Το ταξίδι της Halkbank στην αμερικανική Δικαιοσύνη…
20/04/2023Σύμφωνα με δημοσιεύματα διεθνών μέσων ενημέρωσης, τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ απέρριψαν την απόφαση δικαστηρίου, που είχε ανοίξει τον δρόμο να προχωρήσει η άσκηση διώξεων για το σκάνδαλο Halkbank. Στο ίδιο πλαίσιο, ζητούν από το 2ο Εφετείο των ΗΠΑ που εδρεύει στο Μανχάταν, να επανεξετάσει τη νομική γραμμή μέσω της οποίας η Halkbank επιχειρεί ουσιαστικά να ακυρώσει την υπόθεση δίωξης της, επικαλούμενη ασυλία.
Η τουρκική κρατική τράπεζα βρέθηκε στο επίκεντρο δικαστικών διώξεων, επειδή παράκαμψε τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ κατά του Ιράν και είχε προχωρήσει, μέσω ενός αρκετά πολύπλοκου σχήματος, στην ανταλλαγή χρυσού με ιρανικό πετρέλαιο, προκειμένου να βοηθηθεί οικονομικά το Ιράν και να αποκομίσει οφέλη πολιτικά και οικονομικά η κυβέρνηση Ερντογάν.
Η γραμμή υπεράσπισης των νομικών συμβούλων της τουρκικής τράπεζας ήταν ότι η Halkbank προστατεύεται από τη δίωξη λόγω ασυλίας που παρέχεται σε ξένες εταιρείες, μέσω του Νόμου περί Εξωτερικών Κυριαρχικών Ασυλιών. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε την άποψη της τράπεζας ότι προστατεύεται βάσει του συγκεκριμένου νόμου που περιορίζει τη δικαιοδοσία των αμερικανικών δικαστηρίων όταν πρόκειται για αγωγές κατά ξένων χωρών, ωστόσο, διαπίστωσε ότι το 2ο Εφετείο δεν εξέτασε πλήρως εάν η τράπεζα έχει ασυλία βάσει των αρχών του “κοινού δικαίου”.
Η δίκη της Halkbank επρόκειτο να ξεκινήσει τον Μάιο του 2021, ωστόσο η τουρκική τράπεζα κατάφερε να καθυστερήσει τη διαδικασία, μέσω αρκετών νομικών ελιγμών στο εφετείο που επιβλέπει την υπόθεση στο Μανχάταν. Ουσιαστικά η κατηγορία προς την κρατική τουρκική τράπεζα συνίστατο για τραπεζική απάτη, ξέπλυμα χρήματος και συνωμοσία σχετικά με τη συμμετοχή της σε σχέδιο εμπορίας χρυσού έναντι ιρανικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, βοηθώντας την Τεχεράνη να παρακάμψει τις κυρώσεις των ΗΠΑ, που επιβλήθηκαν για το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Ανταλλαγή πετρελαίου για χρυσό
Συγκεκριμένα το κατηγορητήριο της Halkbank αναφέρει πως το 2019 η τράπεζα Halkbank, μετέφερε παράνομα περίπου 20 δις δολάρια, τα οποία αποτελούσαν έσοδα από εμπόριο ιρανικού πετρελαίου και φυσικού αερίου και πως η κρατική τράπεζα αρκετές φορές συγκάλυπτε τις κινήσεις χρημάτων, παρουσιάζοντάς τες ως αγορές τροφίμων και φαρμάκων, ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις για εξαίρεση από τις κυρώσεις, επειδή αφορούσαν “ανθρωπιστικές” πράξεις.
Το κατηγορητήριο αναφέρει ότι ο Τουρκο-Ιρανός εκατομμυριούχος επιχειρηματίας Ρέζα Ζαράμπ δωροδόκησε υψηλόβαθμους Τούρκους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων και ένας υπουργός, για να διευκολύνει το πολύπλοκο σχέδιο ανταλλαγής πετρελαίου για χρυσό, στο οποίο η Halkbank ξέπλενε τα έσοδα μέσω του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ.
Το Δεκέμβριο του 2013, ο Ρέζα Ζαράμπ είχε συλληφθεί μαζί με δεκάδες άλλους, συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων επιχειρηματιών προσκείμενους στην εξουσία του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, επειδή είχε επιδοθεί σε παράνομο εμπόριο χρυσού με το Ιράν, διευκολυνόμενος στη δραστηριότητά του αυτή από υπουργούς της τουρκικής κυβέρνησης. Τέσσερις εξ αυτών τότε παραιτήθηκαν ή παύτηκαν. Την ίδια περίοδο η τουρκική αστυνομία είχε συλλάβει και τους γιους τριών υπουργών, σχετικά με υποψίες διαφθοράς, δωροδοκίας.
