Υδρογονάνθρακες: Κάλλιο αργά παρά ποτέ, αλλά καμία αυτοκριτική;
12/04/2022Με αφορμή τις σημερινές ανακοινώσεις για τους υδρογονάνθρακες και επειδή στη φάση που βρισκόμαστε μεγαλύτερη σημασία έχει η εθνική συστράτευση στον εθνικό στόχο του εντοπισμού και της αξιοποίησης του ενεργειακού πλούτου της χώρας, ο οποίος είναι πολλά υποσχόμενος, θα προβάλω ως κυρίαρχη ερμηνεία της ολιγωρίας δεκαετιών του πολιτικού συστήματος τη γνωστή επιπολαιότητα με την οποία προσεγγίζουμε ακόμα και ζωτικά θέματα, όπως η άμυνα, η εξωτερική πολιτική και η ενέργεια.
Όταν όμως με ένα κυβερνητικό “σφύριγμα”, το σύνολο σχεδόν των μέσων ενημέρωσης ξεχνά βολικά όσα λέγονταν και γράφονταν επί πολλά χρόνια και ξαφνικά μετατρέπονται σε “βασιλικότεροι του βασιλέως”, αυτό αποτελεί πρόβλημα για την δημοκρατία και μας κάνει να αμφισβητούμε την καλοπροαίρετη άποψη που αναφέραμε παραπάνω, περί… επιπολαιότητας. Το γεγονός ότι κανείς, ούτε πολιτικός, ούτε μέσο ενημέρωσης, δεν ένοιωσε την ανάγκη να κάνει έστω και για τα μάτια μία αυτοκριτική, σημαίνει ότι δεν έχουμε αγγίξει το βαθύτερο πρόβλημα, που δυστυχώς δεν είναι η επιπολαιότητα.
Δεν πέρασαν παρά μερικές ώρες από τις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις και άρχισαν ήδη να ακούγονται φωνές κριτικής “γιατί αργήσαμε”. Αυτά όχι από όσους δικαιολογημένα μπορούν να ασκήσουν τέτοια κριτική, αλλά ακόμα και από όσους ειρωνεύονταν όσους λέγαμε ότι είναι απαράδεκτο να γυρίζουμε την πλάτη στον δυνάμει ενεργειακό πλούτο, υψώνοντας παράλληλα και τη σημαία της οικολογίας και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), λες και το ένα αποκλείει το άλλο.
Οι όψιμοι υποστηρικτές των ερευνών για υδρογονάνθρακες ξέχασαν ότι όποιος τολμούσε να μιλήσει για την ανάγκη επίσπευσης των ερευνών υδρογονάνθρακες ριχνόταν στην “πυρά”. Κι όχι τυχαία. Οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα έκαναν τα πάντα για να υπονομεύσουν και τελικά να σταματήσουν τις έρευνες για τους υδρογονάνθρακες. Τα περί οικονομικών συμφερόντων, δεν ήταν “πολιτικώς ορθό” να αναφερθεί στη δημόσια συζήτηση.
Διότι εάν αναφερθεί, τότε θα τεθεί και το ερώτημα εάν και κατά πόσον τα οργανωμένα συμφέροντα υπαγόρευαν εν τέλει την ενεργειακή πολιτική της χώρας, εκμεταλλευόμενα την οικονομική τους ισχύ και τις προσβάσεις στην ελληνική πολιτική τάξη. Κι ας προσποιούνται πολλοί σήμερα ότι δεν γνωρίζουν για ποιο πράγμα μιλάμε. Όσον δε αφορά τα μέσα ενημέρωσης, όσοι δεν προσαρμόζονταν στο κυρίαρχο αφήγημα περί “πράσινης επανάστασης” με ενθουσιώδη αρθρογραφία, αποκλειόταν από τη…. διαφημιστική πίτα. Τόσο απλά.
