Το θετικό αφήγημα Μητσοτάκη και η θλιβερή σύγκριση της Ελλάδας με την ΕΕ
02/04/2025
Πήγαν χαράμι 1,8 τρισ. ευρώ που εισέρευσαν στα δημόσια ταμεία κατά την δεκαπενταετία 2010 -2024 με τη μορφή πόρων, δανείων, “κουρεμάτων” και περικοπών μισθών και συντάξεων και καταδεικνύεται ότι η “ισχυρή” ανάπτυξη και οι διθυραμβικές “πρωτιές” σε “πρόοδο”, “βελτιώσεις” και “μεταμορφώσεις” δεν… φτάνουν στα ελληνικά νοικοκυριά!
Δεν είχε στεγνώσει ακόμα η μελάνη, όπως λέγαμε οι παλαιοί δημοσιογράφοι, του άρθρου μου για τη σαθρή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, και η νέα σταγόνα των στοιχείων της Eurostat για την εξέλιξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης και το 2024 έκανε να ξεχειλίζει το πικρό ποτήρι της απογοήτευσης και των ανησυχιών για το αύριο, το οποίο, δυστυχώς, ουκ έσσεται άμεινον! Και ουκ έσσεται άμεινον, διότι η υποδοχή κι αυτού του στοιχείου έγινε με τα ίδια γνωστά παρήγορα λόγια και για άλλα μεγέθη από την κυβέρνηση για «θετικές εξελίξεις», για «ευνοϊκές εξελίξεις», για «πρόοδο», για «βελτίωση»!
Δυστυχώς, τα ίδια επαναλαμβάνονται και από άλλους εγχώριους και διεθνείς αναλυτές ή παρατηρητές (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής κλπ) με μόνη διαφορά, σε σχέση με τις εξελίξεις πριν από την κρίση του 2008 ότι σήμερα σπεύδουν να χρησιμοποιούν στη συνέχεια, για να μη χαρακτηριστούν “υποκειμενικοί”, τους γνωστούς αντιθετικούς συνδέσμους “ωστόσο”, “αλλά”, “όμως”.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης αυξήθηκε το 2024 στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ, από 69% το 2023, 67% το 2022 και 64% το 2021, με αντίστοιχο ρυθμό ανάπτυξης 8,4%, 5,6%, 2% και 2,3%! Ωστόσο, αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι, μαζί με άλλους που αφορούν το εισόδημα κι άλλα μεγέθη, σχολιάζονται διθυραμβικά από την κυβέρνηση ως “πρωτιές” στην Ευρωζώνη, όχι μόνο δεν ήταν αρκετοί για να ανεβάσουν τη χώρα στην κατάταξη των 27 χωρών της ΕΕ, αλλά την έριξαν ακόμα πιο κάτω και από τη Σλοβακία, η οποία έως το 2022 ήταν κάτω από την Ελλάδα και τώρα είναι μόνο η Βουλγαρία με επίδοση 66%, έναντι 64% το 2023 και 60% το 2022.
Αντιθέτως, άλλες χώρες που βρίσκονταν στα ίδια περίπου επίπεδα με την Ελλάδα ως προς τα εισοδηματικά δεδομένα, όπως είναι η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Κροατία, εμφανίζονται να προσεγγίζουν περισσότερο, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παρηγοριά με διθυραμβικές… “πρωτιές”!
Η διαπίστωση είναι απογοητευτική, είναι μελαγχολική. Παρά την “πρόοδο”, παρά τις “πρωτιές” σε επιλεκτικά βασικά μεγέθη στην Ευρωζώνη, το χάσμα διευρύνεται. Ήδη, μάς πέρασε σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η … Σλοβακία! Αυτό επιβεβαιώνει τη δική μου ταπεινή διαπίστωση: ότι η Ελλάδα, που βρίσκεται στην προτελευταία θέση, δυσκολεύεται να ακολουθήσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και θυμήθηκα την ανακοίνωση στις 2 Σεπτεμβρίου 2024 του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, δηλαδή λίγο πριν από τις ανακοινώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πλαίσιο της 88ης ΔΕΘ, για τις “7 πρωτιές και τις 7 αλήθειες για την ελληνική οικονομία” και τις απόψεις “στελεχών” (έτσι κυκλοφόρησε σε εφημερίδες!) του ίδιου υπουργείου στις 30 Ιανουαρίου 2025 που επαναλάμβαναν εξίσου διθυραμβικά τις παραπάνω διαπιστώσεις σχολιάζοντας τη “διπλωματική” έκθεση-συμπεράσματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ότι δηλαδή τα βασικά σημεία του κειμένου του διεθνούς οργανισμού είναι «η σαφής αναγνώριση των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης και του υπουργείου Οικονομικών τα τελευταία 5,5 χρόνια, η ισχυρή δυναμική ανάπτυξη, η αύξηση εισοδημάτων, η πάταξη φοροδιαφυγής, η μείωση χρέους» κλπ.
Την πρώτη ανακοίνωση έκανε τότε “φύλλο και φτερό” ο Κύκλος Οικονομικής & Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ, το οποίο με πολυσέλιδη ανάλυση όχι με επιλεκτικές αναφορές, όπως έκανε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αλλά με βάση τα αντίστοιχα στοιχεία της Eurostat, όπως έκανε και η ταπεινότητα μου σε ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο SLpress υπό τον τίτλο “Δημοσιονομική υπευθυνότητα: το τελευταίο ανέκδοτο!»”και που συνοδευόταν με ένα πίνακα με 25 κοινωνικο-οικονομικά μεγέθη, ο οποίος κατεδείκνυε το συνεχιζόμενο χάσμα μεταξύ Ελλάδος και Ευρωζώνης και επί διακυβέρνησης της χώρας επί ΝΔ, τα τελευταία 5,5 χρόνια!
“Πρωτιές” χωρίς την αναγκαία… σύγκλιση!
Υπενθυμίζω ότι τότε, στις 2 Σεπτεμβρίου 2024, το Δελτίο Τύπου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών άρχιζε ως εξής: «Την τελευταία πενταετία η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, κατακτώντας πρωτιές σε μια σειρά από βασικούς οικονομικούς δείκτες που αποτυπώνουν και την αισθητή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Η Ελλάδα έχει πετύχει τη μεγαλύτερη – ή πάντως από τις μεγαλύτερες – ταχύτητες προόδου σε ολόκληρη την ΕΕ, σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς».
Στη συνέχεια, πριν από τις “7 πρωτιές και τις 7 αλήθειες για την ελληνική οικονομία”, στο ίδιο κείμενο τονιζόταν ότι «η πραγματικότητα είναι ότι από το 2019 και ύστερα συντελείται μια μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας με απτό μέρισμα ανάπτυξης και άμβλυνσης των αδικιών προς όφελος όλων των Ελληνίδων και όλων των Ελλήνων, πρόοδος που αναγνωρίζεται από διεθνείς οργανισμούς, ξένες κυβερνήσεις, ΜΜΕ και αναλυτές, που αναφέρονται στην Ελλάδα με πολύ θετικό τρόπο».
Στη συνέχεια, πριν από την ανάλυση, παρουσίαζε τις “7 πρωτιές” που κατέχει την τελευταία πενταετία η Ελλάδα στην Ευρώπη των 27, όπως τη μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού ανεργίας από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ, τη μικρότερη σωρευτική αύξηση τιμών καταναλωτή, δηλαδή τον χαμηλότερο σωρευτικό πληθωρισμό σε όλη την Ευρώπη, τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του όγκου επενδύσεων, τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση μεριδίου στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών, τη μεγαλύτερη αύξηση επιπέδου ανταγωνισμού, όπως αυτό ορίζεται και μετριέται από τον ΟΟΣΑ, και τη μεγαλύτερη μείωση της διαφοράς απόδοσης (spread) έναντι του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου.