Ενοχοποίηση Ερντογάν και Μπιλάλ
Τηλεφωνικές υποκλοπές που βγήκαν στη δημοσιότητα, είχαν στη συνέχεια ενοχοποιήσει άμεσα τον Ερντογάν και τον γιο του Μπιλάλ. Ο Ερντογάν καταδίκασε ως κατασκευασμένη μια ηχογραφημένη συνομιλία, στην οποία ο Ερντογάν μιλά στο τηλέφωνο με τον γιο του, Μπιλάλ, ο οποίος στη συνομιλία ουσιαστικά “δίνει” τον πατέρα του για τη συμμετοχή στο σκάνδαλο, αλλά και παραδέχεται την απόκρυψη μεγάλων χρηματικών ποσών.
Ο πρωθυπουργός είχε καταγγείλει τότε μια «συνωμοσία» και είχε κατηγορήσει τον πρώην σύμμαχό του, τον ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στην αστυνομία και τη Δικαιοσύνη, ότι κατασκεύασε την υπόθεση για να τον πλήξει. Οι εκκλήσεις της αντιπολίτευσης για έρευνα σχετικά με τις ηχογραφήσεις έπεσαν σε τοίχο, καθώς η κυβέρνηση στοίβαζε τα στοιχεία κάτω από το χαλί και αρνούνταν οποιαδήποτε συμμετοχή.
Ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου είχε υποβάλει στοιχεία σε τουρκικό δικαστήριο, τα οποία αποδείκνυαν την αυθεντικότητα των ηχογραφήσεων, που διέρρευσαν κατά τη διάρκεια της έρευνας για δωροδοκία, το 2013.
Σύμφωνα με μία έκθεση εμπειρογνωμόνων (που είχε καταθέσει ο Τζελάλ Κιλίτς) επιβεβαιώνεται η αυθεντικότητα των ηχογραφήσεων, που είχαν απορριφθεί από την κυβέρνηση ως κατασκευασμένες και έτσι δεν χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικό στοιχείο.
Έπειτα από τεράστιες προσπάθειες και με επίκληση του «παράλληλου κράτους», ο Ερντογάν κατάφερε τελικώς να ανακτήσει τον έλεγχο, να σταματήσει όλες τις διώξεις, μέχρι και να κερδίσει μερικούς μήνες αργότερα τις προεδρικές εκλογές. Εν τω μεταξύ στο Ιράν, ο Ιρανός συνεργάτης του Ζαράμπ, ο δισεκατομμυριούχος Μπαμπάκ Ζανζανί, καταδικάσθηκε σε θάνατο, στις 6 Μαρτίου για διαφθορά. Όμως η υπόθεση φαίνεται να έχει θαφτεί οριστικά στην Τουρκία…
Την πλήρωσε ο Χακάν Ατίλα
Στις 19 Μαρτίου 2016, ο (Τουρκο;) Αζερο-Ιρανός επιχειρηματίας, και φερόμενος ως ταμίας της οικογένειας Ερντογάν, Ρεζά Ζαράμπ, συνελήφθη από τις αμερικανικές αρχές, καθώς πήγαινε με την οικογένειά του στη Disney World. Σε κατηγορητήριο που υπεγράφη από τον δικαστή Πρίτ Μπαράρα, από τη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης, ο Ζαράμπ, φίλος σχεδόν με όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη των κυβερνήσεων Ερντογάν με τους οποίους έχει κάνει μπίζνες (όπως και με την Εμινέ) και δύο συνεργάτες του (μεταξύ αυτών ο Χακάν Ατίλα αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της Halkbank την περίοδο του σκανδάλου) κατηγορήθηκαν για παραβίαση των αμερικανικών και διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν, για τραπεζικές απάτες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και εμπόριο χρυσού.
Λίγο πριν καθίσουν στο εδώλιο, ο Ζαράμπ εξαφανίστηκε και, μετά από υποτιθέμενη έρευνα, ανακοινώθηκε ότι είχε γίνει ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη ενάντια στον μοναδικό εναπομείναντα Χακάν Ατίλα. Ο Ζαράμπ παραδέχτηκε μεν ότι είχε δωροδοκήσει τον τότε υπουργό Οικονομικών, ώστε να πάρει τις δουλειές που θα του απέφεραν κέρδη, όμως τελικά ήταν μόνο ο Ατίλα, ο οποίος καταδικάστηκε σε 32 μήνες φυλάκιση.
Ο Μεχμέτ Χακάν Ατίλα, ήταν πρώην διευθυντής της Halkbank (στην οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ, λόγω της υπόθεσης) και νυν διευθυντής του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο, ανώτεροι Τούρκοι αξιωματούχοι και υπουργοί, βοήθησαν να πλαστογραφήσει τις συναλλαγές χρυσού και τροφίμων για να διοχετεύσει μετρητά στο Ιράν, σε αντάλλαγμα για το πετρέλαιο της χώρας που ήταν σε καθεστώς απαγόρευσης. Ο Ζαφέρ Τσαλαγιάν, υπουργός Οικονομίας της εποχής εκείνης, φέρεται να πήρε δώρα πολυτελή ρολόγια από τον Ζαράμπ, ως ανταμοιβή για τη συνεργασία του.
Η εμπλοκή Τζουλιάνι
Το γραφείο του δικαστή Μπαράρα ξεκίνησε τις “μάχες” με τη δίκη εναντίον του Ρεζά Ζαράμπ το 2016. Ο Μπαράρα απολύθηκε από τον Τραμπ τον Μάρτιο του 2017, λίγο πριν συλληφθεί ο Χακάν Ατίλα από πράκτορες του FBI στη Νέα Υόρκη και αντικαταστάθηκε από τον Geoffrey Berman. Σε μία σαφή αποκάλυψη των προθέσεων, αλλά και της εμπλοκής του Ερντογάν στην όλη υπόθεση, είναι η αντιμετώπιση που επιφυλάχθηκε στον Χακάν Ατίλα, μόλις αυτός αποφυλακίστηκε από τις ΗΠΑ. Τον τοποθέτησε διοικητή του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης!
Από την άλλη, ο τότε υποδιοικητής της τράπεζας Νατζί Αγμπάλ διορίστηκε αργότερα Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας! Και άλλος Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, ο Μουράτ Ουισάλ, προέρχεται από την Halkbank. Ο Ζαράμπ είχε προσλάβει κατ’ αρχάς τον Ρούντι Τζουλιάνι, τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης, για να προσπαθήσει να μεσολαβήσει σε μια συμφωνία μεταξύ του προέδρου της Τουρκίας και της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την επίλυση των κατηγοριών.
Οι συνομιλίες το 2017 απέτυχαν να καταλήξουν σε συμφωνία. Μετά την παρέμβαση αυτή, ο Ρούντι Τζουλιάνι αντιμετώπισε κατηγορίες για λόμπι υπέρ της Τουρκίας, καθώς από τη μία πίεσε τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις κατηγορίες προς τον Ζαράμπ και τη Halkbank, μέσω του Ουίλιαμ Μπαρ. Ο Γούιλιαμ “Μπιλ” Πέλχαμ Μπαρ, μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, είναι Αμερικανός νομικός και δικηγόρος, που υπηρέτησε ως Γενικός Εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών από το 2019 έως το 2020 και από το 1991 έως το 1993.
Επιπλέον, εμπλέκεται και στην προσπάθεια απαγωγής του Τούρκου ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν από τις ΗΠΑ, υπόθεση για την οποία λέγεται ότι έλαβε ένα μεγάλο ποσό για να τη φέρει εις πέρας ο Μάικλ Φλιν (υπηρέτησε ως Σύμβουλος Ασφαλείας επί προεδρίας Τραμπ) στον οποίο ο Τραμπ απένειμε χάρη, λίγο πριν χάσει τις εκλογές, ώστε να διασωθεί από τις κατηγορίες. Στην υπόθεση έχει επισημανθεί ότι εμπλέκεται και ο γαμπρός του Τούρκου προέδρου Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ο οποίος συνέβαλε στο “χτίσιμο” του όλου σχεδίου αποφυγής των κυρώσεων.
Οι προσπάθειες Ερντογάν
Ο Ερντογάν προσπάθησε πολύ να απελευθερώσει τον Ζαράμπ. Αρχικά έθεσε το θέμα απελευθέρωσης του Ζαράμπ στη συνάντησή του με τον Μπαράκ Ομπάμα. Αργότερα, έθεσε το θέμα στον Τραμπ, στη συνάντηση των G-20 στο Μπουένος Άιρες την 1η Νοεμβρίου 2018 και στη συνέχεια σε τηλεφωνική κλήση στις 14 Δεκεμβρίου του 2018, όπου σύμφωνα με τον Τζον Μπόλτον, συμφώνησε να σταματήσει την έρευνα και τη δίωξη.