Ποια πολιτική;
Ας μην ξεχνούμε ότι οι περίφημες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, από τη στιγμή που ενδύθηκαν με τον κατάλληλο ιδεολογικό-περιβαλλοντικό μανδύα, υποστηρίχθηκαν με πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις. Όπως πάντα στη ζωή, όμως, έρχεται η πραγματικότητα να κάνει πλάκα σε σχεδιασμούς που έχουν στηριχτεί σε ιδεοληψίες κι όχι στο εφικτό. Δηλαδή στα συμπεράσματα που εξάγονται με βάση την ψυχρή, λογική αξιοποίηση στοιχείων, κυρίως ποσοτικών, σε συνδυασμό με την ορθή εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου (risk assessment).
Δεν αντέχει καν σε λογική επεξεργασία η άποψη που εξέφρασε σε συνέντευξη κεντρικός υπουργός της κυβέρνησης. Η εξήγησή του ήταν, άκουσον-άκουσον, ότι οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου καθιστούσαν συμφέρουσα την προμήθεια από το εξωτερικό! Έκανε μάλιστα λόγο ότι σήμερα υφίσταται μακροπρόθεσμη εκτίμηση συντήρησης της τιμής σε υψηλά επίπεδα. Να θυμίσουμε ότι “των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν”; Διότι η Ελλάδα μόλις σήμερα αποφάσισε “να μαγειρέψει”! Η πραγματικότητα διαψεύδει τον υπουργό.
Μόνο άσχετος θα λάμβανε ως βάση τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου την εποχή του lockdown, όταν πολύ λογικά η ζήτηση είχε πέσει στα τάρταρα. Το ελληνικό δημόσιο, εξάλλου, δεν θα πλήρωνε ούτε ευρώ για τις έρευνες και γεωτρήσεις. Είναι ανόητες άραγε οι γιγαντιαίες πετρελαϊκές εταιρείες που ενδιαφέρονταν; Αυτοί που εμφανίζονταν διατεθειμένοι να επενδύσουν τα χρήματά τους στα ελληνικά κοιτάσματα και έμπλεξαν με τη σκόπιμη και πολυεπίπεδη κωλυσιεργία του ελληνικού κράτους, αποδεικνύεται πως είχαν ορθότερη εκτίμηση για την πορεία των τιμών του φυσικού αερίου και το ρόλο του αγαθού στην ενεργειακή ασφάλεια από τους κυβερνώντες.
Αναγκαίες εξηγήσεις
Θα είχε ενδιαφέρον να εξηγήσει ο κύριος υπουργός, επίσης, για ποιον λόγο δεν τον προβλημάτισε το ότι η Κύπρος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος προχώρησαν και πλέον είναι μέρος της λύσης του προβλήματος. Η δε Αίγυπτος που έχει γεμίσει τις ερήμους της με φωτοβολταϊκά και θα τροφοδοτήσει την Ελλάδα με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω του περίφημου καλωδίου, όχι μόνο δεν έκανε πίσω, αλλά κινείται επιθετικά για την ανακάλυψη επιπρόσθετων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων εδώ και πολλά χρόνια. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προβλήθηκε εκθέτει ανεπανόρθωτα όσους το προβάλουν. Καταφανώς έχει σκοπό να συγκαλύψει την πολιτική ολιγωρία των κυβερνήσεων μετά την τομή που έγινε επί υπουργίας Μανιάτη.
Στο πλαίσιο της συνειδητής προσπάθειας δαιμονοποίησης των υδρογονανθράκων από το “λόμπι των ΑΠΕ”, αποκρυπτόταν συστηματικά η επιβάρυνση των πολιτών μέσω εισφορών και φυσικά επιδοτήσεων, όσο και η εξάρτηση των ΑΠΕ από κρίσιμα ορυκτά και σπάνιες γαίες, τα οποία οι ίδιοι τα συγκαταλέγουν στα… “ακάθαρτα”. Η δε γενικότερη αβελτηρία της Δύσης και σε αυτό τον τομέα, έχει διαταράξει σοβαρά την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα και έχει μεγιστοποιήσει την εξάρτηση από την Κίνα. Μπορεί Αμερικανοί και Ευρωπαίοι να μιλάνε για εξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, αλλά στην περίπτωση των σπανίων γαιών η εξάρτηση αφορά την Κίνα.
