Βιωσιμότητα επιχειρήσεων και οικοσυστήματος με λιτή διαχείριση
12/01/2023Κάθε σοβαρή επιχειρηματική απόπειρα αποσκοπεί εξ ορισμού στη διασφάλιση της βιωσιμότητας της, με ορθολογική διαχείριση των περιορισμένων πόρων της επιχείρησης, επιδιώκοντας προτάσεις αξίας ωφέλιμες για το αγοραστικό της κοινό και για την ίδια, απαλλαγμένες –κατά το δυνατόν- από το κόστος περιττών αναλώσεων, απόρριψης υλικών (φύρας) και δημιουργίας αποβλήτων ιδιαίτερης και κοστοβόρας αντιμετώπισης.
Υιοθετώντας, δηλαδή, μια στρατηγική λιτής διαχείρισης καθιερώνεται μια νοοτροπία και κουλτούρα βιωσιμότητας η λογική της οποίας δεν περιορίζεται στο πλαίσιο της εταιρίας καλύπτοντας ταυτόχρονα τις ανάγκες του οικοσυστήματος εντός του οποίου δρα και πορεύεται, δείχνοντας ότι βιωσιμότητα και λιτή διαχείριση είναι συμπληρωματικές έννοιες και λειτουργίες.
Η βιωσιμότητα του οικοσυστήματος αποτελεί προϋπόθεση της ύπαρξης κάθε οντότητας –φυσικής ή τεχνητής- η διασφάλιση της οποίας επιτυγχάνεται με τον περιορισμό της σπάταλης παραγωγής και της ανεξέλεγκτης απόρριψης υλικών ή υποπροϊόντων (δύσκολων ως και αδύνατο να επαναχρησιμοποιηθούν) των οποίων ο όγκος ξεπερνά κατά πολύ την φέρουσα ικανότητα της φύσης να τα αφομοιώσει. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις συνέπειες του καθιερωμένου παραγωγικού υποδείγματος του οποίου τα μολυσματικά κατάλοιπα πέρασαν στη διατροφική αλυσίδα των έμβιων όντων του πλανήτη.
Η δε υπερ-προβαλλόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη, παρότι είναι ηλιογενής (κυρίως κατά τους ειδικούς) και λιγότερο ανθρωπογενής, είναι ένα πρόβλημα το οποίο σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της μπορεί να περιοριστεί μέσω της αλλαγής του υποδείγματος στη βάση του σεβασμού της Φύσης· κάτι που δεν φαίνεται να προχωρά παρά τις κατά καιρούς πομπώδεις εξαγγελίες σπουδαιοφανών πολιτικών.
Μολονότι σε μακροοικονομικό επίπεδο θα είναι δύσκολη ή και ανέφικτη η μετάβαση, σε μικροοικονομικό και ειδικά στο πλαίσιο της επιχείρησης είναι εφικτότερο λόγω της εξοικονόμησης πόρων, αλλά και της ενισχυόμενης μεταστροφής των καταναλωτών προς προϊόντα/υπηρεσίες που κατά την παραγωγή/παροχή λαμβάνουν υπόψη τα προηγούμενα. Με δεδομένη τη νοοτροπία βιωσιμότητας και διασφάλισης της ύπαρξής της, είναι εύκολο να συνειδητοποιηθεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξω από το οικοσύστημα που την φιλοξενεί, όπως και ότι η μετάβαση σ’ ένα μοντέλο αειφορίας συνεπάγεται κάποιο κόστος του οποίου η ανάληψη καθιστά ορατή την ευκαιρία να αλλάξει “πίστα” λαμβάνοντας υπόψη δύο πιθανούς κινδύνους.
Η εναρμόνιση με την αγορά
Συγκεκριμένα, ενώ η αλλαγή αποφασίζεται από “τα πάνω προς τα κάτω”, πραγματοποιείται από “τα κάτω προς τα πάνω”, δηλαδή, με τη συμμετοχή των εργαζομένων των οποίων η άγνοια και ο φόβος μπορεί να αποδειχθούν θανάσιμες για το εγχείρημα. Ο έτερος κίνδυνος προκύπτει από τη λανθασμένη επιλογή μοντέλου ή “πίστας” αδυνατώντας να το υποστηρίξει λόγω ελλιπούς τεχνογνωσίας και ανεπάρκειας πόρων.
Στην πρώτη περίπτωση θεωρείται απαραίτητη συνθήκη η ενημέρωση των “παικτών” σχετικά με το είδος και τους στόχους της αλλαγής, αλλά και την προετοιμασία για το νέο τους ρόλο. Στη δεύτερη, είναι ασφαλέστερο να επιλεγεί το πλησιέστερο προς τις δυνατότητές της επίπεδο μετάβασης προκειμένου να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα οι διαθέσιμοι πόροι και οι άνθρωποί της με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Στους καιρούς που διάγουμε, αλλά και σ’ εκείνους που οδεύουμε, η επαναθεώρηση του συνόλου της επιχείρησης και του ολιγοψωνιακού/ ολιγοπωλιακού περιβάλλοντος στο οποίο εγκλωβίζεται, αναδεικνύει το άστοχο του ανταγωνισμού της σε συνθήκες που διαμορφώνουν λίγοι με την “εγγύηση” μιας κυβέρνησης-κράτος. Συνεπώς, προκειμένου να ανταποκριθεί νικηφόρα καθίσταται ζωτική η αναζήτηση του “στενού πεδίου” (της σωστής πίστας) της αγοράς όπου θα δώσει τις μάχες της με φειδωλή χρήση δυνάμεων και καινοτόμο -συνάμα- προσέγγιση, με τη συνδρομή των ανθρώπων της προκειμένου να συντονιστεί το διανοητικό τους κεφάλαιο προς την κατεύθυνση του κοινού τους μέλλοντος και της αξίωσής τους για αξιοπρεπή διαβίωση.
Επειδή δε, ισχύει πάντα ότι “το ζόρι βγάζει λάδι”, η ανάγκη επανασχεδιασμού των λειτουργιών και των διαδικασιών παραγωγής με πρόβλεψη επανάχρησης –όπου είναι εφικτό, αποδόμησης μετά τη χρήση και τα ελάχιστα ή μηδενικά απόβλητα, είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί μια έκρηξη ιδεών του “συλλογικού της νου” για βελτιώσεις ή και για εντελώς νέες πιο βιώσιμες από τις υφιστάμενες προτάσεις, με ανάλωση λιγότερων περιβαλλοντικών πόρων, διαφύλαξη της υγείας με “καθαρότερα” προϊόντα οικονομικά προσιτά σε καταναλωτές και παραγωγούς.