2015: Οι ρίζες και η κληρονομιά ενός απατηλού δημοψηφίσματος
06/08/2020Πριν από λίγες εβδομάδες συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εκλέχθηκε τον Ιανουάριο του 2015 για να καταργήσει τα δύο μνημόνια του 2010 και 2012, να επαναδιαπραγματευτεί τα δάνεια που τα συνόδευαν και να εφαρμόσει το ανορθωτικό “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης”.
Μέχρι τότε, η μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δεν είχε κλείσει την περιβόητη τέταρτη αξιολόγηση του προηγούμενου μνημονίου, λόγω των υπερβολικών αξιώσεων των δανειστών. Η νέα κυβέρνηση αμέσως ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μη δανειστεί περαιτέρω μέχρι να αναδιαρθρωθεί το χρέος. Ακόμα, ότι επρόκειτο να διαπραγματευτεί νέο, αναπτυξιακό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων αντί των μνημονίων.
Οι δανειστές, αναμενόμενα, αντέδρασαν άμεσα και έκοψαν μέρος της χρηματοδότησης προς τις ελληνικές τράπεζες (ELA). Άρχισαν παράλληλα να πιέζουν με τους Έλληνες συνεργάτες τους (αντιπολίτευση, ΜΜΕ) αφόρητα την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση δεν αντέδρασε ουσιαστικά. Αντιθέτως και παραδόξως, πλήρωνε τις υποχρεώσεις σε μισθούς, συντάξεις και στους δανειστές από τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων.
Ο Τσίπρας δεν μπορούσε να προχωρήσει εμπρός, διότι δεν ήθελε τη ρήξη. Πίσω δεν μπορούσε να κάνει, διότι το κόμμα του ήταν εναντίον της παράδοσης. Ο όποιος επώδυνος συμβιβασμός θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ακύρωση των εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή θα επικύρωνε τα δύο προηγούμενα μνημόνια και θα συνοδευόταν από νέο μνημόνιο και δάνεια.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος
Έτσι, όταν τον Ιούνιο του 2015 η ΕΚΤ και (;) το υπουργείο Οικονομικών έκλεισαν τις τράπεζες και επέβαλαν έλεγχο κεφαλαίων, ο πρωθυπουργός προκήρυξε δημοψήφισμα σε χρόνο εξπρές για να αποφανθεί ο λαός για την τύχη της πρότασης των δανειστών. Όμως, ενώ η κυβέρνηση προπαγάνδιζε το “ΟΧΙ”, αρνούνταν να δηλώσει ευθέως τι θα κάνει σε περίπτωση που αυτό επικρατούσε και ήγειρε ερωτήματα για τις προθέσεις της.
Το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία των ξένων (Γιούνκερ, Σόιμπλε κ.λπ.) και των εγχώριων υποστηρικτών του “ΝΑΙ” (αντιπολίτευση, ΜΜΕ, “μένουμε Ευρώπη” κ.λπ.) προσέλαβε εκβιαστικά το χαρακτήρα “ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ευρώ”. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι καμία συνθήκη της ΕΕ δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο.
Όλο το παραδοσιακό σύστημα εξουσίας, εντός και εκτός της χώρας, κινητοποιήθηκε, προκειμένου ο λαός “να πειστεί”. Αποκαλύφθηκαν όλες οι εκλεκτικές συγγένειες και η άμεση σχέση του εγχώριου συστήματος εξουσίας με τους μηχανισμούς της τρόικα, ειδικά τους ευρωπαϊκούς.
Επιπλέον, αναδείχθηκε η ΕΕ ως χώρος εκβιαστικών πιέσεων των ισχυρών εις βάρος των υπολοίπων. Παρά τις τρομακτικές πιέσεις, ο ελληνικός λαός με 62% απέρριψε τη συμφωνία. Κάποιοι, εκ των υστέρων, είπαν ότι ο λαός ψήφισε εναντίον της συμφωνίας και όχι εναντίον του ευρώ. Είναι οι ίδιοι που έλεγαν πριν από την κάλπη ότι “ΟΧΙ” σημαίνει “ΟΧΙ στο ευρώ”.
Από τον εκβιασμό στην υποταγή
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση, με μια πρωτοφανή πολιτική κυβίστηση, κάλεσε αμέσως τους πολιτικούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης που ήταν εναντίον της για “χάραξη εθνικής γραμμής διαπραγμάτευσης”!! Και υπέγραψε κάτι πολύ χειρότερο από αυτό που ο λαός είχε απορρίψει. Τα ερωτήματα για τις αρχικές προθέσεις της κυβέρνησης απαντήθηκαν σε λίγες ώρες.
Επιβεβαιώθηκαν και οι μαρτυρίες ότι ο σκληρός κυβερνητικός πυρήνας κατέφυγε στο δημοψήφισμα, νομίζοντας ότι θα επικρατήσει το “ΝΑΙ” και θα νομιμοποιηθεί να παραδοθεί. Τα μνημόνια, τρία στο σύνολό τους, σε πλήρη αντίθεση με το λαϊκό σώμα, ψηφίστηκαν από τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινοβουλίου.
Οι οικονομικές συνέπειες φάνηκαν έκτοτε, αφού επισφραγίστηκε ότι η Ελλάδα θα μείνει δέσμια με μακροχρόνιες δεσμεύσεις (υπερταμείο κ.λπ.) και καταχρεωμένη. Θα αντιτείνει κανείς ότι, αν η κυβέρνηση δεν συμβιβαζόταν, τα οικονομικά αποτελέσματα θα ήταν οδυνηρά, η Ελλάδα θα πήγαινε δεκαετίες πίσω. Αυτή η πρόβλεψη είναι εξαιρετικά συζητήσιμη, ειδικά αν υπήρχε κυβέρνηση με σχέδιο και προετοιμασία.
Είναι, επιπλέον, περίεργο ότι η άποψη αυτή διακινείται από τους υπεύθυνους του μεταπολιτευτικού παραγωγικού και οικονομικού μοντέλου της χώρας και των μνημονίων, που συνολικά επέφεραν την οικονομική χρεοκοπία της χώρας. Ακόμα, είναι αποκαλυπτικό ότι η παραπάνω προσέγγιση δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη το θεμελιώδες: Ποιος αποφασίζει για το τι είναι σημαντικό για τη χώρα;
Τι έλειπε από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Το διαχρονικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό: η αναντιστοιχία βούλησης πολιτών και πολιτικής ηγεσίας. Για πρώτη φορά εμπεδώθηκε τόσο εμφατικά ότι ο λαός δεν δικαιούται να έχει ούτε καν νομιμοποιητικό ρόλο για το πολιτικό σύστημα. Οι “μένουμε Ευρώπη” κατηγόρησαν τον Τσίπρα ότι επιχείρησε πραξικοπηματικά με το δημοψήφισμα να βγάλει την Ελλάδα από την Ευρώπη.
Το προφανές ερώτημα είναι, από πότε η εφαρμογή απόφασης δημοψηφίσματος συνιστά πραξικόπημα. Εξάλλου, η ομάδα Τσίπρα ουδέποτε έθεσε θέμα παραμονής της Ελλάδας στην ΕΕ, ακολουθώντας πιστά τη φιλοευρωπαϊκή θέση του ρεύματος του παλιού Συνασπισμού. Η αλήθεια είναι, βεβαίως, ότι η ομάδα Τσίπρα έκανε πραξικόπημα, πράττοντας εναντίον της βούλησης του λαού. Οι υπέρ της συμφωνίας οφείλουν μεγάλη υποχρέωση στην ομάδα Τσίπρα.