Ε, και λοιπόν; Αυτή η ειδυλλιακή “πραγματικότητα” για “τη μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας” γιατί δεν συνοδεύεται από την παρουσίαση της σκληρής πραγματικότητας ότι εξακολουθεί να υπάρχει το αντίστοιχο χάσμα μεταξύ Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, το κυριότερο, και της Ευρωζώνης; Και, το μελαγχολικότερο, ότι κανένα σχεδόν από αυτά τα κοινωνικοοικονομικά μεγέθη δεν έχουν προσεγγίσει τα αντίστοιχα προ κρίσης ή τα αντίστοιχα του “επάρατου” 2009. Δηλαδή, τα στοιχεία της Eurostat, αλλά και της ΕΛΣΤΑΤ, καταδεικνύουν ότι αυτές οι πρωτιές, αυτοί οι ρυθμοί “προόδου”, “βελτίωσης”, δεν φτάνουν στα ελληνικά νοικοκυριά.
Διότι, πέρα από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, που έχει στριμώξει τη χώρα μας στην προτελευταία θέση στον πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση – δαπάνη στην Ελλάδα, η οποία προ κρίσης ξεπερνούσε τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (104%!), σήμερα είναι στο 80% (υψηλότερη από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ!). Ακόμα, και ο μέσος ετήσιος μισθός (57,6%) σε μονάδες αγοραστικής δύναμης υπολείπεται παρασάγγας από τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης (100,00) και της … ιδιωτικής δαπάνης! Η μεγάλη διαφορά μεταξύ του μέσου ετήσιου μισθού και της ιδιωτικής δαπάνης ας αναζητηθεί στην παραοικονομία, η οποία, παρά τις διαφημιζόμενες προσπάθειες, κάνει κι αυτή θραύση (36% του ΑΕΠ σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία!).
Δεν έγινε μάθημα η μεγάλη “φούσκα”!
Δεν αρκεί, λοιπόν, η υψηλότερη (πρέπει να είναι κατά τρεις μονάδες ταχύτερη!) οικονομική μεγέθυνση σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο στην Ευρωζώνη για να προσεγγίσει η χώρα σε μια δεκαετία, για παράδειγμα, το … 80% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωζώνη. Χρειάζονται, όπως ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο, να γίνει πιο παραγωγικό και εξωστρεφές το αναπτυξιακό μοντέλο, μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητα, αξιοπιστία, δημοσιονομική σύνεση, αν θέλουμε να γίνει μάθημα το πάθημα της εμπειρίας της δεκαετίας του 2000.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι αυτή η μεγάλη “φούσκα” της δεκαετίας του 2000 δεν έγινε μάθημα, και γι’ αυτό πήγαν χαράμι περίπου 1,7 τρις ευρώ που εισέρρευσαν στα δημόσια ταμεία από το 2010 έως σήμερα με τη μορφή φόρων, δανείων, κοινοτικών πακέτων και αποκρατικοποιήσεων (ένα τρις. ευρώ), παρεμβάσεων με επέλαση σε μισθούς και συντάξεις (230 δις. ευρώ), “κούρεμα” ιδιωτικής περιουσίας για μείωση τάχα του δημόσιου χρέους (πήγαν μόνο 51 δις. ευρώ), των δανειακών κεφαλαίων συνολικού ύψους 288,7 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν στο πλαίσιο των τριών προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής (2010-2018). Το χειρότερο είναι οι εφιαλτικοί … “αναβαλλόμενοι” που θα ακούσουν οι επόμενες κυβερνήσεις από αποφάσεις προηγούμενων!
Υπενθυμίζω τους αναβαλλόμενους τόκους των παραπάνω δανείων των οικονομικών χρήσεων 2012-2023, των οποίων η καταβολή θα ξεκινήσει από το οικονομικό έτος 2033 (με δόση που ξεπερνά το ποσό των …17 δισ. ευρώ!), οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί ως δεδουλευμένοι και απεικονίζονται στις πληρωτέες υποχρεώσεις και, σύμφωνα με τις νέες μεθοδολογικές οδηγίες της Eurostat, συνυπολογίζονται στο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (Χρέος κατά Μάαστριχτ). Εννοείται ότι η αποπληρωμή αυτού του χρέους θα απαιτήσει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα τις επόμενες δεκαετίες! Επίσης, υπενθυμίζω και τους αναβαλλόμενους φόρους των τραπεζών.