Το δώρο Πάσχα και τα «χαστούκια» των Βρυξελλών
26/03/2019Πολύ λίγο κράτησε η χαρά υπαλλήλων και συνταξιούχων του δημοσίου από την πρωινή «είδηση» ότι η κυβέρνηση μελετά την καταβολή ενός έκτακτου επιδόματος ως δώρο Πάσχα. Ο υπουργός Οικονομικών, εκφράζοντας άγνοια, έβαλε πάγο στο θέμα, την ώρα που και οι συζητήσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την ολοκλήρωση της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης παραμένουν άκαρπες.
Τα σενάρια για την καταβολή δώρου Πάσχα στους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους του δημοσίου πυροδότησαν οι δηλώσεις του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσου Πετρόπουλου. Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό News247, ο κ. Πετρόπουλος είχε αναφέρει μεταξύ άλλων: «Λένε πολλοί ότι θα δώσουμε εκτάκτως ένα επίδομα, διότι υπάρχει ένα μέρος που μπορούμε να δώσουμε».
Ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σημείωσε ωστόσο ότι «αυτές είναι αποφάσεις που σχεδιάζονται κεντρικά και ο πρωθυπουργός ανακοινώνει», αφήνοντας ανοιχτό το θέμα. Λίγη ώρα αργότερα ρωτήθηκε ωστόσο ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος δήλωσε πλήρη άγνοια.
«Πρώτη φορά το άκουσα» είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών και παρέπεμψε τους δημοσιογράφους στον κ. Πετρόπουλο. Την ίδια ώρα, κυβερνητικές πηγές, αλλά και πηγές του υπουργείου Εργασίας δήλωναν επίσης ότι δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για την καταβολή έκτακτου επιδόματος στους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους του δημοσίου.
Ανασκευή και χλεύη
Ο Πετρόπουλος πάντως προχώρησε σε ανασκευαστική δήλωση στο ΑΜΠΕ, διευκρινίζοντας ότι ουδέποτε είπε πως πρόκειται να καταβληθεί «Δώρο Πάσχα» στους συνταξιούχους. «Αντιθέτως, υπογράμμισα ότι τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, ο οποίος τα ανακοινώνει» σημείωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η ασυνεννοησία αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε αντικείμενο κριτικής και χλεύης από την αντιπολίτευση. Η ΝΔ, δια του αρμόδιου Τομεάρχη Γιάννη Βρούτση, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «συνεχίζει να χρησιμοποιεί τις γνωστές μεθόδους δημαγωγίας και λαϊκισμού». Παραλλήλως έκανε λόγο για «εμπόριο ελπίδας» με την αγωνία των συνταξιούχων και για «θέατρο κοροϊδίας και ψεύδους».
«Συνεννοηθείτε και σοβαρευτείτε» ήταν και το σχόλιο του αντιπροέδρου του Ποταμιού, Γιώργου Μαυρωτά, ο οποίος κάλεσε τους υπουργούς να σταματήσουν να κοροϊδεύουν τον κόσμο.
Η πρώτη κατοικία
Ο υπουργός Οικονομικών ρωτήθηκε όμως και για τις εξελίξεις στο θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ένα θέμα το οποίο παραμένει αγκάθι στην μεταμνημονιακή αξιολόγηση. Από την ρύθμισή του άλλωστε, εκτός από την τύχη εκατοντάδων χιλιάδων δανειοληπτών, εξαρτάται και η επιστροφή μέρους των κερδών των κεντρικών ευρωπαϊκών τραπεζών από την διακράτηση ελληνικών ομολόγων.
«Θα υπάρξουν εξελίξεις για την πρώτη κατοικία» αρκέστηκε να πει ο κ. Τσακαλώτος, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Το θέμα πάντως συζητήθηκε το βράδυ της Δευτέρας στο EuroWorkingGroup και συμφωνία δεν υπήρξε για άλλη μία φορά. Η εξέλιξη αυτή ήταν βέβαια αναμενόμενη, καθώς δεν έχει επιτευχθεί ακόμη συμφωνία ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές αρχές για το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη.
Έτσι, οι ελπίδες στρέφονται πλέον στο Eurogroup της 5ης Απριλίου, στο Βουκουρέστι, ενώ οι συζητήσεις συνεχίζονται και, σύμφωνα με πηγές, «υπάρχει μεγάλη πιθανότητα» να έχουν ολοκληρωθεί θετικά μέχρι τότε.
Η ΕΕ πάντως δεν φημίζεται για την ευκολία της να επιστρέφει χρήματα σε κράτη μέλη. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε σήμερα προσφυγή της Ελλάδας, που ζητούσε την ακύρωση απόφασης της Κομισιόν, με την οποία είχε παρακρατήσει 1,182 εκατ. ευρώ στον γεωργικό τομέα. Η Επιτροπή, μετά από έρευνα, τον Οκτώβριο του 2014, σχετικά με τις δαπάνες που έγιναν στην Ελλάδα, διαπίστωσε ότι η εφαρμογή του λεγόμενου συστήματος πολλαπλής συμμόρφωσης, κατά τα έτη 2012, 2013 και 2014, δεν ήταν σύμφωνη με τους κανόνες.
Αθήνα και Βρυξέλλες δεν συμφωνούσαν όμως για το ύψος του ποσού του υπολογιζόμενου κινδύνου και η Κομισιόν εφάρμοσε κατ’ αποκοπή και εφάπαξ διορθώσεις, συνολικού ύψους 1.182.054,17 ευρώ. Η Ελλάδα στράφηκε κατά της απόφασης, ζητώντας την ακύρωσή της, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ωστόσο ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε πως οι επίμαχοι έλεγχοι δεν ήταν αποτελεσματικοί. Τόνισε μάλιστα ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Κομισιόν ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση, ούτε ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, παραμένει η παρακράτηση 1,182 εκατ. ευρώ κατά της Ελλάδας στον γεωργικό τομέα.