Το πόρισμα της επιτροπής Πισσαρίδη – Στο ίδιο νεοφιλελεύθερο έργο θεατές
14/08/2020Στην ενδιάμεση έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, προτείνεται ως αναπτυξιακός πυλώνας η περαιτέρω «μεταρρύθμιση» του συνταξιοδοτικού συστήματος με την πλήρη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης. Η πρόταση αυτή στηρίζεται, κατά βάση, στο επιχείρημα ότι με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης αντιμετωπίζονται οι επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης.
Ένα επιπλέον επιχείρημα είναι ότι προωθείται η ανάπτυξη λόγω των αποθεματικών κεφαλαίων που συσσωρεύονται από τις αποταμιεύσεις των ασφαλιστικών εισφορών των ασφαλισμένων, οι οποίες θα επενδύονται στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Αντίθετα, η ερευνητική και βιβλιογραφική πραγματικότητα αποδεικνύει ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα επηρεάζεται (σε μεγαλύτερο βαθμό από το αναδιανεμητικό σύστημα) από την γήρανση του πληθυσμού.
Επηρεάζεται, σε βαθμό που να απειλείται σοβαρά το προσδοκώμενο επίπεδο των συντάξεων, τόσο της νέας γενιάς, όσο και των σημερινών ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Κι΄ αυτό γιατί το αναδιανεμητικό σύστημα, προκειμένου να διατηρήσει την μακροχρόνια βιωσιμότητά του, έχει να αντιμετωπίσει μόνο τον δημογραφικό κίνδυνο, ενώ το κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει να αντιμετωπίσει τόσο τον δημογραφικό κίνδυνο, όσο και τον κίνδυνο των χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών (καθώς και τον κίνδυνο της επίτευξης υψηλών αποδόσεων των επενδύσεων).
Παράλληλα, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού είναι γνωστό εδώ και δύο δεκαετίες, με την έννοια ότι η δημογραφική γήρανση θα επιβαρύνει σημαντικά τους προϋπολογισμούς των κρατών. Έτσι, στην προοπτική αυτή, έχουν αναπτυχθεί για την αντιμετώπιση του δημογραφικού κινδύνου, δύο σχολές σκέψης και πολιτικών.
Η νεοφιλελεύθερη σχολή
Η νεοφιλελεύθερη σχολή, η οποία υποστηρίζει ότι οι επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης θα πρέπει να μην αντιμετωπιστούν εξ΄ ολοκλήρου από το κράτος, αλλά ένα σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης να μεταφερθεί στον ίδιο τον ασφαλισμένο, μέσω της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης (δηλαδή με την ατομική αντιμετώπιση του κινδύνου του γήρατος).
Όμως, με αυτή την πολιτική περιορίζεται σημαντικά η αλληλεγγύη και η συλλογική αντιμετώπιση του κινδύνου του γήρατος, την οποία υποστηρίζει η σχολή της ανάπτυξης του αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής προστασίας (με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση, μεταξύ των άλλων, του επιπέδου της φτώχειας και της ένδειας του πληθυσμού). Θα παραθέσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη τον δείκτη αύξησης του προσδόκιμου ζωής των πρόσφατων δημογραφικών προβολών της Eurostat για την Ελλάδα.
Εάν έχουμε, για παράδειγμα, ένα νέο εργαζόμενο που εισέρχεται στην αγορά εργασίας στην ηλικία των 27 ετών και συνταξιοδοτείται στην ηλικία των 67 ετών (έχοντας εργαστεί ανελλιπώς και με πλήρη απασχόληση για 40 συνεχόμενα έτη και με μέσο μισθό 1.100 ευρώ το μήνα), τότε εάν υποθέσουμε ότι σε όλα αυτά τα έτη έχει μέση καθαρή απόδοση επενδύσεων (μετά από το κόστος διαχείρισης και τον πληθωρισμό) 2%, θα λάβει επικουρική σύνταξη 223 ευρώ (μεικτά).
Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη τον δημογραφικό κίνδυνο στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ο νέος εργαζόμενος του παραδείγματος μας θα λάβει όταν συνταξιοδοτηθεί 181ευρώ (μεικτά) επικουρική σύνταξη. Αυτό σημαίνει ότι για να μπορέσει να λάβει ο ασφαλισμένος την σύνταξη των 223 ευρώ (μεικτά), θα πρέπει οι εισφορές για την κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη να αυξηθούν στο 7,4% από 6%. Θα πρέπει, λοιπόν, να αυξηθούν οι εισφορές κατά 23,3%. Δηλαδή, ο νέος εργαζόμενος της κεφαλαιοποιημένης επικουρικής σύνταξης καλείται να αυξήσει την αποταμίευση του ατομικά κατά 23,3%.
Επομένως, να μειώσει το βιοτικό του επίπεδο ως εργαζόμενος, για να αποταμιεύει για την κεφαλαιοποιημένη επικουρική σύνταξη του, ή να αποδεχθεί μειωμένη σύνταξη κατά 19%. Παρόμοιες, είναι και οι επιπτώσεις του δημογραφικού κινδύνου στο αναδιαμενητικό σύστημα. Όμως, στο αναδιανεμητικό σύστημα η διαφορά είναι ότι ενυπάρχει μόνο ο δημογραφικός κίνδυνος, ενώ στην κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη ενυπάρχει και ο επενδυτικός κίνδυνος.
Τι επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Αρχή
Στις συνθήκες αυτές, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την ιδιωτική ασφάλιση και τα Ταμεία Επαγγελματικής ασφάλισης, επιβάλλει οι αναλογιστικές αποτιμήσεις να χρησιμοποιούν καθαρή μακροχρόνια απόδοση επενδύσεων 0,5% (καμπύλη επιτοκίων και προεξόφλησης μελλοντικών χρηματοροών), εξαιτίας των οικονομικών κρίσεων, των χαμηλών επιτοκίων που προκαλούν οι κρίσεις (π.χ. κορονοϊός) και της γήρανσης του πληθυσμού.
Ο λόγος είναι ότι σε γηρασμένους πληθυσμούς επιτυγχάνονται δυσκολότερα υψηλές αποδόσεις επενδύσεων, εξαιτίας των προτιμήσεων τους σε επενδύσεις χαμηλού ρίσκου και άρα χαμηλής απόδοσης (Credit Suisse: How demographic affect asset prises,10/2/2012). Αυτό σημαίνει ότι στο παράδειγμα μας, εάν χρησιμοποιήσουμε ως καμπύλη προεξόφλησης των μελλοντικών χρηματοροών 0,5%, τότε η κεφαλαιοποιημένη επικουρική σύνταξη που θα λάβει ο ασφαλισμένος θα είναι 167 ευρώ (μεικτά) και όχι 223 ευρώ (μεικτά).
Σε αυτή την περίπτωση ο ασφαλισμένος θα πρέπει να αυξήσει την εισφορά του στο 8% από 6% τον μήνα, ή να αποδεχθεί επικουρική σύνταξη μειωμένη κατά 25%. Εμβαθύνοντας την ανάλυση μας, συνδυάζοντας τον δημογραφικό και τον επενδυτικό κίνδυνο στην κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη, αναδεικνύεται ότι ο ασφαλισμένος θα λάβει μελλοντικά στην ηλικία των 67 ετών 135 ευρώ (μεικτά) επικουρική σύνταξη από τα 223 ευρώ (μεικτά) που υπολόγιζε το 2021 ότι θα ήταν η νέα κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη.
Στην περίπτωση που θα επιθυμούσε να λάβει την σύνταξη των 223ευρώ, τότε θα πρέπει να αυξήσει τις καταβαλλόμενες εισφορές (εργαζόμενος και εργοδότης) στο 10%, δηλαδή κατά 66%. Το γεγονός αυτό θα επιβάρυνε πολύ το μη μισθολογικό κόστος, δεδομένου ότι θα το αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι, χωρίς την συμμετοχή του κράτους.
