Χάνει το τραίνο της βιομηχανίας η ΕΕ
17/06/2024H αναιμική αύξηση του ΑΕΠ (0,5%) το 2023 κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη και η προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεων κατά τα επόμενα χρόνια, σηματοδοτούν για τους ευρωπαίους πολίτες τόσο την εμβάθυνση των συνεπειών στην δημοσιονομική και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όσο και την αδυναμία των προκλήσεων (οικονομική, κοινωνική, βιομηχανική, ενεργειακή, κλιματολογική κλπ) που έχει να αντιμετωπίσει η ΕΕ-27 κατά τα επόμενα χρόνια.
Το ίδιο, η μείωση των νέων παραγωγικών και βιομηχανικών επενδυτικών σχεδίων οδήγησε, μεταξύ άλλων, τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία) της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αποδυνάμωση της συμμετοχής τους στην παγκόσμια μεταποιητική παραγωγή, είτε από άποψη αξίας, είτε από άποψη προστιθέμενης αξίας. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι από τη σχετική διεθνή σύγκριση αναδεικνύεται ότι το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια προστιθέμενη αξία παραγωγής ως ποσοστό του συνόλου είναι 29%, των ΗΠΑ 16%, της Ιαπωνίας 7%, της Γερμανίας 5%, της Γαλλίας 2% και των υπόλοιπων χωρών του πλανήτη είναι 31% (Richard Baidwin, 2024).
Παράλληλα, η κρίση της πανδημίας, η έλλειψη φαρμάκων, η ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία, η ρήξη στις αλυσίδες προμηθειών και εφοδιασμού, ο εμπορικός και τεχνολογικός ανταγωνισμός της Ευρώπης με την Κίνα ανέδειξαν έναν σοβαρό προβληματισμό και μία έντονη ανησυχία για την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτύχει τον αναγκαίο ευρωπαϊκό μετασχηματισμό του σχεδιασμού, των επενδύσεων και της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών που είναι απαραίτητα για την κυριαρχία και την αυτονομία της (Justin Delepine, Alternatives Economiques, 7/6/ 2024).
Όμως είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτός ο προβληματισμός και αυτή η ανησυχία εμφανίστηκαν με μεγάλη καθυστέρηση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά το γεγονός ότι το 2015 υπήρχε ένα αντίστοιχο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το οποίο «στόχευε στην αναζωογόνηση των επενδύσεων και της βιομηχανίας στην Ευρώπη».
Διαρθρωτικό χάσμα ΗΠΑ-ΕΕ
Ουσιαστικά το σχέδιο αυτό αποσύρθηκε από τους ευρωπαϊκούς κανόνες του ελεύθερου εμπορίου, του ανταγωνισμού (μη επιδοματική στήριξη των επιχειρήσεων από τα κράτη) και της δημοσιονομικής πειθαρχίας (περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων), με αποτέλεσμα οι ασκούμενες ευρωπαϊκές πολιτικές, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να συμβάλλουν τόσο στη συρρίκνωση της παραγωγικής-τεχνολογικής ικανότητας της Ευρώπης, όσο και στην αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης και του εφοδιασμού (Antoine Vauchez, Alternatives Economiques). Tούτων δοθέντων αναδεικνύεται, ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η διεύρυνση του διαρθρωτικού χάσματος, μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ-27, στην ικανότητα της ανάπτυξης, στο επίπεδο της παραγωγικότητας, στην έρευνα, στις καινοτομίες και στις νέες τεχνολογίες αυτοματισμού (Christophe Blot, OFCE,2024).
Επιπλέον, σε πολιτικό-θεσμικό επίπεδο αυτή η υπεροχή των ΗΠΑ εξηγείται και από το γεγονός της μη Ομοσπονδιακής συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα το χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής καθυστέρησης να διαπερνά, μεταξύ άλλων, τόσο την λήψη των αποφάσεων, όσο και την υλοποίηση τους. Παράλληλα, στις συνθήκες αυτές παρατηρείται κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και μία σοβαρή δυσλειτουργία της “κινητήριας δύναμης” της Ευρώπης, του γαλλογερμανικού άξονα.
Στο ελλειμματικό αυτό ευρωπαϊκό περιβάλλον ανάπτυξης της έρευνας, των καινοτομιών, των νέων τεχνολογιών αυτοματισμού και της βιομηχανίας, οι ΗΠΑ μετά την ψήφιση (15/8/2022) του νόμου για την μείωση του πληθωρισμού (IRA), ουσιαστικά επέλεξαν την υλοποίηση ενός προγράμματος 369 δις δολαρίων, επιδοτώντας για δέκα χρόνια την πράσινη βιομηχανία διαμέσου φορολογικών εκπτώσεων για την ίδρυση εργοστασίων παραγωγής ημιαγωγών στις ΗΠΑ. Αντίθετα η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε ένα κλίμα διαφωνιών, αντιπαραθέσεων και συμβιβασμών κατέληξε στην υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νόμου παραγωγής ημιαγωγών και στην υλοποίηση ενός βιομηχανικού σχεδίου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της υποστήριξης της μετάβασης στην πράσινη οικονομία, διαθέτοντας, σε σχέση με το ποσό (369 δις ευρώ) των ΗΠΑ, το ποσό των 1,5 δις ευρώ.
Μετέωρος σχεδιασμός
Παράλληλα σ’ ένα περιβάλλον ανάπτυξης του σινο-αμερικανικού τεχνολογικού και εμπορικού ανταγωνισμού, όπου οι δύο χώρες στηρίζουν τις βιομηχανίες τους, η Ευρώπη δεν μπορούσε αντικειμενικά να μην κινητοποιηθεί, με την έννοια της στρατηγικής αυτονομίας υποστήριξης της διπλής μετάβασης (ψηφιακή, κλιματική) που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία. Πράγματι, η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης απαιτεί την ανάπτυξη μίας σειράς εξοπλισμού σε τεχνολογίες τις οποίες οι εταιρείες (αναμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αντλίες θερμότητας, κλπ) στην Ευρώπη ελέγχονται περισσότερο από εταιρείες ασιατικών χωρών.
Το ίδιο ισχύει και με τις εταιρείες τεχνολογικής υποστήριξης της ψηφιακής μετάβασης οι οποίες, κατά βάση, είναι εξαρτημένες από αμερικανικές επιχειρήσεις (J.Delepine, 7/6/2024). Έτσι στο πλαίσιο αυτό παρατηρείται από τις αρχές της δεκαετίας του 2020 μία σταδιακή αλλαγή της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την πραγματοποίηση σημαντικών έργων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος στα οποία σε ορισμένους στρατηγικούς τομείς επιτρέπονται οι κρατικές ενισχύσεις.
Στην κατεύθυνση αυτή σχεδιάζεται η κινητοποίηση 47 δις ευρώ σε ιδιωτικούς και δημόσιους πόρους μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Βέβαια εκτιμάται ότι το ποσό αυτό είναι κατώτερο απ’ αυτό που διαθέτουν οι άλλοι (ΗΠΑ, Κίνα, Νότια Κορέα) διεθνείς ανταγωνιστές (J. Delepine,7/6/2024). Στην κατεύθυνση αυτή το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι ότι τα συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια που παρουσιάζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν συνοδεύονται από μία χρηματοοικονομική δυνατότητα, με αποτέλεσμα η χρηματοδότηση να εξαρτάται από την επιλογή και τους δημοσιονομικούς πόρους του κράτους-μέλους.
Όμως επειδή σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ζήτημα της κατανομής των παραγωγικών δυνατοτήτων μεταξύ των διαφορετικών ζωνών της Ένωσης δεν έχει επιλυθεί (Vincent Vicard, 2024) διατυπώνεται η κριτική ότι ευνοούνται οι μεγαλύτερες χώρες (Γερμανία, Γαλλία) της ΕΕ-27, οι οποίες μπορούν να κινητοποιήσουν περισσότερους πόρους για την προσέλκυση και την πραγματοποίηση των συγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων.