Η συνάντηση Βαρουφάκη-Σάμμερς – αποκλειστικό απόσπασμα
11/05/2017Προδημοσίευση από το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη “Ανίκητοι ηττημένοι – Για μια ελληνική άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες”, που θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η μοναδική νότα χρώματος στο ημίφως του μπαρ ήταν το κεχριμπαρένιο υγρό που τρεμόπαιζε στο ποτήρι του. Καθώς τον πλησίαζα, σήκωσε το βλέμμα του, με χαιρέτησε με ένα νεύμα και ξανάστρεψε την προσοχή του στο ουίσκι του. Αφού χαιρέτησα εγκάρδια τη συνεργάτιδά μου Έλενα Παναρίτη, που είχε κανονίσει τη συνάντησή μας, βυθίστηκα στον αναπαυτικό καναπέ, αποκαμωμένος. Αμέσως η φωνή του ακούστηκε επιβλητικά σκυθρωπή: «Γιάνη» μου είπε «έκανες ένα μεγάλο λάθος».
Τα ανοιξιάτικα βράδια, μια απαλότητα που είναι αδιανόητη κατά τη διάρκεια της μέρας απλώνεται πάνω από την Ουάσινγκτον. Όταν πολιτικάντηδες, λομπίστες και παρατρεχάμενοι αποσύρονται, η ένταση που είχε διαχυθεί στην ατμόσφαιρα εξανεμίζεται και τα μπαρ παραδίδονται στους λιγοστούς που δεν έχουν λόγο να σηκωθούν τα χαράματα και τους ακόμη λιγότερους που τα βάρη τους υπερνικούν την ανάγκη για ύπνο. Εκείνο το βράδυ, όπως τις ογδόντα μία νύχτες που είχαν προηγηθεί, αλλά και τις ογδόντα μία που θα ακολουθούσαν, ανήκα στη δεύτερη κατηγορία.
Χρειάστηκαν μόλις δεκαπέντε λεπτά για να διασχίσω, καλυμμένος από το σκοτάδι, την απόσταση που χώριζε το κτίριο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη 19η οδό από το μπαρ του ξενοδοχείου όπου θα τον συναντούσα. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί πως ένας σύντομος, μοναχικός περίπατος στην αδιάφορη Ουάσινγκτον θα ήταν τόσο αναζωογονητικός.
Η προοπτική της συνάντησης ενίσχυε το αίσθημα ανακούφισης: μετά από δεκαπέντε ώρες απέναντι σε ανθρώπους τόσο κοινότοπους ή φοβισμένους, που δεν τολμούσαν να πουν αυτό που σκέφτονταν, θα συναντούσα μια προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και παραπέρα. Μια προσωπικότητα στην οποία κανείς δεν μπορούσε να προσάψει ούτε κοινοτοπία ούτε ατολμία.
Όλα αυτά ανατράπηκαν με το που πρόφερε την αιχμηρή πρώτη πρόταση, που ακούστηκε ακόμη πιο ανησυχητική στο ημίφως και στις σκιές του μπαρ. Παριστάνοντας τον απολύτως ψύχραιμο, τον ρώτησα: «Και ποιο είναι αυτό το λάθος, Λάρρυ;». «Κέρδισες τις εκλογές!» ήταν η απάντησή του.
Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Απριλίου 2015, ακριβώς στα μέσα της σύντομης θητείας μου ως υπουργού Οικονομικών. Δεν είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που δίδασκα ακόμα στη Σχολή Δημοσίων Υποθέσεων Lyndon B. Johnson του Πανεπιστημίου του Τέξας, με άδεια από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τον Ιανουάριο η ζωή μας άλλαξε ριζικά· εκλέχθηκα βουλευτής στη βάση μίας και μοναδικής προεκλογικής υπόσχεσης: πως θα έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να απελευθερωθεί η Ελλάδα από το καθεστώς χρεοδουλοπαροικίας που της επέβαλαν οι δανειστές το 2010 με την ενθουσιώδη υποστήριξη της εγχώριας ολιγαρχίας και την εξοντωτική λιτότητα που πάντα πάει χέρι χέρι με μη βιώσιμα δημόσια χρέη. Αυτή η υπόσχεση ήταν που με είχε φέρει εκείνη τη μέρα στην Ουάσινγκτον και, εν τέλει, στο συγκεκριμένο μπαρ.
Χαμογέλασα με το φλεγματικό του αστείο, προσπαθώντας παράλληλα να κρύψω την ανησυχία μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν «έτσι προσπαθεί να ενισχύσει το ηθικό μου ενάντια στις στρατιές σιδηρόφρακτων εχθρών;». Το μόνο καθησυχαστικό ήταν η σκέψη ότι ο εβδομηκοστός πρώτος υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών και εικοστός έβδομος πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ δε φημίζεται για τους «απαλούς» του τρόπους.
Αποφασισμένος να καθυστερήσω λίγο ακόμη τη σοβαρή συζήτηση που θα ακολουθούσε, έκανα νόημα στον μπάρμαν να φέρει ένα ουίσκι και για μένα, καθώς του έλεγα: «Πριν μου εξηγήσεις το “λάθος” μου, Λάρρυ, επίτρεψέ μου να σου πω πόσο βοήθησαν τα μηνύματα στήριξης και οι συμβουλές σου τις περασμένες εβδομάδες. Σου είμαι αληθινά ευγνώμων. Ακόμη περισσότερο, αν σκεφτείς πως σε αποκαλούσα Πρίγκιπα του Σκότους για χρόνια». Ατάραχος, ο Λάρρυ Σάμμερς απάντησε: «Τουλάχιστον με αποκαλούσες Πρίγκιπα. Με έχουν πει και χειρότερα πράγματα».
Στο επόμενο δίωρο, η συζήτηση σοβάρεψε. Μιλήσαμε για τεχνικά θέματα: ανταλλαγές χρέους, φορολογική πολιτική, μεταρρυθμίσεις, «κακές» τράπεζες. Σχετικά με το πολιτικό σκέλος, με προειδοποίησε πως έχανα τον πόλεμο της προπαγάνδας και πως οι «Ευρωπαίοι», όπως αποκαλούσε τα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας, με περίμεναν στη γωνία. Πίστευε, και ήμουν σύμφωνος, πως οποιοδήποτε Νιου Ντιλ για την ταλαίπωρη χώρα μας θα έπρεπε να παρουσιαστεί από την καγκελάριο της Γερμανίας στους ψηφοφόρους της ως δική της ιδέα, ως προσωπικό της κληροδότημα στην Ευρώπη.
Η συζήτηση προχωρούσε καλύτερα απ’ όσο ήλπιζα, με γενική σύγκλιση των δυο μας στα σημαντικότερα θέματα. Η εξασφάλιση της στήριξης του περίφημου Λάρρυ Σάμμερς απέναντι σε ισχυρούς θεσμούς, κυβερνήσεις και τεράστια συγκροτήματα ΜΜΕ που ζητούσαν την παράδοση της κυβέρνησης της χώρας μου και την κεφαλή μου επί πίνακι δεν ήταν και αμελητέο επίτευγμα.
Στο τέλος, αφού συμφωνήσαμε για τα επόμενα βήματά μας και λίγο πριν ο συνδυασμός κόπωσης και αλκοόλ μας αναγκάσει να δώσουμε τέλος στη βραδιά, ο Σάμμερς με κοίταξε με έντονο βλέμμα και μου έκανε μια ερώτηση τόσο καλά προβαρισμένη, που ήμουν σίγουρος πως την είχε ξαναχρησιμοποιήσει για να τεστάρει και άλλους πριν από μένα.
«Υπάρχουν δύο κατηγορίες πολιτικών» είπε. «Αυτοί που είναι ενσωματωμένοι στα δίκτυα εξουσίας και αυτοί που βρίσκονται απέξω. Οι εκτός δικτύου είναι αυτοί που εκφράζονται ελεύθερα και δε διαπραγματεύονται το δικαίωμά τους να εκφέρουν την αλήθεια, όπως εκείνοι τη βλέπουν. Το τίμημα αυτής της ελευθερίας είναι ο αποκλεισμός τους από τους εντός των τειχών, εκείνους δηλαδή που παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις. Οι ενσωματωμένοι στα δίκτυα εξουσίας, από την πλευρά τους, υπηρετούν πιστά έναν απαράβατο κανόνα: ποτέ δε στρέφεσαι εναντίον ενός άλλου εντεταγμένου και ποτέ δε μαρτυράς σε όσους βρίσκονται απέξω τι λένε ή πράττουν αυτοί που ανήκουν στο δίκτυο εξουσίας. Η ανταμοιβή τους; Πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες και η δυνατότητα, χωρίς καμία εγγύηση όμως, να επηρεάσουν ισχυρούς ανθρώπους και γεγονότα». Με αυτά τα λόγια ο Σόμμερς έφτασε στην ερώτησή του. «Λοιπόν, Γιάνη» μου είπε «εσύ σε ποια κατηγορία ανήκεις;»
Το ένστικτό μου με ωθούσε να του απαντήσω μονολεκτικά. Αντ’ αυτού είπα περισσότερα. «Ως χαρακτήρας ανήκω από τη φύση μου στους εκτός» του απάντησα. «Όμως» πρόσθεσα βιαστικά «είμαι διατεθειμένος να πνίξω τον χαρακτήρα μου, αν αυτό θα συνέβαλε στη συμφωνία ενός Νιου Ντιλ για την Ελλάδα. Μην έχεις καμία αμφιβολία γι’ αυτό, Λάρρυ: θα φερθώ σαν εκ φύσεως “ενσωματωμένος” όσο χρειαστεί, για να τεθεί μια βιώσιμη συμφωνία στο τραπέζι· για την Ελλάδα, για την Ευρώπη ολόκληρη. Βέβαια, αν οι εντός των τειχών, οι ενσωματωμένοι στα δίκτυα εξουσίας, αποδειχθούν απρόθυμοι να συζητήσουν την απόδρασή μας από τη φυλακή χρέους στην οποία έχει εγκλειστεί η Ελλάδα, δε θα διστάσω να τα αποκαλύψω όλα βγαίνοντας πάλι εκτός των τειχών, στο φυσικό μου περιβάλλον».
«Καλώς» απάντησε με μια μικρή καθυστέρηση. Σηκωθήκαμε για να φύγουμε. Περνώντας μπροστά από τη ρεσεψιόν, συνειδητοποίησα πως οι ουρανοί είχαν ανοίξει όση ώρα συζητούσαμε. Με την Έλενα τον συνοδέψαμε σ’ ένα από τα ταξί που, ευτυχώς, περίμεναν έξω από το ξενοδοχείο, με τη βροχή να με κάνει μούσκεμα μέχρι το κόκαλο σε δευτερόλεπτα.
Όταν το ταξί του απομακρύνθηκε, και αφού αποχαιρέτησα την Έλενα, βρήκα την ευκαιρία να κάνω ένα τρελό μου όνειρο πραγματικότητα – το όνειρο που μου έδινε δύναμη όσο διαρκούσαν οι ατέλειωτες συναντήσεις των προηγούμενων ημερών και βδομάδων: να περπατήσω μόνος, απαρατήρητος, στη βροχή.
Περπατώντας μόνος, διασχίζοντας τους υδάτινους τοίχους της καταρρακτώδους βροχής, η σκέψη μου γύρναγε ξανά και ξανά στη συνάντησή μας. Ο Σάμμερς ήταν ένας εξαιρετικός, αν και επισφαλής, σύμμαχος. Δε συμφωνούσε καθόλου με το αριστερό προφίλ της κυβέρνησής μας αλλά κατανοούσε πως η ήττα μας δεν ήταν προς το συμφέρον της Αμερικής.
Γνώριζε πως η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική δεν ήταν μόνο αποτρόπαια για την Ελλάδα, αλλά και αποδομητική για όλη την Ευρώπη και, κατ’ επέκταση, επικίνδυνη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και ήξερε πως η Ελλάδα δεν ήταν παρά το εργαστήριο στο οποίο δοκιμάζονταν και αναπτύσσονταν αυτές οι πολιτικές, πριν εφαρμοστούν και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Σάμμερς έτεινε χείρα βοηθείας.
Μιλούσαμε την ίδια οικονομική γλώσσα, παρά τις διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες μας, και δε δυσκολευτήκαμε να συμφωνήσουμε γρήγορα για το ποιοι έπρεπε να είναι οι στόχοι μας και η τακτική μας. Παρ’ όλα αυτά, η απάντησή μου τον είχε προφανώς ενοχλήσει, αν και το έκρυψε επιμελώς.
Θα είχε μπει πιο ήσυχος στο ταξί του, θεώρησα, αν είχα δείξει πραγματικό ενδιαφέρον να ενσωματωθώ στα δίκτυα εξουσίας για δική μου πάρτη κι όχι απλά ως τακτική για να αποδράσουμε ως χώρα από τον βραχνά της χρεοκοπίας. Όπως επιβεβαιώνει η έκδοση του βιβλίου αυτού, αν του έλεγα κάτι τέτοιο, θα ήταν ψέμα…
Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, όσο στέγνωνα, με δύο ώρες να απομένουν μέχρι να με ξανακαλέσει το ξυπνητήρι στο μέτωπο, με πλημμύρισε μια μεγάλη ανασφάλεια: Πώς θα είχαν απαντήσει, βαθιά μέσα τους, οι σύντροφοί μου, η στενή ηγετική μας ομάδα, στην ερώτηση του Σάμμερς; Εκείνο το βράδυ, ήθελα να πιστέψω πως θα απαντούσαν όπως κι εγώ. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, οι εξελίξεις υπονόμευσαν βαθιά εκείνη την πίστη.