Το ταμπού του κοινού χρέους έσπασε – Οι παγίδες είναι στους όρους
01/06/2020Κατατέθηκε τελικά η αναμενόμενη πρόταση της Κομισιόν (27 Μαΐου 2020) για τη δημιουργία του Σχεδίου Ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας από την κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία. Η πρόταση κινήθηκε στο αναμενόμενο πλαίσιο (είχε περίπου αναγγελθεί από την πρόεδρο) και έχει ως βάση το σχέδιο Μέρκελ-Μακρόν.
Εν συντομία: Πεντακόσια δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 250 δισ. σε δάνεια. Οι επιπλέον πόροι θα αντληθούν από την Κομισιόν με την έκδοση ομολόγων διάρκειας έως 30 ετών και θα διανεμηθούν στα κράτη-μέλη, τις περιφέρειες και τους τομείς της οικονομίας που έχουν πληγεί βαρύτερα από την κρίση. Η αποπληρωμή των ομολόγων θα αρχίσει από το 2028. Θα εκδοθούν ομόλογα με διαφορετικό χρόνο ωρίμανσης (από 8 μέχρι και 30 έτη). Το προτεινόμενο σχέδιο σπάζει ένα ταμπού: την έκδοση πιστοποιητικών κοινού χρέους, με την εγγύηση και των 27 της ΕΕ.
Θα περιοριστούμε στις προφανείς δυσκολίες που ενυπάρχουν στην πρόταση, οι οποίες χρειάζεται να ξεπερασθούν στην πορεία και μέχρι την τελική απόφαση. Μέχρι τότε ας μην κραυγάζουν “Νίκη” όσοι κάνουν (σκοπίμως) την επιθυμία τους πραγματικότητα. Εξάλλου, όπως λέει και ο ποιητής, «ο άνθρωπος έχει ως γνωστόν τη σιγουριά του πρώτο εχθρό».
Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι προς το παρόν, η πρόταση της Κομισιόν είναι απλώς πρόταση. Οι πρώτες αντιδράσεις από Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία, που εξ αρχής ήταν αντίθετες στην πρόταση Μέρκελ-Μακρόν, παραμένουν αρνητικές. Στα ζητήματα κοινοτικού προϋπολογισμού απαιτείται ομοφωνία για τη λήψη αποφάσεων. Οπότε, οι διαπραγματεύσεις αναμένονται σκληρές.
Ερωτηματικά για την συμφωνία της Κομισιόν
Όπως πάντα, όμως, στην Κομισιόν αναμένεται ότι θα επιτευχθεί τελικά συμφωνία. Το ερώτημα είναι τι θα περιλαμβάνει. Η επίτευξη συμφωνίας προφανώς σημαίνει υποχώρηση και από τις δύο πλευρές. Η συμφωνία μάλλον θα κινηθεί στη μείωση του συνολικού ύψους προς εκείνη που έχει προταθεί από το γαλλογερμανικό σχέδιο. Προφανώς, θα έχει και άλλες αλλαγές έτσι ώστε να ικανοποιηθούν μερικώς οι χώρες που αντιδρούν.
Η συμφωνία στην Κομισιόν και στη Σύνοδο Κορυφής θα πρέπει να ψηφιστεί και από τα 27 Κοινοβούλια, κάτι που θα απαιτήσει χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι για το έτος 2020 δεν προβλέπεται πιθανότατα καμία πράξη που να απορρέει από το νέο πλαίσιο. Οι πόροι θα ενταχθούν στον πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ (2021-27) και θα διατεθούν κατά τη διάρκεια του.
Συνεπώς θα διατεθούν με βάση τα συνηθισμένα κριτήρια που διέπουν τους κοινοτικούς προϋπολογισμούς συν τα πρόσθετα κριτήρια, που θα τεθούν λόγω της ιδιαιτερότητας της κατάστασης, εντός επτά ετών. Αυτό σημαίνει αργή και γραφειοκρατική αντιμετώπιση της κρίσης. Ενώ η ίδια η Κομισιόν στις εκτιμήσεις της θεωρεί ότι οι οικονομίες της Ευρωζώνης θα υποστούν συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά μέσο όρο 7,7% το 2020, οι πόροι προγραμματίζονται να δοθούν σε βάθος επταετίας.
Σχετικά με τον γραφειοκρατικό τρόπο αντιμετώπισης σημειώνουμε παραδειγματικά τα εξής: Ο πρώτος πυλώνας του Σχεδίου Ανάκαμψης αφορά τη στήριξη των κρατών-μελών. Το βασικό όχημα ονομάζεται Διευκόλυνση Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility), το οποίο υπολογίζεται ότι θα μπορεί να δώσει επιχορηγήσεις 310 δισ. ευρώ και δάνεια 250 δισ. ευρώ.
Οι δυσκολίες εφαρμογής της συμφωνίας
Οι χώρες που θα αιτηθούν πόρους από το συγκεκριμένο εργαλείο θα πρέπει να καταθέσουν αναλυτικά σχέδια δημόσιων επενδύσεων και συνοδευτικών μεταρρυθμίσεων, τα οποία πρέπει να συμβαδίζουν με τις βασικές προτεραιότητες της ΕΕ: την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή ατζέντα και την ενίσχυση της “ανθεκτικότητας” των οικονομιών της ΕΕ, απέναντι σε μελλοντικά σοκ.
Επιπλέον, θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις συστάσεις πολιτικής του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Τα εθνικά αυτά σχέδια θα εξετάζονται και θα εγκρίνονται από την Κομισιόν. Η έγκρισή της, όμως, παρότι αναγκαία, δεν είναι ικανή συνθήκη για την αποδέσμευση των χρημάτων. Θα πρέπει να εγκριθούν και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ωστόσο, η απόφαση του Συμβουλίου, δεν χρειάζεται να είναι ομόφωνη, αλλά λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία.
Δεν είναι μόνο αυτές οι δυσκολίες. Οι αιρεσιμότητες που αφορούν μεταρρυθμίσεις (προκειμένου να εγκριθούν τα σχέδια των κρατών και συνεπώς να εκταμιευτούν επιχορηγήσεις και δάνεια), ίσως δεν γίνουν ευνοϊκά δεκτές από χώρες, όπως η Ιταλία. Επίσης, οι αιρεσιμότητες που αφορούν το σεβασμό του κράτους δικαίου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συναντήσουν την αντίδραση της Ουγγαρίας και μάλλον της Πολωνίας. Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πως θα ξεπερασθούν αυτές οι δυσκολίες.
Παράλληλα θα πρέπει να μη ξεχνούμε ότι στην περίπτωση της έγκρισης των σχεδίων των κρατών-μελών θα υπάρχει επιτήρηση για το κατά πόσον η χρησιμοποίηση των πόρων γίνεται σύμφωνα με τους σκοπούς που έχουν διατυπωθεί. Επιπλέον, οι πόροι θα διατεθούν με βάση τις προτεραιότητες της ΕΕ στους αναφερόμενους παραπάνω τομείς και όχι με βάση τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα προβλήματα της κάθε χώρας που δημιουργήθηκαν ή οξύνθηκαν λόγω της πανδημίας.