Το μετέωρο βήμα της Ευρωζώνης και η έξοδος από το Μνημόνιο
27/04/2018Γράφει ο Γεράσιμος Ποταμιάνος –
Με την κρίση του 2010 στην Ελλάδα, αποδείχθηκε πως η θεσμική συγκρότηση της Ευρωζώνης έχει σοβαρά ελλείμματα και δεν διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία αλληλεγγύης. Είναι γνωστό πως ο υφιστάμενος κανόνας περί «μη διάσωσης χώρας-μέλους» οδήγησε σε χάος, μετάδοση του ρίσκου και σχεδόν στη διάλυση της Ευρωζώνης.
Ο κανόνας αυτός χρειάστηκε τελικά να παρακαμφθεί με τους εξωθεσμικούς μηχανισμούς “διάσωσης” (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας). Φάνηκε, δηλαδή, πως απαιτείται η βελτίωση των κανόνων και όχι μόνο η πειθαρχία των αγορών. Έγινε εξάλλου σαφές πως η συμμετοχή των πλούσιων χωρών στους κινδύνους και το κόστος σύγκλισης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εμβάθυνση της Ευρωζώνης.
Υπολείπεται επομένως των απαιτήσεων αλλά και των προσδοκιών που δημιούργησε ο Εμμανουέλ Μακρόν, η συμφωνία του με την Γερμανίδα καγκελάριο, πως «η Ευρωζώνη είναι επαρκώς ασφαλισμένη από τις κρίσεις», την ίδια στιγμή που διεξάγεται συζήτηση για την μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ενώ ταυτόχρονα το ΔΝΤ προτείνει Ταμείο «για τις δύσκολες μέρες της Ευρώπης».
Πριν από την σύνοδο του ΔΝΤ, το μέλλον της Ευρωζώνης συζητήθηκε στην συνάντηση Μέρκελ-Μακρόν στο Βερολίνο. Η Μέρκελ υπογράμμισε την συμφωνία τους «πως η Ευρωζώνη είναι επαρκώς ασφαλισμένη από τις κρίσεις», προσθέτοντας πως είναι αισιόδοξη για την δημιουργία τραπεζικής ένωσης. Επανέλαβε, πως η αλληλεγγύη πρέπει να συνδέεται με την ευθύνη κάθε μεμονωμένου κράτους-μέλους για τους κινδύνους που διατρέχει, αποκλείοντας δηλαδή την κοινή εγγύηση καταθέσεων στην Ευρωζώνη.
Η ανάγκη για μεταρρύθμιση
Ο Μακρόν δήλωσε πως τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προσθέσουν «μηχανισμούς αλληλεγγύης, όπως η τραπεζική ένωση, στα υφιστάμενα εργαλεία για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας». Θέλουμε να παρουσιάσουμε κοινές προτάσεις τον Ιούνιο επέμεινε, ενώ είναι γνωστό πως η Μέρκελ αντιμετωπίζει δυσκολίες λήψης αποφάσεων πριν τις εκλογές στη Βαυαρία τον Οκτώβριο. Από τις δηλώσεις προκύπτει πως πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι για το εύρος των μεταρρυθμίσεων της Ευρωζώνης. Στα σχέδια Μακρόν, το Βερολίνο απαντά με προϋποθέσεις.
Η Ευρωζώνη, έχοντας μόλις αποφύγει τις συνέπειες ενός Grexit (2015) και μια υπαρξιακή κρίση (2016), βρίσκεται μπροστά σε ένα σημαντικό κατώφλι. Σύμφωνα με τον πρόεδρο Γιούνκερ, τον Σεπτέμβριο του 2016, εξαιτίας του δημοψηφίσματος για το Brexit, της συνεχιζόμενης υψηλής ανεργίας και της προσφυγικής κρίσης, η Ευρώπη τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε με τη Λευκή Βίβλο τον Μάρτιο του 2017, καθώς ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης επιταχύνθηκε στο 2% και θεωρήθηκε ότι είναι η στιγμή να αξιοποιηθεί η δυναμική αυτή για την εμβάθυνση της ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση).
Ωστόσο, οι συνθήκες για μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση δεν είναι οι καλύτερες. Ετσι διατηρούνται οι οικονομικές ανισότητες και η διάσταση απόψεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Πολλά κράτη προτιμούν το status quo είτε οριακές μεταρρυθμίσεις, φοβούμενα την εμβάθυνση των κανόνων. Ομως την ίδια στιγμή, η χρηματοοικονομική σταθερότητα είναι ιδιαίτερα εύθραυστη, λόγω της υπερχρέωσης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Οι πολιτικές ασυμφωνίες
Μερικές χώρες (Ιταλία, Γαλλία) προτιμούν μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή των κανόνων και την υιοθέτηση μηχανισμών επιμερισμού των κινδύνων, όπως κοινό προϋπολογισμό, ή ακόμη και δημοσιονομική ένωση. Άλλοι προτιμούν την επιβολή αυστηρότερων περιοριστικών πολιτικών και θεωρούν απαραίτητη την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία (Γερμανία), χωρίς επιμερισμό των κινδύνων (πχ. στην ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων).
Η Γερμανία, εξάλλου, αποκλείει την αναδιάρθρωση χρέους σαν εργαλείο επίλυσης κρίσεων χρέους. Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ δήλωσε ήδη ότι είναι πεπεισμένος «πως δεν χρειαζόμαστε μία πλήρη πολιτική ένωση, ούτε μία πλήρη δημοσιονομική ένωση για να κάνουμε τη νομισματική ένωση να λειτουργεί ομαλά». Πρόσθεσε πως «η ΕΕ είναι απίθανο να γίνει οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης».
Η ασυμφωνίες αυτές έχουν προκαλέσει προσωρινό αδιέξοδο στην μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Διότι δεν είναι βέβαια δυνατόν να αγνοηθεί η αλλαγή σκηνικού που προέκυψε με τη νίκη των ευρωσκεπτικιστών στην Ιταλία. Το μήνυμα των εκλογών σε πολλές χώρες όπως π.χ. πρόσφατα στην Ουγγαρία και Αυστρία, είναι πως το πλαίσιο πολιτικής που κυριάρχησε στην Ευρώπη από την αρχή της δεκαετίας του ’90 δεν έχει πλέον πολλούς υποστηρικτές.
Την επόμενη περίοδο, εάν συνεχισθεί η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους (π.χ. Γαλλία), μπορεί να μεταβάλει την Ευρωζώνη σε πεδίο μάχης. Για τους δυσαρεστημένους πολίτες, οι δυσνόητοι κανόνες made in Brussels άρχισαν να αποτελούν άμεσο πολιτικό στόχο. Ο Γιούνκερ αναζητά την στήριξη των προτάσεων της Κομισιόν στις διάφορες πρωτεύουσες, αρχίζοντας από την Αθήνα.
Το ελληνικό διακύβευμα
Οι αβεβαιότητες της συζήτησης για το μέλλον της Ευρωζώνης εκφράζονται με ανάγλυφο τρόπο στις διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Ο γαλλικός μηχανισμός φαίνεται πως είναι μια καλή βάση για την διευθέτηση του χρέους, δηλώνει ο Πιερ Μοσκοβισί. Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος από πολιτικές παρεμβάσεις. Αυτό, όμως, προσκρούει στις αντιδράσεις του Βερολίνου, καθώς οι Γερμανοί επιθυμούν το εξωθεσμικό Eurogroup να έχει τον τελευταίο λόγο.
Όμως, αν η επικείμενη ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, δεν συνοδευθεί από ονομαστική μείωση του χρέους, θα αφήσει έκθετη την ελληνική οικονομία σε κίνδυνο μακροχρόνιας στασιμότητας. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αποκλείουν την ανάπτυξη και την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων.
Παράλληλα, θα θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα του ευρώ, κατά την άποψη των νομισματικών αρχών, που ζητούν πρόσθετες εξασφαλίσεις, γνωρίζοντας ότι τα κόκκινα δάνεια επηρεάζουν την αντοχή των τραπεζών. Διότι οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους μπορεί να αυξηθούν ταχύτατα πάνω από το επίπεδο που προσδιορίζεται ως απαραίτητο, για την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας μιας νέας κρίσης του ευρώ.