Η εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου είχε ξεκινήσει πολύ πριν την πολεμική εμπλοκή στην Ουκρανία. Η διεθνής φύση του φαινομένου της βεβιασμένης και μη βιώσιμης μετάβασης προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ελλείψει αξιόπιστης τεχνολογίας αποθήκευσης ενέργειας που θα εξασφαλίζει τη σταθερότητα του συστήματος σε κάθε χώρα, διατάραξε βίαια το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης, οδηγώντας στο πρόβλημα.
Επιχειρήσεις και πολιτική
Η δαιμονοποίηση των υδρογονανθράκων συνοδεύθηκε από δραματική μείωση των επενδύσεων για νέα κοιτάσματα. Ακόμη και σήμερα, αρκετές τράπεζες αρνούνται να χρηματοδοτήσουν τέτοιες έρευνες! Την ίδια στιγμή, η αντίφαση της Δύσης ήταν κραυγαλέα. Από τη μία κήρυττε την απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και από την άλλη δεν προχωρούσε σε γεωτρήσεις με βάση γνωστές έρευνες αμερικανικών, γαλλικών και νορβηγικών εταιρειών.
Μαρτυρίες θέλουν επίσης και τον πρώην πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, να μη δίνει σημασία όταν ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, τότε πρωθυπουργός της Νορβηγίας, Γενς Στόλτενμπεργκ, επιχείρησε να ανοίξει συζήτηση για τον εντοπισμό πολλά υποσχόμενων κοιτασμάτων νοτιοδυτικά της Κρήτης από την νορβηγική PGS. Ήταν λίγο καιρό πριν τις ανακοινώσεις του Καστελλορίζου και την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ. Όλα αυτά θα πρέπει να συζητηθούν, εάν γνήσια μας ενδιαφέρει να μάθουμε από τα λάθη (ή και τις σκοπιμότητες) και όχι να τα συγκαλύψουμε.
Καταληκτικά, πρέπει να τονιστεί ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι τα επιχειρηματικά συμφέροντα λειτουργούν κατά τρόπον που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Το αντίθετο θα ήταν παράλογο. Το βάρος της ευθύνης αφορά το πολιτικό σύστημα, οι δεσμοί και οι εξαρτήσεις του εντός κι εκτός της χώρας, που υπαγόρευσαν τη σκόπιμη ολιγωρία. Διότι ακόμα και την εποχή της αθρόας εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου, συμφέροντα υπήρχαν τα οποία επωφελούνταν.
Στοίχημα για τη χώρα
Παράλληλα και επί δεκαετίες, προβεβλημένοι πολιτικοί και στρατευμένοι “πράσινοι” επιστήμονες λοιδωρούσαν σε δημόσιες τοποθετήσεις όσους δέσμευαν την αξιοπιστία τους για τις επιστημονικές ενδείξεις ύπαρξης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε περιοχές ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η ιστορία απέδειξε ότι πολλές από τις εκτιμήσεις τους για “στόχους” υδρογονανθράκων, στην πορεία των ετών αποδείχθηκαν μετριοπαθείς. Δεν περιμένει κανείς να απολογηθούν, έστω και έμμεσα.
Παρότι είναι μετριοπαθής (και έτσι πρέπει) η προσέγγιση της ΕΔΕΥ που υπολόγισε την αξία των κοιτασμάτων στα 250 δισ. ευρώ, όσοι σήμερα δικαιώνονται στοιχηματίζουν εκ νέου ότι τα ποσά θα είναι πολλαπλάσια. Υπενθυμίζουν δε ότι η αρχική εκτίμηση της περιεκτικότητας του ήσσονος σημασίας κοιτάσματος του Πρίνου αποδείχθηκε το 50% της πραγματικής. Πλέον τα υπό συζήτηση μεγέθη είναι εντελώς διαφορετικά. Όποιος θεωρεί πως ήταν φυσιολογικό χώρα με χρέος 350+ δισ. ευρώ που σέβεται τους πολίτες της μπορεί να αδιαφορεί, ας βγει κι ας το δηλώσει ευθαρσώς.