Τουρκία: Περιφερειακή υπερδύναμη ή γίγαντας με γυάλινα πόδια;
07/03/2020Το 2020 παρουσιάστηκε, το τελευταίο διάστημα, ως έτος θεαματικής ανάκαμψης για την τουρκική οικονομία, ιδίως από τουρκικές επενδυτικές εταιρείες. Η ανάπτυξη της γείτονος άγγιξε το 1,9% του ΑΕΠ το δ’ τρίμηνο του 2019 και εκτιμάται να φτάσει το 3,5% ως το τέλος του έτους.
Παραπέμποντας στις υψηλές επιδόσεις του τουρκικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ακόμα και διεθνή ΜΜΕ, όπως το Bloomberg, έπλεκαν διθυράμβους για την τουρκική οικονομία, τοποθετώντας την δίπλα στους πρωταθλητές της παγκόσμιας ανάπτυξης, ήτοι την Κίνα και τις Φιλιππίνες. Παρόλα αυτά, τα πράγματα δεν φαίνονται να είναι τόσο απλά και ρόδινα για τη γειτονική χώρα.
Σύμφωνα με ανάλυση του βρετανικού think-tank Chatham House, η Τουρκία επαναλαμβάνει τα λάθη που την οδήγησαν στα προβλήματα που αντιμετώπισε το 2018, με την πτώση της λίρας. Το πιο σημαντικό στοιχείο πίσω από την καταγραφόμενη ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας είναι ο φθηνός δανεισμός, που χρησιμοποιήθηκε για την «τόνωση της κατανάλωσης και της κατασκευαστικής άνθησης».
Πιο συγκεκριμένα, ο εγχώριος δανεισμός αυξήθηκε κατά μέσο όρο 13% το περασμένο έτος, με τη μεγαλύτερη αύξηση να παρατηρείται στα στεγαστικά δάνεια, που έφτασε το 600% το Δεκέμβριο. Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας ευνόησε την πιστωτική αυτή επέκταση μειώνοντας τα επιτόκια, αγοράζοντας ομόλογα σε λίρες και επιτρέποντας μεγαλύτερη μόχλευση στις τράπεζες ώστε να εκδίδουν περισσότερα δάνεια.
Τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και χαμηλά επιτόκια καταθέσεων, εν τω μεταξύ, ευνοούν την κατανάλωση έναντι της αποταμίευσης, τροφοδοτώντας αύξηση των στεγαστικών δανείων, πιστωτικών καρτών, συμβολαίων λίζινγκ οχημάτων και βεβαίως επιχειρηματικών δανείων. Με άλλα λόγια, η ένεση ρευστότητας στην τουρκική οικονομία δεν κατευθύνεται τόσο στην παραγωγικότητα ή τις παραγωγικές επενδύσεις, αλλά στην κατανάλωση και τους τζίρους κλάδων όπως το real estate.
Σημειωτέον, ότι η πιστωτική επέκταση είναι απόλυτα συνειδητή επιλογή του Ερντογάν και του επιτελείου του, καθώς ήταν ο ίδιος που απομάκρυνε τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας Μουράτ Τσετίνκαγια, το καλοκαίρι του 2019, επειδή διαφωνούσε με αυτήν.
Δυσοίωνες προβλέψεις για την τουρκική λίρα
Όπως εξηγεί η ανάλυση του Chatham House, η απότομη ώθηση της οικονομίας με αυτού του είδους τις παρεμβάσεις προσομοιάζει έντονα έναν επαγγελματία σπρίντερ που παίρνει… αναβολικά(!). Αυτός είναι και ο λόγος που η τουρκική λίρα παραμένη ευάλωτη, χάνοντας πάνω από 11% από τις αρχές του 2019 και η αντιστοιχία της με το αμερικανικό νόμισμα να έχει φτάσει σήμερα σε πάνω από 6 λίρες ανά δολάριο.
Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι κρατικές τουρκικές τράπεζες έχουν παρέμβει στην αγορά για να συγκρατήσουν τη διολίσθηση της λίρας με 37 δισ. δολάρια, τα τελευταία δύο χρόνια. Σύμφωνα με τη βρετανική εταιρεία οικονομικών ερευνών, Capital Economics, δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν για πολύ αυτή τη στήριξη και οι αναλυτές της εκτιμούν ότι η αξία της λίρας σε σχέση με το δολάριο θα έχει πέσει πάνω από 20% ως τα τέλη του 2020.
Ταυτόχρονα, πλήθος δημοσιευμάτων στον οικονομικό Τύπο συμφωνούν ότι η πτώση θα επιδεινωθεί από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι αλλάζουν τις λίρες τους με δολάρια, επηρεαζόμενοι από έναν πληθωρισμό που κυμαίνεται στο 12,2%.
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει επιδιώξει με κάθε τρόπο να συγκρατήσει τις τουρκικές μετοχές, εμπλέκοντας για παράδειγμα δημόσιους φορείς στη συστηματική αγορά μετοχών στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία και το ταμείο ανεργίας της χώρας.
Πρόβλεψη για νέα κρίση
Η προσπάθεια της Άγκυρας να μειώσει σταδιακά την εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας από το ξένο κεφάλαιο δεν είναι λάθος επί της αρχής. Στη θέση της όμως διαμορφώνεται μια τεχνητή ευρωστία που δεν μπορεί να συντηρηθεί επ’ άπειρον. Η πιστωτική έκρηξη, αργά ή γρήγορα, σημειώνει το Chatham, θα οδηγήσει σε αθρόες μετατροπές λίρας σε δολάρια, πιέζοντας έτσι τα αποθέματα συναλλάγματος. Μια αντίδραση της κυβέρνησης σε αυτό θα ήταν να επιβάλει capital controls και να προχωρήσει σε υποτίμηση της λίρας.
Εν όψει αυτού του σεναρίου, εν τω μεταξύ, δεν έχουν συνυπολογιστεί οι συνέπειες:
- Της εξάπλωσης του κορωνοϊού, που αν και δεν έχει εμφανιστεί επίσημα-τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές- στην Τουρκία, επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία. Έχει επίσης αναγκάσει σε κλείσιμο των συνόρων με το Ιράν, πλήττοντας το διμερές εμπόριο και την τουριστική κίνηση από το Ιράν, που αυξανόταν ραγδαία το τελευταίο διάστημα.
- Της κοστοβόρας στρατιωτικής εμπλοκής της Τουρκίας στη Συρία. Παρά την εκεχειρία που συμφωνήθηκε με τη Μόσχα, η ανασφάλεια και η ένταση που καλλιεργείται επηρεάζει μια σειρά τομέων οικονομικής δραστηριότητας. Μεταξύ αυτών και ο τουρισμός, ο οποίος αποδίδει το 12% του τουρκικού ΑΕΠ.
Στο κόστος της τουρκικής δραστηριότητας στη Συρία δεν υπολογίζεται ακόμα το αποτύπωμα τυχόν κυρώσεων, που μέχρι στιγμής δεν βρίσκονται σοβαρά στο τραπέζι της Δύσης.
Χρέη και κατάθλιψη
Όπως συμβαίνει πολύ συχνά, η ανάκαμψη στους αριθμούς δεν αγγίζει την κοινωνία. Το ίδιο συμβαίνει και με την τουρκική, πράγμα που μαρτυρά έγγραφο της Επιστημονικής Επιτροπής του κεμαλικού κόμματος. Το έγγραφο παρουσιάστηκε από τον αντιπρόεδρο του CHP, Φέτχι Ατσικέλ, και επισημαίνει τις δραματικές συνέπειες της οικονομικής κατάστασης στην κοινωνία. Μεταξύ αυτών, αναφέρεται ότι:
- Από το 2017 ως το 2020 οι πολίτες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους αυξήθηκαν από 1,9 εκατ. σε 2,5 εκατ., ενώ 1,4 εκατ. Τούρκοι διώκονται για χρέη σε τράπεζες.
- Τους πρώτους εννέα μήνες του 2019, περίπου 4 εκατ. πολίτες δυσκολεύονταν να πληρώσουν τις δαπάνες για ηλεκτρικό ή φυσικό αέριο.
- Από το 2016 ως το 2020 πτώχευσαν 53 χιλιάδες επιχειρήσεις.
Το έγγραφο δίνει έμφαση, επίσης, στον αριθμό των αυτοκτονιών στην Τουρκία, οι οποίες έφτασαν τις 3.161 το 2018, εκ των οποίων οι 246 οφείλονταν σε οικονομικά προβλήματα. Ταυτόχρονα, ένας στους 20 Τούρκους αντιμετωπίζουν προβλήματα κατάθλιψης.
Να σημειωθεί ότι η ανεργία στην Τουρκία κινείται στο 13-14%, με την ανεργία των νέων να είναι σε επίπεδα ρεκόρ, στο 27,4%. Το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών απορροφά το 47,6% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 20% απορροφά μόλις το 6%. Το 26,5% των νοικοκυριών αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα και το 70,4% του πληθυσμού έχει χρέη στις τράπεζες, πέρα από στεγαστικό δάνειο.