ΘΕΜΑ

Το αγεφύρωτο ενδογερμανικό χάσμα

Το αγεφύρωτο ενδογερμανικό χάσμα, Κώστας Μελάς

«Στην περίπτωση της σύγχρονης Γερμανίας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα κράτος που μπορούμε να το ορίσουμε ως ριζικά οικονομικό, με τη στενή έννοια του όρου “ριζικά”, επειδή η ρίζα του είναι ακριβώς οικονομική», Μισέλ Φουκώ.

Η Γερμανία χάνει βάρος στον παγκόσμιο καταμερισμό οικονομικής ισχύος και φαίνεται να μην αισθάνεται πολύ καλά. Μετά από ένα τέταρτο του αιώνα που είχε γίνει για άλλη μια φορά η οικονομική μηχανή της Ευρώπης και το κύριο πολιτικό σημείο αναφοράς της, οι ρωγμές που είχαν οδηγήσει πολλούς παρατηρητές να την ορίσουν ως τον «άρρωστο της Ευρώπης» στις αρχές της δεκαετίας του 2000, επανεμφανίστηκαν στη Γερμανία. Ένας βασικός δείκτης που απλά μας δείχνει τις εξελίξεις είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο Γράφημα 1.

Το οικονομικό χάσμα μεταξύ Ανατολικής Γερμανίας και Δυτικής Γερμανίας φαίνεται να ακολουθεί μια τάση που θυμίζει το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου στην Ιταλία. 35 χρόνια μετά την επανένωση και παρά τα 2.000 δισεκατομμύρια ευρώ δαπανών από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Γερμανών που ζουν στα ομόσπονδα κράτη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας παραμένει 30% χαμηλότερο από αυτό των Γερμανών που ζουν στη Δύση. Αυτό συνέβαλε στην επιτυχία του δεξιού AfD, το οποίο κατέλαβε την πρώτη θέση σχεδόν στο σύνολο των περιοχών της Ανατολικής Γερμανίας (Γράφημα 2).

Το γερμανικό πολιτικό σύστημα κατακερματίζεται και αυτό δεν συμβαίνει σήμερα: Εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια τα παραδοσιακά κόμματα υποχωρούν, τα άκρα προχωρούν. Το CDU/CSU μπορεί να ήλθε πρώτο στις εκλογές, όμως το AfD έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στη χώρα, ενώ το SPD είχε το χειρότερο αποτέλεσμα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κίνδυνος αστάθειας, παρόμοιας με αυτή της Γαλλίας, είναι υψηλός. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 23 Φεβρουαρίου 2025 και οι διαφορές των ποσοστών των κομμάτων από τις προηγούμενες εκλογές παρουσιάζονται στο Γράφημα 3.

Η γερμανική βιομηχανική παραγωγή, η οποία παραμένει η υψηλότερη στην Ευρώπη, δεν ανέκαμψε ποτέ από την περίοδο της πανδημίας: Μειώθηκε κατά 12 μονάδες του δείκτη εσόδων μεταξύ 2019 και 2024 και η σημερινή τροχιά δεν δείχνει σημάδια αντιστροφής.

Για τις αιτίες, ανατρέξτε στο δίπολο “Κίνα” και ‘Ρωσία”. Η κινεζική ζήτηση υποστηρίζει τη γερμανική βιομηχανική παραγωγή εδώ και 15 χρόνια, αλλά η μείωση της οικονομικής της μεγέθυνσης και η ικανότητά της Κίνας, να παράγει όλο και περισσότερα πράγματα “στο εσωτερικό” σημαίνει λιγότερες εξαγωγές στο Πεκίνο. Τα τελευταία πέντε χρόνια οι εξαγωγές της Κίνας στη Γερμανία αυξήθηκαν με ετήσιο μέσο ρυθμό 6.8%, από $118 δισ. το 2018 σε $164 δισ. το 2023.

Αντίστοιχα την ίδια περίοδο οι εξαγωγές της Γερμανίας στην Κίνα μειώθηκαν με ετήσιο μέσο ρυθμό 0,39% από $106 δισ. το 2018 σε $104 δισ. το 2023. Τελειώνει το γερμανικό βιομηχανικό υπόδειγμα που βασίζεται αποκλειστικά στις εξαγωγές; Προφανώς αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο. Χρειάζεται σοβαρές προσαρμογές…

Ο πόλεμος στην Ουκρανία

Μία από τις αιτίες αυτής της κρίσης είναι σίγουρα η αύξηση του κόστους της ενέργειας, υπερδιπλάσιου, λόγω του πολέμου της Ουκρανίας και της ακραίας θέσης που οι γερμανικές αρχηγεσίες έλαβαν ενάντια στη Μόσχα. Η Γερμανία βασιζόταν στο φθηνό ρωσικό αέριο εδώ και χρόνια: Σήμερα είναι αναγκασμένη να πληρώνει πολύ περισσότερα και να ξανασκεφτεί την ενεργειακή της υποδομή.

