Τουρισμός εναντίον τουρισμού
29/07/2018Κάθε τόσο κάποια γεγονότα σε δημοφιλείς προορισμούς μαζικού τουρισμού επαναφέρουν στο προσκήνιο το ζήτημα του είδους του τουρισμού, που ως χώρα προσελκύουμε ή και επιδιώκουμε να προσελκύσουμε. Ο τουρισμός, ως προϊόν, ιδιαίτερα στη νησιωτική Ελλάδα, στήθηκε στο ξεπερασμένο πλέον μοντέλο 3S (sun-sand-sea) και του μεταγενέστερου all inclusive.
Πανηγυρίζουν οι οικονομικά διψασμένοι φορείς του τουρισμού για την αύξηση των μεγεθών. Και είναι αλήθεια ότι σε περίοδο τέτοιας κρίσης φαντάζει πολυτέλεια ή και μιζέρια να διαμαρτυρόμαστε για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τουρισμού μας, όταν αυξάνεται ο αριθμός των τουριστών και υπάρχει γενναία συμβολή στο πενιχρό μας πλέον ΑΕΠ.
Βρισκόμαστε και στο θέμα του τουρισμού μπροστά στο ιδεολογικό-πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό δίλημμα: μεγέθυνση ή ανάπτυξη; Δίλημμα που διογκώνεται όταν προβάλλεται στο πεδίο της νησιωτικής Ελλάδας. Αυτό γιατί, αναντίλεκτα, τα νησιά λειτουργούν σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και ευπαθές οικοσύστημα, που εν πολλοίς προσδιορίζει και την ταυτότητα –ιδιαιτερότητα– και την ελκυστικότητα τους.
Η φέρουσα ικανότητα
Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της «φέρουσας ικανότητας» του ελληνικού νησιωτικού χώρου, των θαλασσών και των ακτών μας. Κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (WTO) η φέρουσα ικανότητα ορίζεται ως «ο μέγιστος δυνατός αριθμός ατόμων που μπορεί να φιλοξενήσει ταυτοχρόνως ένας τουριστικός προορισμός, χωρίς να προκαλείται καταστροφή του φυσικού, οικονομικού, κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος, αλλά και μια μη αποδεκτή μείωση στην ποιότητα της ικανοποίησης των επισκεπτών» (UNEP/MAP/PAP, 1997).
Παράλληλα, από την ακαδημαϊκή κοινότητα τίθεται το θέμα του βιώσιμου τουρισμού, ως λύση που προσεγγίζει την παγκόσμια πλέον τάση για βιώσιμη ανάπτυξη. Βεβαίως και η φέρουσα ικανότητα και ο βιώσιμος τουρισμός έχουν ενσωματώσει την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική διάσταση. Η φέρουσα ικανότητα θέτει τα ανώτερα όρια.
Ο βιώσιμος τουρισμός ενδιαφέρεται για τη μεγιστοποίηση της ευημερίας που ο τοπικός πληθυσμός θα γευτεί από την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας μέσω της συνεχούς και συνεπούς βελτίωσης των οικονομικών-κοινωνικών-περιβαλλοντικών επιδόσεων αυτής της ανάπτυξης. Λαμβάνει υπόψη του τα κοινωνικοοικονομικά μεγέθη, την ενδεχόμενη ανά τουρίστα αύξηση της προστιθέμενης αξίας (αποτιμώντας θετικά την ορθολογική κατανάλωση των ανεπαρκών πόρων), ακόμα και το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα (π.χ. η ανά τουρίστα παραγωγή αποβλήτων).
Η μοναδικότητα των νησιών
Κάθε νησί είναι μια μοναδική, ιδιαίτερη περίπτωση. Ο νησιωτικός χώρος, που είναι μια ευαίσθητη αλλά και μειονεκτική περιοχή, έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά όπως:
- Περιορισμένους φυσικούς πόρους και πρώτες ύλες.
- Κατά κανόνα μικρό χώρο σε σύγκριση με την ηπειρωτική χώρα.
- Μικρό ανθρώπινο δυναμικό, συνήθως με σοβαρές ελλείψεις γνώσεων, εμπειριών και κατάρτισης.
