Υποτροπή της κρίσης στα 20α γενέθλια του ευρώ
13/01/2019Έχει καταγραφεί ιστορικά, μεταξύ των άλλων, ότι το 1988 η Θάτσερ ως πρωθυπουργός του Ην. Βασιλείου στην ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κολλέγιο (Brugge-Βέλγιο), εξέφρασε την διαφωνία της στη στρατηγική της Ομοσπονδιακής Ευρώπης της Γαλλίας, την οποία υποστηρίζει μέχρι σήμερα, και προωθούσε ο τότε προέδρος της Κομισιόν Ντελόρ. Αργότερα, μετά το 1990, η Θάτσερ επιχειρούσε να εμποδίσει την επανένωση της Γερμανίας και την καθιέρωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος του ευρώ. Τότε προσέκρουσε στην άρνηση του Μιτεράν, που υποστήριζε τη στρατηγική της ειρηνικής και συμβιβαστικής συνύπαρξης με την Γερμανία, προκειμένου να επιτευχθεί η ταχύτερη σύγκλιση των οικονομιών της Ευρωζώνης και της ΕΕ, η επίτευξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της ΈΕ.
Στην κατεύθυνση αυτών των προσδοκιών, η καθιέρωση (1/1/1999) του ευρώ θεωρήθηκε, μεταξύ των άλλων, από τον Γερμανό Καγκελάριο Κολ ως «μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις του 20ου αιώνα», από τον πρώην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Τρισέ θεωρήθηκε ως «δεύτερο σε ισχύ νόμισμα του κόσμου» και από τον Πρόεδρο της Κομισιόν Γιούνκερ θεωρήθηκε ως «ενιαίο νόμισμα ολόκληρης της Ευρώπης».
Παράλληλα, για την ιδρυτική ομάδα των κρατών-μελών του ευρώ, η καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος σηματοδότησε, μεταξύ των άλλων, «το τέλος της κυριαρχίας του γερμανικού μάρκου, το οποίο σε μεγάλο βαθμό επηρέαζε τις ισοτιμίες των ασθενέστερων εθνικών νομισμάτων της Ευρώπης, πιέζοντας τα σε αλλεπάλληλες υποτιμήσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θεώρησαν ότι η εκχώρηση του δικαιώματος άσκησης της νομισματικής τους πολιτικής στην ΕΚΤ, εξισορροπείται με το δικαίωμα συμμετοχής τους στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής μέσω της συμμετοχής τους στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Παράλληλα, σε διεθνές επίπεδο θεώρησαν ότι με την καθιέρωση του ευρώ δημιουργείται ένα παγκόσμιο νομισματικό ισοδύναμο του δολαρίου, με ό,τι αυτό θετικά συνεπάγεται για την αναβάθμιση της θέσης της ΕΕ στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Όμως, είκοσι χρόνια μετά, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, το ευρώ αντιστοιχεί στο 36% των παγκόσμιων πληρωμών και σε όρους παγκόσμιου συναλλαγματικού αποθέματος αντιστοιχεί στο 20% (δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο του 26%), σε αντίθεση με το δολάριο που αντιστοιχεί στο 60% του παγκόσμιου συναλλαγματικού αποθέματος.
Ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους;
Ταυτόχρονα, σε επίπεδο Ευρωζώνης και ΕΕ το ενιαίο νόμισμα λειτούργησε, κατά τον διοικητή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ντράγκι , ως «ισχυρό νόμισμα για μερικές από τις μετέχουσες χώρες και πολύ ασθενές για άλλες», με αποτέλεσμα η βασική αρχή του ενιαίου νομίσματος «ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους» με τους συγκεκριμένους όρους και πρόνοιες συμμετοχής στο ευρώ να αποδεικνύεται εσφαλμένη και ως εκ τούτου να μην έχει επιτευχθεί.
Έτσι, με τους συγκεκριμένους όρους και πρόνοιες συμμετοχής στην ΟΝΕ, τον συνδυασμό ενιαίας αγοράς με το ευρώ που συνέβαλε στην αύξηση του ενδοκοινοτικού εμπορίου (από 13% του ΑΕΠ το 1992 στο 20% το 2018) αξιοποίησαν ορισμένες χώρες (π.χ. Γερμανία, Ολλανδία) αποφέροντας σ΄αυτές σημαντικά πλεονάσματα και σε άλλες (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία, κ.λ.π.) σημαντικά ελλείμματα. Στις συνθήκες αυτές, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών της Ευρωζώνης και της ΕΕ διευρύνεται και η απόκλιση του κατά κεφαλή εισοδήματος μεταξύ Βορρά και Νότου, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, αντικαθιστά την προσδοκία σύγκλισης των ασθενέστερων με τις ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ.
Πράγματι, η απόκλιση αυτή παρατηρείται στα επίπεδα των πραγματικών μισθών, των επενδύσεων, της παραγωγικότητας, των παροχών του κοινωνικού κράτους, κ.λ.π., με αποτέλεσμα το 2017, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ένας εργαζόμενος στην Γερμανία ή στο Βέλγιο να είναι σε θέση να παράγει 70 δολλάρια την ώρα, δηλαδή δύο φορές περισσότερο από το επίπεδο παραγωγικότητας στην Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Γερμανική Ευρώπη
Κατά συνέπεια, οι προσδοκίες, κατά βάση, της Γαλλίας ότι η καθιέρωση του ευρώ θα λειτουργήσει ως «μέσο ελέγχου», μέσω της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας , της γερμανικής ηγεμονίας της ΕΕ, δεν επαληθεύτηκαν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, δεδομένου της εξέλιξης της Γερμανίας από «Ευρωπαϊκή Γερμανία» σε «Γερμανική Ευρώπη».
Αντίθετα, οι προσδοκίες της Γερμανίας ότι η καθιέρωση του ευρώ θα συμβάλλει στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος των κρατών-μελών της Eυρωζώνης επαληθεύτηκαν, κυρίως, για τη Γερμανία, δεδομένου ότι για τις άλλες χώρες η αύξηση του ΑΕΠ είναι περιορισμένη, διευρύνοντας, σημαντικά περισσότερο από τις ανεπτυγμένες χώρες της Eυρωζώνης και της ΕΕ, τις εισοδηματικές – κοινωνικές ανισότητες, το επίπεδο της ανεργίας και το επίπεδο φτωχοποίησης του πληθυσμού.
Σε κίνδυνο το εγχείρημα
Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι κράτη-μέλη που εντάχθηκαν στην Eυρωζώνη με χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας έχουν σημειώσει, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σταθερά χαμηλότερη συνολική ανάπτυξη της παραγωγικότητας και έχουν υποστεί σημαντική επιβράδυνση και ύφεση, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες εξέλιξης του ευρωπαϊκού και νομισματικού εγχειρήματος που αντανακλώνται, με τον πιο εύληπτο κοινωνικο-πολιτικό τρόπο στην δυσαρέσκεια των πολιτών των κρατών-μελών της ΕE, αξίζει να σημειωθεί ότι το εγχείρημα του ευρώ και της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής με τους όρους που συστήθηκαν και λειτούργησαν δεν είναι αντικειμενικά και οικονομικά δυνατόν να οδηγήσουν από μόνα τους σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αύξησης της απασχόλησης, ενίσχυσης της σύγκλισης μεταξύ των κρατών-μελών και δίκαιης κατανομής των πλεονασμάτων μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης και της ΕE.
Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται, στο πλαίσιο μίας συνταγματικής αναθεώρησης της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, η κατά προτεραιότητα, μεταξύ των άλλων, άμεση και ριζική επανεξέταση των όρων ένταξης και συμμετοχής ενός κράτους-μέλους στην Eυρωζώνη, με την προσθήκη, εκ των ουκ άνευ, του κριτηρίου του επιπέδου της απασχόλησης ή του επιπέδου της ανεργίας του υποψήφιου και του συμμετέχοντος κράτους-μέλους. Σε διαφορετική περίπτωση, η θεσμοποίηση του καθεστώτος της ευρωπαϊκής συνύπαρξης με όρους ανισοτήτων και αποικιοποίησης των ασθενέστερων κρατών-μελών της Ένωσης, θα περιορίσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το απρόσκοπτο μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.