Tο φυσικό αέριο, ωστόσο, δεν είναι το μόνο “κόστος” της εισβολής στην Ουκρανία: Η άμυνα έγινε ξανά κεντρική στην Ευρώπη και μαζί της όλα τα σχετικά έξοδα. Η Γερμανία αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 30 δισεκατομμύρια το 2024 σε σύγκριση με το 2019, αλλά λίγο πολύ θα χρειαστούν άλλα 40 για να φτάσει το 3% του ΑΕΠ που ζήτησε ο Τραμπ.

Η αντιμετώπιση αυτών των πιέσεων δεν θα είναι εύκολη, ειδικά εάν η Γερμανία συνεχίσει να μη χρησιμοποιεί το δημοσιονομικό χώρο που παρέχουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν έχει χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων κατά 95 δισ. που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει για την τόνωση της οικονομίας της, κάτι που έκαναν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και κατάφεραν να έχουν υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης.

Γερμανία και επανένωση 

Στα 35 χρόνια από την επανένωση των δύο Γερμανιών τον Ιούλιο του 1990, ο κόσμος άλλαξε ριζικά, και μαζί του το βάρος της γερμανικής οικονομικής ισχύος. Η ιστορία του οικονομικού βάρους της Γερμανίας αντικατοπτρίζεται πλήρως στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρώπης συνολικά.

Ήταν ακριβώς η επανένωση που προκάλεσε αυτό το μικρό αλλά σημαντικό “άλμα” προς τα πάνω στο μέγεθος της γερμανικής οικονομίας. Μέσα σε δύο χρόνια, χάρη στην οικονομική ανάκαμψη σε μια μέχρι τότε ευρισκομένη σε ύφεση οικονομία της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά και λόγω της οικονομικής κρίσης στην πρώην Σοβιετική Ένωση που μείωσε το βάρος της στον κόσμο, το γερμανικό ΑΕΠ έφτασε από το 7% στο 8,5% της παγκόσμιας οικονομίας. Σαν να λέμε ότι ένα δολάριο στα 12 στον κόσμο παρήχθη στη Γερμανία. Ακόμη και το βάρος στην Ευρώπη (υιοθετώντας την υπόθεση ότι η Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 περιείχε ήδη τις 27 χώρες που την αποτελούν σήμερα) αυξήθηκε από 26% σε 31%.

Από εκείνη τη στιγμή, η Γερμανία γνώρισε μια συνεχή πτώση της σχετικής οικονομικής της ισχύος στον κόσμο, η οποία σήμερα έχει σχεδόν μειωθεί στο μισό, στο 4,3%, και πολύ κοντά στην Ινδία, η οποία αναμένεται να την ξεπεράσει τα επόμενα χρόνια. Το βάρος της στην Ευρώπη, ωστόσο, παρέμεινε υψηλό: Μειώνεται μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 (λόγω της μεγαλύτερης μεγέθυνσης της Ανατολικής Ευρώπης), στη συνέχεια άρχισε να αυξάνεται ελαφρά και πάλι, ειδικά κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, και στη συνέχεια διακανονίστηκε τα τελευταία χρόνια σε τιμή 24%: Όχι πολύ μακριά από το σημείο που ξεκίνησε.

Συνέπεια: Η Γερμανία παραμένει η “ατμομηχανή” της Ευρώπης. Όταν επιβραδύνεται, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επιβραδύνουν. Όμως, παρά το γεγονός ότι παραμένουν κορυφαίος οικονομικός παίκτης (εξακολουθεί να είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η πρώτη μεταξύ των “μεσαίων δυνάμεων”), οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα φαίνεται να παίζουν σε ένα δικό τους πρωτάθλημα.

Το χάσμα στην Γερμανία

Εκτός από τη σχετική μείωση του οικονομικού της βάρους στον κόσμο, υπάρχει μια δεύτερη οικονομική δυναμική που είναι σημαντικό να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια των 35 ετών από την επανένωση των δύο Γερμανιών: Το χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων των πολιτών της Ανατολής και εκείνων της Δύσης της χώρας.