- Μικρή αγορά.
- Έλλειψη υποδομών.
- Ανεπαρκή και ακριβή προσβασιμότητα. Το ακριβό και ελλιπές μεταφορικό έργο αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα υστέρησης.
- Ένα απαράμιλλο φυσικό-ανθρωπογενές και πολιτισμικό περιβάλλον.
Το νερό (συνήθως σε έλλειψη), η ενέργεια, τα ελλιπή δίκτυα επικοινωνιών, η διαχείριση των αποβλήτων (υγρών και στερεών), ο απελπιστικά μικρός χώρος, ο γηράσκων πληθυσμός, το συνήθως χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο του ενεργού πληθυσμού, είναι ορισμένοι κρίσιμοι παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, από όποιους σχεδιάζουν την ανά νησί τουριστική πολιτική.
Σήμερα στα νησιά, όπως και στη λοιπή Ελλάδα, δεν υφίσταται Ειδικό Χωροταξικό για τον Τουρισμό μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας. Οι τυχόν τουριστικές επενδύσεις θα πρέπει για να αδειοδοτηθούν να είναι σε συμφωνία με τα περιφερειακά πλαίσια, δηλαδή τα χωροταξικά πλαίσια που ορίζουν χωρικά τις κατευθύνσεις ανάπτυξης σε κάθε περιφέρεια.
Αυτά, όμως, έχουν θεσπιστεί το 2003 και προφανώς είναι τουλάχιστον ανεπίκαιρα. Παρά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης (από το τέλος του 2016) για ενσωμάτωση στο εσωτερικό δίκαιο της Κοινοτικής Οδηγίας για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, η κυβέρνηση δεν έχει προωθήσει το σχετικό νομοσχέδιο για ψήφιση στη Βουλή.
Τουριστικό υποπροϊόν
Ο τουρισμός μας θα υποβαθμίζεται σε «τουριστικό υποπροϊόν» όσο δεν υφίσταται:
- Σύγχρονο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό για τον τουρισμό, σύμφωνο με τις σημερινές ανάγκες και τις νέες προκλήσεις. Σχεδιασμός που θα είναι ταυτόχρονα προσαρμοσμένος και στις ανάγκες και στις ειδικές συνθήκες κάθε περιοχής, για όλες τις κατηγορίες και ιδίως τις νέες μορφές θεματικού τουρισμού.
- Σχεδιασμός του χρόνου και του τόπου άσκησης ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη θάλασσα, δηλαδή χωρίς Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό.
Χωρίς αυτό τον σχεδιασμό, το τουριστικό υποπροϊόν θα παράγει περιστατικά, όπως στο Λαγανά σήμερα, ή όπως στα Μάλια της Κρήτης ή στον Κάβο της Κέρκυρας ή στο Φαληράκι της Ρόδου χτες. Στις περιοχές αυτές για τους τρεις θερμούς μήνες το υποσύστημα του τοπικού τουρισμού όχι απλώς φτάνει στα όρια του, αλλά καταρρέει. Το επικίνδυνο θα είναι να αρχίσει να παρασύρει το όλον σύστημα σε κατάρρευση.
Οι μηχανισμοί της αγοράς, βέβαια, προβάλλουν το κυρίαρχο μοντέλο του μαζικού τουρισμού ως το άριστο αναπτυξιακό μοντέλο. Δεν είναι έτσι, όμως. Η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση μεγάλου μέρους των καταναλωτών-τουριστών, η εμφάνιση και ανάπτυξη νέων εναλλακτικών μορφών τουρισμού (σε σχέση με το συμβατικό τουρισμό) και η υιοθέτηση φιλοπεριβαλλοντικών τεχνολογιών από μερίδα επιχειρηματιών του τουρισμού επιβάλλει τον άμεσο επανασχεδιασμό της τουριστικής πολιτικής, ιδιαίτερα για το νησιωτικό μας χώρο. Μια πολιτική που θα εδράζεται στις αρχές της φέρουσας ικανότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Μόνον έτσι θα παραδώσουμε τα νησιά μας στις νεώτερες γενιές όπως τα παραλάβαμε από τις προηγούμενες.