Το αφήγημα, η γραβάτα και οι 153
19/05/2017Το επώδυνο πολυνομοσχέδιο ψηφίσθηκε χθες τη νύχτα και κατ’ αυτό τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης. Οι 153 της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έχουν αγκιστρωθεί από το κυβερνητικό αφήγημα περί αλλαγής σελίδας και ποταμού επενδύσεων. Για να το “πουλήσει”, μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας επιστράτευσε και τη γραβάτα που θα φορέσει.
Εδώ και καιρό, άλλωστε, ο πρωθυπουργός έχει επενδύσει όλες τις πολιτικές ελπίδες του στην ικανοποίηση από την Ευρωζώνη τριών αιτημάτων:
- Πρώτον, την επαρκή ελάφρυνση του χρέους.
- Δεύτερον τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο έληγε τον Μάρτιο και παρατάθηκε μέχρι το τέλος του 2017.
- Τρίτον, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 να ισχύσει για τα λιγότερα δυνατόν χρόνια.
Όσον αφορά το χρέος, είναι σαφές πως η ασφυκτική πίεση που ασκεί το ΔΝΤ στο Βερολίνο θα φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Αυτό που μένει να φανεί είναι εάν αυτό το αποτέλεσμα θα είναι ικανοποιητικό ή όχι. Τα λεγόμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα εφαρμοσθούν μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2015, αλλά η από τώρα οριστικοποίησή τους έχει κρίσιμη σημασία.
Κλειδί η βιωσιμότητα
Από το περιεχόμενο των μεσοπρόθεσμων και από τον προσδιορισμό του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων για τα χρόνια μετά το 2018 θα κριθεί εάν το ελληνικό χρέος είναι ή όχι βιώσιμο. Η βιωσιμότητά του είναι όρος αφενός για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αφετέρου για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Μπορεί για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε να μη δίνει δεκάρα, αλλά η συμμετοχή του ΔΝΤ έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα κυρίως για εσωτερικούς πολιτικούς-εκλογικούς λόγους στη Γερμανία, αλλά και στην Ολλανδία. Με ευθύνη των κυβερνήσεων των δύο αυτών χωρών, τα Κοινοβούλιά τους έχουν συνδέσει την εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα με τη συμμετοχή του ΔΝΤ.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων θα ανέμενε κανείς πως το Βερολίνο θα έκανε ό,τι απαιτείται για να πει η Λαγκάρντ το ναι. Οι Μέρκελ και Σόιμπλε, όμως, τα θέλουν όλα δικά τους. Και να συμμετάσχει το ΔΝΤ και να μην οριστικοποιηθούν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα, επειδή θεωρούν πως εάν συμβεί αυτό ενδεχομένως θα έχουν πολιτικό-εκλογικό κόστος. Κι αυτό παρότι οι αντίπαλοί τους Σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν την από τώρα ανάληψη πρωτοβουλιών για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει σταθερά δύο θέσεις που εξυπηρετούν την Αθήνα:
- Πρώτον ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ως εκ τούτου απαιτείται γενναία ελάφρυνσή του και μάλιστα άμεσα.
- Δεύτερον, ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά είναι μη ρεαλιστικός και πως πρέπει να μειωθεί στο 1,5%.
Είναι οι δύο θέσεις που δεν δέχεται το Βερολίνο. Στη σύνοδο του Eurogroup πριν ένα χρόνο, το ΔΝΤ είχε κάνει ένα βήμα πίσω, προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός και να κλείσει η 1η αξιολόγηση. Είχε, ωστόσο, εξαρτήσει τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα (μέχρι τώρα συμμετέχει στο 3ο Μνημόνιο ως τεχνικός σύμβουλος και όχι ως δανειστής) κυρίως από το βαθμό που η Ευρωζώνη θα αποδεχθεί τις θέσεις του.
Αποφυγή εκτιμούμενης επιβάρυνσης
Από τη μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά, η Ευρωζώνη δεν πρόκειται να χάσει ευρώ. Εκτιμάται ότι θα προκύψει ελάφρυνση 40 δισ μέχρι το 2060. Η εκτίμηση στηρίζεται κυρίως στην πρόβλεψη ότι τα επιτόκια που σήμερα είναι διεθνώς σε πολύ χαμηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια θα ανεβούν.
Λόγω, όμως, των σταθερών επιτοκίων η Ελλάδα δεν θα επιβαρυνθεί από αυτή την αύξηση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κέρδος από την αποφυγή εκτιμούμενης μελλοντικής επιβάρυνσης.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι κατανέμονται πιο ορθολογικά οι δανειακές υποχρεώσεις στις δεκαετίες του 2030 και 2040. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι έκθεση της Citi εκτιμά ότι το 2060 το ελληνικό χρέος όχι μόνο δεν θα έχει μειωθεί δραστικά, αλλά και ότι θα έχει εκτοξευθεί στο 250% του ΑΕΠ!
Έχοντας αποδεχθεί ότι δεν τίθεται θέμα να κουρευτεί το χρέος, η Αθήνα αγωνίζεται για να επιτύχει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα να οριστικοποιηθούν τώρα και να είναι όσο το δυνατόν πιο γενναιόδωρα. Ο λόγος που το επιδιώκει είναι οικονομικός και όχι λογιστικός. Θέλει να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να διαλύσει την αβεβαιότητα για να καταστήσει την Ελλάδα ελκυστική για παραγωγικές επενδύσεις.
Όπως προαναφέραμε αυτό θα το επιτύχει όχι μόνο με το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, αλλά και με την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση. Ο Κερέ, πάντως, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εμφανίσθηκε επιφυλακτικός όσον αφορά την ένταξη της Ελλάδας, επικαλούμενος την ασάφεια που επικρατεί για τη βιωσιμότητά ή όχι του ελληνικού χρέους.
Το αφήγημα και η …γραβάτα
Στην πραγματικότητα, η απόφαση του Eurogroup την ερχόμενη Δευτέρα θα καθορισθεί από τις εν εξελίξει παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Βερολίνο και στο ΔΝΤ και όχι από την όποια πολιτική πίεση που ασκεί η Αθήνα. Από τη στιγμή που η Αθήνα υποχώρησε και αποδέχθηκε τις πρόσθετες απαιτήσεις του Ταμείου για περικοπές στο αφορολόγητο και στις συντάξεις, ελπίζει ότι τουλάχιστον θα αποσπάσει ένα πακέτο για το χρέος, το οποίο να μπορεί να “πουλήσει” στην κοινή γνώμη.
Το αφήγημα των αντιμέτρων δεν έχει πολιτική-εκλογική εμβέλεια. Στην πραγματικότητα, αντίμετρα θα υπάρξουν μόνο εάν το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πάνω από τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Το χρηματικό ύψος των αντιμέτρων θα είναι όσο και το υπερβάλλον πρωτογενές πλεόνασμα. Αν π.χ. το πλεόνασμα είναι 4,5% του ΑΕΠ τα αντίμετρα θα είναι ύψους 1% του ΑΕΠ.
Τέτοιου ύψους πρωτογενές πλεόνασμα, όμως, είναι από σχεδόν αδύνατον να παραχθεί από μία οικονομία που “σέρνεται” και πολύ δύσκολο ακόμα και για μία οικονομία που πάει σχετικά καλά. Όσο μεγαλύτερο, άλλωστε, είναι το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο μεγαλύτερη ρευστότητα αφαιρείται από την πραγματική οικονομία.