Αυτό το χάσμα μειώθηκε σημαντικά κατά την πρώτη πενταετία μετά την επανένωση, αλλά η “συγκράτηση” της Ανατολής από τη Δύση σχεδόν σταμάτησε και στη συνέχεια προχώρησε πολύ αργά για τα υπόλοιπα 30 χρόνια, παρά τις μεταφορές από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις ανατολικές πολιτείες που ξεπερνούν τα 2.000 δισεκατομμύρια δολάρια, από την επανένωση μέχρι σήμερα.

Αν μάλιστα το 1991 οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας κέρδιζαν κατά μέσο όρο 70% λιγότερα από τους πολίτες της Δύσης, το 1996 η διαφορά είχε ήδη πέσει στο 45%. Και ενώ αυτή η διαφορά έχει μειωθεί περαιτέρω σε περίπου 30% σήμερα, ακριβώς στα δεκαπέντε χρόνια των καλύτερων γερμανικών οικονομικών επιδόσεων (2001-2015) αυτό συνεχίστηκε με πολύ αργούς “ρυθμούς”.

Το ρήγμα μεταξύ των δύο Γερμανιών δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό. Ακριβώς στην Ανατολή η ακροδεξιά Alternative für Deutschland (AfD) βρήκε πρόσφορο έδαφος την τελευταία δεκαετία, εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκεια και τη μισαλλοδοξία προς το Βερολίνο. Αυτό, εξάλλου, παρά το ότι η ξένη παρουσία στα ανατολικά Länder (8% του πληθυσμού) παραμένει πολύ χαμηλότερη από αυτή στα δυτικά κράτη (16%).

Κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος

Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέρος της δύναμης της Γερμανίας (πρώτα στη Δυτική Γερμανία και μετά την επανένωση συνολικά) βρισκόταν ακριβώς στην πολιτική της σταθερότητα. Η παρουσία ενός μικρού αριθμού ισχυρών παραδοσιακών μετριοπαθών κομμάτων, ιδιαίτερα των Χριστιανοδημοκρατών του CDU/CSU και των Σοσιαλδημοκρατών του SPD, ηγούνται εκ περιτροπής διαφορετικών πλειοψηφιών ή έχουν, κατά καιρούς, κυβερνήσει σε “μεγάλους συνασπισμούς”.

Αυτό το χαρακτηριστικό, ωστόσο, σταδιακά ξεθώριασε, ώσπου στην τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο χρειάστηκε να σχηματιστεί ένας τρικομματικός συνασπισμός (μεταξύ Σοσιαλιστών, Πράσινων και Φιλελεύθερων Δημοκρατών) για να επιτευχθεί η πλειοψηφία στην Bundestag. Μια πλειοψηφία που έχει χάσει επίσης τόση συναίνεση που σήμερα τα τρία κόμματα του συνασπισμού βρίσκονται στο 32,3%.

Το CDU/CSU, το παραδοσιακό κεντροδεξιό κόμμα, παρότι ήρθε πρώτο με 28,52% θα είναι πιθανώς όλο και πιο δύσκολο να βρει σταθερές πλειοψηφίες, ακριβώς λόγω της αύξησης του ποσοστού για κόμματα, όπως το AfD στα δεξιά και του Linke στα αριστερά. Το “Για την Λογική και Δικαιοσύνη” (BSW) έλαβε 4,97% και δεν κατάφερε να υπερβεί το όριο του 5%, κάτι που διευκολύνει το σχηματισμό κυβέρνησης από τα δύο παραδοσιακά κόμματα. Σαφώς πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, που δύσκολα θα μπορέσουν να ενταχθούν στην κυβερνητική πλειοψηφία.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια, ο κατακερματισμός του γερμανικού πολιτικού συστήματος και η αύξηση των εκλογικών ποσοστών κομμάτων με ακραία και διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα παραδοσιακά κόμματα, φαίνεται ότι αποτελεί κάτι το δομικό στην γερμανική κοινωνία και όχι απλά ένα σύμπτωμα λανθάνουσας αδιαθεσίας, λόγω της περιόδου οικονομικής συρρίκνωσης που ακολούθησε πρώτα την πανδημία, την περίοδο μείωσης του ρυθμού μεγέθυνσης της κινεζικής οικονομίας, και τα τελευταία χρόνια, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, περίοδο που θα εξετάσουμε αναλυτικά στο επόμενο άρθρο.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx