Το πολιτικό διακύβευμα του επερχόμενου Μνημονίου
26/04/2023Σε μία από τις πρόσφατες ομιλίες του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ευθέως πως αν κάνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ και «ο κ. Τσίπρας επιχειρήσει να εφαρμόσει έστω και ένα μέρος όσων έχει εξαγγείλει, η χώρα θα ξαναβρεθεί αμέσως σε νέο μνημόνιο» και εξήγησε ότι αυτά «πολύ απλά, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν σήμερα από μια χώρα η οποία βρίσκεται στην ευρωζώνη και πρέπει να συμμορφωθεί µε δηµοσιονοµικούς κανόνες. Θα µας οδηγούσε µε νομοτελειακή βεβαιότητα σε τέταρτο μνημόνιο η εφαρμογή αυτών των μέτρων».
Δεν έχει άδικο. Θα χρειαστεί σκληρή διαπραγμάτευση με ωμούς εκβιασμούς από την ελληνική πλευρά για να επιτευχθεί η αλλαγή στάσης της ΕΕ. Και αναμφίβολα, μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όση λογική και δίκιο μπορεί να έχουν κάποιες πολιτικές της, δεν θα πρέπει να ενεργοποιήσει τα συντηρητικά σύνδρομα της Κομισιόν και του Eurogroup της εποχής Βαρουφάκη. Όμως, το 4ο μνημόνιο είναι ήδη υπαρκτό, ανεξάρτητα το πώς μπορεί να ονομασθεί και έχει μάλιστα και πολλές διαστάσεις.
Το “4ο Μνημόνιο” θα έχει να αντιμετωπίσει οιαδήποτε κυβέρνηση, εκλεγεί είτε με την πρώτη, είτε με τη δεύτερη κάλπη. Σε τι αυτό συνίσταται!
Επιστροφή στον δημοσιονομικό κορσέ
Το Μάιο, ενδεχομένως και πριν τις ελληνικές κάλπες, η Κομισιόν θα ανακοινώσει την κατάργηση της γενικής ρήτρας διαφυγής από τους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ίσχυσε για όλες τις χώρες από το 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, με στόχο την τιθάσευση του χρέους που συσσώρευσαν πάνω από το 60% του ΑΕΠ τους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στο 3%.
Ταυτόχρονα, η Κομισιόν θα δώσει σε κάθε χώρα ξεχωριστά και ανάλογα με τα νούμερά της ξεχωριστή γραμμή διαχείρισης των δημοσιονομικών της για τους προϋπολογισμούς του 2024. Η Κομισιόν θα ζητήσει από όλες τις χώρες να υποβάλλουν 4ετή δεσμευτικά δημοσιονομικά προγράμματα, καθώς και προγράμματα με τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν.
H αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας
Οι διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι σκληρές, καθώς πολλές χώρες αντιτίθενται στις προτάσεις της Κομισιόν, ενώ άλλες (οι βόρειες) πιέζουν ώστε το δημοσιονομικό πλαίσιο να παραμείνει όσο το δυνατό πιο κοντά στο προ Covid σύστημα.
Πάντως φαίνεται να επιτεύχθηκε η διαγραφή του κανόνα της μείωσης του χρέους κατά 1/20 το χρόνο της διαφοράς από το 60% του ΑΕΠ που είχε επιβληθεί κατά την κρίση χρέους της ευρωζώνης. Γερμανία και Ολλανδία που έχουν 66,6% και 49% χρέος προς ΑΕΠ πιέζουν για μείωση 0,5% ετησίως, ενώ για Ελλάδα και Ιταλία 1%.
Οι όροι του Μάαστριχτ για δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ και αναλογία χρέους/ΑΕΠ στο 60% παραμένουν αμετάβλητοι, αλλά η φιλοσοφία του σχεδίου της Κομισιόν είναι τα κράτη μέλη να έχουν μεγαλύτερη “ιδιοκτησία” του σχεδιασμού τους για την μείωση του δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε κατά την πανδημία. Έτσι, τα κράτη θα προτείνουν δεσμευτικά 4ετή δημοσιονομικά προγράμματα με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις (πράσινη και ψηφιακή ανάπτυξη) που θα εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Όμως, ο σχεδιασμός των καθαρών δαπανών πρέπει να είναι τέτοιος που να υπηρετεί τη διατήρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Τυχόν αποκλίσεις σημαίνει αναστολή χρηματοδοτήσεων και μέτρα λιτότητας.
Για τις χώρες όπως η Ελλάδα με πολύ υψηλό χρέος, η περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να επεκταθεί κατά τρία χρόνια, υπό ειδικούς όρους μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Σε περιπτώσεις εξαιρετικών καταστάσεων θα ενεργοποιείται η “ρήτρα διαφυγής”. Τα κράτη θα υποβάλουν ετήσιες εκθέσεις υλοποίησης και η Κομισιόν θα αξιολογεί με βάση ένα ενιαίο επιχειρησιακό δείκτη για τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες. Το όλο πακέτο έχει έναρξη το 2024.
Οι ελληνικές υποχρεώσεις
Ως γνωστόν, η Ελλάδα μετά τα μνημόνια διαθέτει ένα ευνοϊκό καθεστώς εξυπηρέτησης του χρέους μέχρι το 2032, αλλά παραμένει σε εποπτεία μέχρι την αποπληρωμή του 75% των μνημονιακών δανείων. Το 2022 έκλεισε απρόσμενα με πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ (273 εκατ. ευρώ) και χρέος 171,3% του ΑΕΠ (356,2 δισ. ευρώ). Βασικό κριτήριο για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι οι δαπάνες εξυπηρέτησής του να παραμείνουν στο όριο του 10% ως το 2040.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία του 2018 για το χρέος προβλέπει πλεονάσματα 3% το 2023, 2,5% το 2024 και 2,2% κατά μέσο όρο ως το 2060. Το ερώτημα είναι εάν με το Αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης η Ελλάδα θα επιστρέψει στη μεταμνημονιακή υποχρέωση ή θα λειτουργήσει με βάση τις νέες νόρμες. Σε κάθε περίπτωση για τη χώρα μας από το 2024 ξεκινάει σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή μέχρι το 2032, οπότε θα γίνει νέα ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους. Αν τα πράγματα πάνε καλά μέχρι τότε, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει νέες ελαφρύνσεις.