Την ίδια ημέρα το υπουργείο Δικαιοσύνης (υπουργός ο Matthew Whitaker) ειδοποίησε το γραφείο του Bernan ότι θα ασχοληθεί και το ίδιο με το ζήτημα της Halkbank. Παρά τις πιέσεις από τον Whitaker και τον διάδοχό του Γουίλιαμ Μπαρ, να σταματήσει την έρευνα, ο Berman και η εισαγγελία της Νότιας Περιοχής της Nέας Υόρκης συνέχισε την έρευνα. Μετά από συνεχείς πιέσεις τον Ιούνιο 2019, ο Μπαρ απόλυσε ουσιαστικά τον Berman, αλλά η έρευνα συνεχίστηκε από τον αναπληρωτή του Audrey Strauss.
Μεταξύ των πολλών δικηγόρων που έχουν αναλάβει την υπεράσπιση του εκατομμυριούχου, φίλου της οικογένειας Ερντογάν, περιλαμβάνεται και ένας ακόμη στενός συνεργάτης του τότε προέδρου Τραμπ. Πρόκειται για τον πρώην γενικό εισαγγελέα Μάικλ Μάκασεϊ, ο οποίος προσπάθησε να σταματήσει την υπόθεση, έπειτα από συνάντηση με τον Ερντογάν στην Τουρκία.
Ο Τούρκος πρόεδρος προσπάθησε να ακυρώσει την υπόθεση, καταφεύγοντας σε πολλές περιπτώσεις στην κυβέρνηση Τραμπ. Όταν οι προσπάθειες απέτυχαν, ο Ερντογάν χαρακτήρισε την υπόθεση ως «επίθεση από τους εχθρούς της Τουρκίας» και συγκεκριμένα, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μπιναλί Γιλντιρίμ είχε χαρακτηρίσει τους εμπλεκόμενους ερευνητές ως «γκιουλενιστές».
Οι συνέπειες της δίκης
Οι συνέπειες που μπορεί να έχει μια ενδεχόμενη δίκη για την Halkbank, αλλά και για την τουρκική οικονομία, παρότι οι αγορές έχουν προεξοφλήσει σε μεγάλο βαθμό την περίπτωση, δεν θα είναι αμελητέες. Οι πιθανές επιπτώσεις θα είναι οι εξής: Η ίδια η τράπεζα θα υποστεί πάγωμα των περιουσιακών της στοιχείων που υπάρχουν στις ΗΠΑ, μείωση της πιστοληπτικής της ικανότητας, αύξηση του κόστους δανεισμού, μείωση της εμπιστοσύνης στο συναλλακτικό τομέα, απόσυρση καταθέσεων και θα χρειαστεί ανάγκη νέων κεφαλαίων, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι κεφαλαιακοί δείκτες επάρκειας.
Οι κρατικές τουρκικές τράπεζες είναι υπεύθυνες για τη μεγάλη πιστωτική επέκταση σε εγχώριο νόμισμα. Το 2020 ο λόγος δανείων σε τουρκικές λίρες προς τις καταθέσεις υπερέβη το 150,0% και ο λόγος των δανείων σε ξένο νόμισμα προς τις καταθέσεις έφτασε το 64,0%. Η μεγάλη πιστωτική επέκταση των τουρκικών τραπεζών σε εγχώριο νόμισμα, δημιουργεί την ανάγκη εισροής ξένων πόρων ως πηγή χρηματοδότησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η θέση συναλλάγματος στον ισολογισμό του τραπεζικού συστήματος να έχει αυξηθεί, 10,0% ΑΕΠ και 70,0% των συναλλαγματικών διαθεσίμων και συνεπώς και οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.
Αν τελικώς το 2ο Εφετείο αποφασίσει να πραγματοποιηθεί η δίκη για το σκάνδαλο Halkbank, η ευρισκομένη ήδη σε δύσκολη κατάσταση τουρκική οικονομία, θα υποστεί ένα περαιτέρω χτύπημα, πρωτίστως στο θέμα της εμπιστοσύνης που ονομαστικά θεωρείται το άλφα και το ωμέγα σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά.