Βάζοντας το δάκτυλο βαθιά στην πληγή
09/08/2017του Κώστα Μελά –
Ένας αντικειμενικός παρατηρητής που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα θα διαπίστωνε με σχετική ευκολία ότι η χώρα, έχοντας πολλά ανοιχτά μέτωπα, παραμένει σε μια γκρίζα ζώνη, στο κενό, σε μια παρατεταμένη περίοδο αναμονής. Η συμφωνία με τους εταίρους βελτίωσε το οικονομικό κλίμα και απομάκρυνε τα ακραία σενάρια.
Εν τούτοις η «οικονομική οδύσσεια» της Ελλάδας δείχνει ότι δεν έχει τελειώσει, καθώς η συμφωνία με τους πιστωτές ήρθε σε συνδυασμό με ένα νέο γύρο δημοσιονομικής προσαρμογής. Η συνταξιοδοτική δαπάνη θα μειωθεί από το 2019, όπως και το αφορολόγητο από το 2020. Υπάρχει δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% μέχρι το 2022), ενώ η ρύθμιση του δημοσίου χρέους ουσιαστικά δημιουργεί πολλές αβεβαιότητες.
Η Ελλάδα βρίσκεται εννέα χρόνια σε ύφεση και εφτά χρόνια σε καθεστώς Μνημονίου. Έχει πληρώσει μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Το 27% του ΑΕΠ έχει χαθεί και σε όρους αγοραστικής δύναμης το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας είναι σήμερα κατά 35% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Τα στοιχεία ενεργητικού της χώρας (δημοσίου, επιχειρήσεων και νοικοκυριών) έχουν υποστεί μείωση της αξίας τους περίπου κατά 50% από την αρχή της κρίσης. Αυτός είναι ο απολογισμός των τριών πακέτων διάσωσης.
Δημοσιονομική εξισορρόπηση με δραματικό κόστος
Η σχετική εξισορρόπηση των δύο μακροοικονομικών μεγεθών που αφορούν στα δημοσιονομικά και στο εξωτερικό ισοζύγιο πραγματοποιήθηκαν μέσω της δραματικής μείωσης του ΑΕΠ και συνεπώς του εισοδήματος των Ελλήνων. Αυτό δημιούργησε παράλληλα μια τρομακτική ανισορροπία στην αγορά εργασίας, κεντρικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η υψηλότατη ανεργία. Ειρήσθω εν παρόδω, η υψηλή ανεργία δεν θεωρείται από την κυρίαρχη αντίληψη ως κατάσταση οικονομικής ανισορροπίας!
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει πλέον εισέλθει σε μια φάση σταθεροποίησης. Παρατηρείται αργή αποκλιμάκωση των υψηλών ποσοστών στατιστικής ανεργίας, αλλά η μεγάλης έκτασης μετανάστευση εργατικού δυναμικού αποκρύπτει το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Ουσιαστικά θυμίζει έντονα την πρώτη καραμανλική περίοδο (1956-1963), όταν η μαζική μετανάστευση συνέβαλε στη δραστική μείωση της ανεργίας.
Παρατηρείται, επίσης, σταθεροποίηση αφενός των δημοσιονομικών μεγεθών, κυρίως λόγω της τρομακτικής υπερφορολόγησης, αφετέρου του εξωτερικού ισοζυγίου, το οποίο εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τις εισροές του τουρισμού και ταυτόχρονα επηρεάζεται θετικά από την ύφεση, λόγω της μείωσης των εισαγωγών. Όλα αυτά περιγράφουν περισσότερο μία αβέβαιη βραχυχρόνια σταθερότητα, παρά –τουλάχιστον προς το παρόν– μία διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας.
Στον φαύλο κύκλο…
Τα νοικοκυριά πλήττονται παντοιοτρόπως. H δυνατότητα αποταμίευσης, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας, είναι σχεδόν αδύνατη. Το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί για την αναγκαία τρέχουσα κατανάλωση και για τις υπόλοιπες υποχρεώσεις. Αυτές εν μέρει χρηματοδοτούνται από τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή με μείωση των καταθέσεων, με ρευστοποίηση ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων κ.ο.κ.
Η στρεβλή φορολογία ακινήτων εξοντώνει τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Οδηγεί σε περαιτέρω απομείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας, σε αποποίηση κληρονομιών λόγω του φορολογικού βάρους, καθώς και σε απαξίωση της αγοράς ακινήτων, η οποία αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα για την οικονομική μεγέθυνση. Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές υποχρεώσεις προς το κράτος συνεχίζουν να αυξάνουν, καθώς μειώνεται διαρκώς η φοροδοτική ικανότητα. Αυτό είναι αναπόφευκτο όσο το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται και η φορολογική επιβάρυνση συνεχώς αυξάνεται.
Η εξυπηρέτηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων γίνεται όλο και πιο προβληματική με άμεσο κίνδυνο πολλά υπερχρεωμένα νοικοκυριά να απωλέσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Από την άλλη πλευρά, το τραπεζικό σύστημα συνεχίσει να ταλανίζεται από τα κόκκινα δάνεια. Όλο και περισσότερο οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας ζουν με το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς οι συντάξεις συνεχώς περικόπτονται και οι δημόσιες υποδομές των κοινωνικών υπηρεσιών έχουν υποβαθμισθεί σε υπερθετικό βαθμό.
Το σύνολο των επιχειρήσεων λειτουργούν σε ένα δυσμενές επιχειρησιακό περιβάλλον που κάνει σχεδόν αδύνατη την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Η ελλειμματική ζήτηση αποτελεί το κύριο και το βασικό πρόβλημα. Η έλλειψη ρευστότητας είναι η δεύτερη πολύ σημαντική αιτία. Η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να προσφέρει το αγαθό για το οποίο έχει δημιουργηθεί, επιβαρύνει τα μέγιστα τη στασιμότητα της οικονομίας.
«Κόκκινο» το τραπεζικό σύστημα
Η απομόχλευση του τραπεζικού συστήματος συνεχίζεται με τις πωλήσεις θυγατρικών του στην Ελλάδα (δες Εθνική Ασφαλιστική) και στα Βαλκάνια (έχουν πωληθεί όλες σχεδόν οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών). Αυτό γίνεται για την κάλυψη εσωτερικών αναγκών (κεφαλαιακή επάρκεια κ.τ.λ) και βεβαίως σηματοδοτεί τη συγκυριακή του αδυναμία να χορηγήσει ρευστότητα στην οικονομία.
Αν λάβουμε υπόψη και τα λεγόμενα κόκκινα δάνεια η εικόνα χειροτερεύει άρδην. Η επερχόμενη «αναδιάρθρωση» των επιχειρηματικών μη αποτελεσματικών δανείων θα τροφοδοτήσει την απομόχλευση του τραπεζικού συστήματος. Αυτή θα έχει προφανείς βραχυχρόνιες αρνητικές συνέπειες στην παραγωγή αλλά και στην απασχόληση. Συγχρόνως, θα μεταφέρει παρόντα και δυνητικό πλούτο στους νέους αγοραστές εν είδη πρωταρχικής συσσώρευσης.
Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν, επίσης, υπέρογκες επιβαρύνσεις κατά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Το κόστος της ενέργειας, το κόστος δανεισμού, το κόστος μεταφορών, το κόστος συμμόρφωσης με απαρχαιωμένες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, το κόστος απονομής Δικαιοσύνης που δημιουργεί ανασφάλεια συναλλαγών, είναι όλα παραδείγματα ενός παράλογου συστήματος που υποχρεώνει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μόνιμα ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Οι βιοτεχνικές και εμπορικές επιχειρήσεις υφίστανται μεγαλύτερο βάρος από το νέο πακέτο υφεσιακών μέτρων που έχει εντείνει τις αρρυθμίες της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που συνεχίζει να διαβρώνει το επιχειρηματικό κλίμα. Όλο και περισσότερες πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν πλέον εξαιρετικά μειωμένες αντοχές. Πολλές από αυτές βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τάσεις εξόδου από την αγορά, γεγονός που διευρύνει το χάσμα ανταγωνισμού με τις ομόλογες μεγαλύτερες.
Ανορθολογική απάντηση σε ανορθολογική πολιτική
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, επιχειρήσει και εργαζόμενοι βρίσκονται σε αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών επιβίωσης. Αυτές δεν μπορεί να είναι άλλες από τη φοροδιαφυγή, τη μη πληρωμή των υποχρεώσεών τους και την μετανάστευση. Αυτά, όμως, αποτελούν «ορθολογικές» απαντήσεις στην παντελώς ανορθολογική οικονομική πολιτική, η οποία ασκείται από την κυβέρνηση με τις υποδείξεις των δανειστών.
Δεν θα πρωτοτυπήσουμε λέγοντας ότι το κυρίαρχο πρόβλημα της Ελλάδας έγκειται στον τρόπο που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται την οικονομία, αλλά και τη χώρα γενικότερα. Όλοι αναγνωρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να εκπονήσει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης. Σε διαφορετική περίπτωση, το ενδεχόμενο κατάρρευσης μιας κατακερματισμένης κοινωνίας με διαχρονικά υψηλά επίπεδα ανεργίας και αδυναμία αποταμίευσης θα γίνεται όλο και πιο πιθανό.
Αυτή η αλήθεια, όμως, όσο απλή και αν φαίνεται, είναι αδύνατον να μετουσιωθεί σε πραγματικότητα με την υπάρχουσα ποιότητα του πολιτικού συστήματος. Παράλληλα, είναι σχεδόν αδύνατον να βελτιωθεί δραστικά η ποιότητα του πολιτικού συστήματος σε μια εποχή που όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά του εγχώριου συστήματος αντανακλούν τις χειρότερες πλευρές του σύγχρονου διεθνούς μαζικοδημοκρατικού συστήματος.
Παραφράζοντας το γνωστό βιβλίο του Julien Benda, δεν θα ήταν άτοπο να ονομάσουμε την παρούσα κατάσταση «μια ακόμα προδοσία του πολιτικού συστήματος».