Μόνο μια αντιμνημονιακή μέχρι τότε δύναμη μπορούσε να νομιμοποιήσει και διασώσει τα αποτυχημένα μνημόνια. Όλο, σχεδόν, το πολιτικό προσωπικό ουσιαστικά ομονόησε σε αυτό το θεσμικό πραξικόπημα. Οι θεσμικές συνέπειες στη λειτουργία του πολιτεύματος και τη σχέση πολίτη – πολιτικής θα ακολουθούν για πολύ καιρό ακόμα την πολιτική ζωή του τόπου. Η πλευρά Τσίπρα ισχυρίστηκε ότι προσπάθησε να διαπραγματευτεί, αλλά απέτυχε. Ότι δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τους κινδύνους και είχαν αυταπάτες.
Η διαπραγμάτευση, όμως, προϋποθέτει ότι υπάρχει δυνητικό αμοιβαίο κόστος από τη μη επίτευξη συμφωνίας. Οι δανειστές επέσειαν τη διακοπή της χρηματοδότησης, που θα οδηγούσε σε άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ. Η κυβέρνηση το μόνο που μπορούσε να επισείσει ήταν η συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ, που θα προκαλούσε πλήγμα στο κύρος και στην εικόνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και η μη αποπληρωμή μέρους του χρέους που διακρατείτο από την ΕΚΤ.
Μια τέτοια μείζονα κίνηση θα απαιτούσε προετοιμασία και συστηματική ενημέρωση του λαού. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση εξαρχής δεν είχε κάνει καμία σχετική προετοιμασία: Δεν είχε ενημερώσει την κοινή γνώμη, δεν είχε τοποθετήσει ανθρώπους με ανάλογες απόψεις σε κρίσιμες θέσεις, δεν είχε εξαγγείλει κανένα συγκροτημένο, ανάλογο σχέδιο.
Το ψευτοδίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ
Ένα είναι βέβαιο: Καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση δεν έγινε με τους δανειστές. Η μόνη διαπραγμάτευση ήταν με τον ελληνικό λαό και με μέρος του ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται ότι ο Τσίπρας προσπάθησε σταδιακά να αλλάξει στάση, διατηρώντας την αποδοχή του κόμματός του και του λαού. Το εξάμηνο που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος υπήρξε άκρως διδακτικό. Αποδείχθηκε περίτρανα ότι όταν δεν έχεις ριζικά εναλλακτική πρόταση, η κατάληξη είναι η παράδοση και η ραγδαία μετάλλαξη.
Διακηρύξεις και ψευδαισθήσεις δεκαετιών περί “δυνατότητας αλλαγής της ΕΕ και διαφορετικής πολιτικής εντός της” εξαερώθηκαν μέσα σε λίγους μήνες. Και αυτό ήταν αναμενόμενο. Το πολιτικό προσωπικό που επαγγέλθηκε και κλήθηκε να εφαρμόσει μια ριζική αλλαγή πολιτικής ήταν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες ενταγμένο στους μηχανισμούς της εξουσίας που κατήγγειλε: κυβερνητικές θέσεις, τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικαλισμός, πανεπιστήμια, ΜΜΕ.
Εξουσίας, που είναι διαχρονικά άμεσα εξαρτημένη από τους, κυρίως ευρωπαϊκούς, μηχανισμούς της τρόικα. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσης και μπήκε το δίλημμα «ή με τη συνέπεια των εξαγγελιών και τη βούληση της κοινωνίας ή με το παλαιό πολιτικό σύστημα και την ΕΕ», η απάντηση ήταν ξεκάθαρα με τους δεύτερους.
Αυτή ήταν και η ρίζα του πολιτικού χειρισμού εκείνης της περιόδου, ρίζα που εξακολουθεί και σήμερα. Συμπερασματικά, οι συνέπειες και οι αιτίες της περιόδου εκείνης είναι πολύ πιο σοβαρές από τις οικονομικές και πολύ πιο αποκαλυπτικές για το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας. Μόνο ο ελληνικός λαός θα μπορούσε, ασκώντας το στοιχειώδες πολιτικό του δικαίωμα, να αλλάξει αυτή την κατάσταση.