης των παραδοσιακού τύπου εργασιακών σχέσεων. Ωστόσο, οι συνθήκες αυτές είναι πιθανόν όχι απλώς να διευκολύνουν, αλλά να επιβάλλουν την τάση ψηφιοποίησης των εργασιακών σχέσεων.
Βεβαίως, πέραν από τα όποια οφέλη της τηλεργασίας, σε περίοδο κρίσης ή κανονικότητας για τον εργαζόμενο, δεν πρέπει να παραβλέπεται και κάτι άλλο. Από τη φύση και την τελολογία τους, οι νέες μορφές ψηφιακής εργασίας εντάσσονται στην ανάγκη προσαρμογής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στις νέες οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες της νεοφιλελεύθερης ψηφιοποιημένης παγκοσμιοποίησης. Υπηρετούν, με άλλα λόγια, τις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και μεγιστοποίησης της κερδοφορίας των πολυεθνικών, επικεφαλής των οποίων βρίσκονται οι τεχνολογικοί γίγαντες.
Η ψηφιακή εκλογίκευση της παραγωγικής και εργασιακής διαδικασίας διασφαλίζει την απαιτούμενη για την επίτευξη των στόχων ευελιξία, ταχύτητα και αποκέντρωση. Ταυτόχρονα επιτυγχάνει τη δραστική μείωση του κόστους παραγωγής και εργασίας. Η υπογράμμιση από τον ΣΕΒ των πλεονεκτημάτων της τηλεργασίας προαναγγέλλει την επερχόμενη αναβάθμισή της στο μετα-πανδημία εργατικό τοπίο. Στον οδηγό που εκδίδει ο ΣΕΒ για την τηλεργασία υπερτονίζονται τα “πολλαπλά οφέλη” για τον εργαζόμενο.
Να προστατευτεί ο ελεύθερος χρόνος
Όπως προκύπτει, κομβικό ζήτημα και ταυτόχρονα κεντρικό διακύβευμα της χωροχρονικής ρευστοποίησης της εργασίας, που προκαλεί η ψηφιακή τεχνολογία, ιδίως στις περιπτώσεις κινητής τηλεργασίας, είναι τελικά η προστασία του ελεύθερου χρόνου. Δηλαδή, η αναχαίτιση της δυναμικής απορρόφησής του από τον εργάσιμο χρόνο. Η συζήτηση για την ανάγκη εξισορρόπησης εργασίας και ελεύθερου χρόνου (Work-Life-Balance) είναι ενδεικτική της κρισιμότητας του θέματος.
Υπό την έννοια αυτή επίκαιρο παραμένει το αίτημα της μείωσης του χρόνου εργασίας με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, όσο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όσο πρωταγωνιστεί ο homo capitalisticus cum libero tempore (G. Toti), όσο ο ελεύθερος χρόνος εξακολουθεί να αποτελεί τον μη εργάσιμο χρόνο, όσο είναι υποταγμένος στη λογική του κυρίαρχου συστήματος των σχέσεων παραγωγής και εργασίας, δεν θα είναι πραγματικά ελεύθερος. Μόνο η απελευθέρωση της εργασίας από τα δεσμά της εξάρτησης, του ετεροκαθορισμού και της αλλοτρίωσης μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα πραγματικά ελεύθερο χρόνο δημιουργίας και αυτοπραγμάτωσης.