Eάν ο ίδιος νέος ασφαλισμένος του παραδείγματός μας, δεν έχει πλήρη απασχόληση για 40 συνεχόμενα έτη, αλλά αντιμετωπίσει ένα-δύο έτη ανεργίας και πέντε έτη ευέλικτων μορφών απασχόλησης, τότε αντί για223 ευρώ (μεικτά) μηνιαία επικουρική σύνταξη που ανέμενε ότι θα λάβει, τελικά θα λάβει μόλις 116 ευρώ (μεικτά). Και αυτό γιατί με την κεφαλαιοποιητική επικουρική κοινωνική ασφάλιση, όπου ο κίνδυνος του γήρατος αντιμετωπίζεται ατομικά και χωρίς την συμμετοχή του κράτους, στον ατομικό λογαριασμό συσσωρεύονται χρήματα, όσο ο ασφαλισμένος μπορεί να πληρώνει εισφορές.
Επισφαλής η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλης
Επομένως, οι διακυμάνσεις της ανεργίας, της αναπηρίας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, θα μειώνουν απευθείας το ποσό της επικουρικής σύνταξης. Αυτό σημαίνει ότι όσο αυτοί οι κίνδυνοι αντιμετωπίζονται ατομικά και όχι συλλογικά, όπως στο αναδιανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης και της συλλογικής αντιμετώπισης των κινδύνων, υπονομεύεται σοβαρά το αναμενόμενο (από τον ασφαλισμένο) ποσό της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής σύνταξης.
Παράλληλα, το επιχείρημα ότι η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης θα δημιουργήσει οφέλη από την επένδυση των αποταμιεύσεων των εισφορών των ατομικών λογαριασμών των ασφαλισμένων στους κινδύνους των χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών, δεν αποδεικνύεται (δεδομένου ότι καμία αναλογιστική ούτε οικονομική μελέτη έχει εκπονηθεί για τα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν για την ελληνική οικονομία).
Αντίθετα, τα “οφέλη” αυτά ενέχουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και οι ζημιές που θα δημιουργηθούν στην οικονομία της χώρας από την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης έχουν υπολογισθεί σε 57 δισ. ευρώ (κόστος μετάβασης), με την έννοια ότι αποτελεί ένα πραγματικό χρέος (και όχι αφανές). Χρέος που θα δημιουργήσει συνθήκες δυσμενούς μεταβολής της πιστοληπτικής διαβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την αναπτυξιακή της προοπτική.
Το αφανές και το πραγματικό χρέος
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί, όπως αναφέρεται και σε δημοσίευση της Διεθνούς Ένωσης Αναλογιστών( International Actuarial Association-Yves Guerad, 2012), η μετάβαση από ένα αναδιανεμητικό σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, δημιουργεί το αφανές χρέος (implicitdept) σε πραγματικό χρέος (explicit dept). Επιπλέον, θέτει σε μεγάλη πίεση τους προϋπολογισμούς, με αποτέλεσμα να «πληγώνει», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, την πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας.
Επιπλέον, στην ίδια δημοσίευση της Διεθνούς Ένωσης Αναλογιστικών, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, μία πραγματικά συνετή συμβουλή των ειδικών της κοινωνικής ασφάλισης (αναλογιστές και οικονομολόγοι) είναι ότι όταν υπάρχει υψηλό “αφανές χρέος” δεν υπάρχει άλλη λύση.
Η μόνη λύση είναι η επίτευξη της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του υπάρχοντος αναδιανεμητικού συστήματος της αλληλεγγύης και της κρατικής εγγύησης με παραμετρικές αλλαγές. Και αυτό γιατί: Πρώτον, το αφανές χρέος είναι μια αναλογιστική υποχρέωση (contingent liability), ενώ το πραγματικό οικονομικό χρέος είναι μια υποχρέωση του κράτους (countrys’ commitment).
Δεύτερον, το αφανές χρέος είναι μια μακροχρόνια υποχρέωση σε βάθος 50 ετών και καταβάλλεται στο νόμισμα της χώρας, με πιο σταθερά έσοδα που είναι οι ασφαλιστικές εισφορές και η κρατική συμμετοχή. Αντιθέτως, το πραγματικό χρέος έχει μικρότερο χρονικό ορίζοντα. Μπορεί να είναι και σε διαφορετικό νόμισμα και ανήκει στους πιστωτές, οι οποίοι πάντα αποδεδειγμένα έχουν προτεραιότητα (senior creditors and bondholders).