Αιμορραγεί η κυβέρνηση λόγω ΟΠΕΚΕΠΕ; – Τι δείχνει δημοσκόπηση
17/07/2025
Η τελευταία δημοσκόπηση, που φέρνει τη ΝΔ να καταγράφει ποσοστό πρόθεσης ψήφου στο 23,5% σε πρόσφατη μέτρηση της Real Polls, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει συναγερμό στο Μέγαρο Μαξίμου.
Το κυβερνών κόμμα, αν και διατηρεί προβάδισμα από τους πολιτικούς του αντιπάλους, φαίνεται να εισέρχεται σε φάση σταδιακής πολιτικής φθοράς. Αιτία, όχι απλώς η κόπωση της δεύτερης κυβερνητικής θητείας, αλλά τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα, με αποκορύφωμα την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία λειτουργεί ως επιταχυντής αποδοκιμασίας.
Η εικόνα που εκπέμπεται δεν είναι απλώς αυτή ενός συστήματος που “σκοντάφτει”, αλλά ενός καθεστώτος που οικοδομήθηκε με επικοινωνιακούς όρους περί “αρίστων” και τώρα απογυμνώνεται. Το μοντέλο του “επιτελικού κράτους”, βασικό αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη από το 2019, φαίνεται πλέον να αποδομείται, όχι από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αλλά από πρακτικές της ίδιας της κυβέρνησης.
Ο ΟΠΕΚΕΠΕ ως τοξικό βαρίδι
Το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι ένα μεμονωμένο διοικητικό λάθος. Για πολλούς στο εσωτερικό της κυβέρνησης, η υπόθεση αυτή έχει πλήξει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της. Η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν περιορίζεται μόνο στον αγροτικό κόσμο, αλλά επεκτείνεται στο ευρύτερο εκλογικό σώμα που απογοητεύεται από τη διαχείριση των πόρων, τη στελέχωση των κρίσιμων οργανισμών και τη θεσμική ηθική του κράτους.
Η κυβερνητική προσπάθεια να μετατεθεί η ευθύνη σε επιμέρους υπουργούς φαίνεται να μην πείθει. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένα σημαντικό ποσοστό των πολιτών θεωρεί τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ως τον βασικό υπεύθυνο για την κρίση στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Το αφήγημα της «ατομικής ευθύνης των υπουργών» αποδυναμώνεται, ειδικά όταν συνοδεύεται από φρασεολογία και πρακτικές που αποπνέουν αλαζονεία. Θυμίζουμε πως στην χθεσινή δημοσκόπηση της Real Polls, το 38.2% κρίνει τον πρωθυπουργό ως τον βασικό υπεύθυνο του σκανδάλου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ακόμα πολιτική της κρίση που σχετίζεται με τη δική της λειτουργία. Η σοκαριστική υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ αποκαλύπτει ένα σύστημα που νοσεί, όχι μόνο διοικητικά, αλλά και ηθικά. Η εικόνα του “επιτελικού κράτους” καταρρέει υπό το βάρος της ίδιας της πράξης, της συγκάλυψης και της διαχείρισης κρίσεων με όρους κομματικής προστασίας.
Το παραπάνω επιχείρημα έρχονται να επιβεβαιώσουν οι νέοι αποκαλυπτικοί διάλογοι για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ενισχύοντας παράλληλα την εικόνα ενός μηχανισμού που λειτουργούσε σαν “μαφία”. Ο Γιώργος Ξυλούρης, γνωστός ως “Φραπές”, ακούγεται να λέει ότι θα τον συνέφερε να είχε σκοτώσει την Παρασκευή Τυχεροπούλου, επιστημονική συνεργάτιδα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, επειδή «του χάλαγε τη μαγιά» με τους ελέγχους της, μιλώντας μάλιστα με στέλεχος του υπουργείου! Την ίδια στιγμή, αντί να προστατευθεί, η Τυχεροπούλου τιμωρήθηκε με στέρηση μισθού! Σε άλλο διάλογο, ο Ξυλούρης ζητά από τον τότε πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ να αποσυρθούν οι έλεγχοι, επικαλούμενος ραντεβού με τον Μάκη Βορίδη.
Οι δηλώσεις Γεωργιάδη και ο θεσμικός κυνισμός
Χαρακτηριστικότερη όλων η τοποθέτηση του Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος υπεραμύνθηκε της δυνατότητας της Νέας Δημοκρατίας να αποφασίζει, λόγω κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, για την ενοχή ή μη στελεχών της, όπως οι κ.κ. Βορίδης και Αυγενάκης.
«Δεν έχει δικαίωμα η Ευρωπαία Εισαγγελέας να μας πει αν θεωρεί ένοχο τον Βορίδη ή τον Αυγενάκη. Ξέρετε τι δικαίωμα έχει μόνο; Λέει δείτε αν θέλετε να το ελέγξετε. Ποιος έχει στο Σύνταγμα την αρμοδιότητα να δει αν πρέπει να ελεγχθούν; Η Βουλή. Τι λέει η Βουλή, δηλαδή η πλειοψηφία της; Ποιος είναι η πλειοψηφία της; Η ΝΔ. Τι αποφάσισε η Νέα Δημοκρατία; Ότι δεν θέλει να ελεγχθούν. Τέλος».
Οι δηλώσεις αυτές δεν έμειναν αναπάντητες. Ξεσήκωσαν κύμα αντιδράσεων τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από συνταγματολόγους, καθώς εγείρουν ερωτήματα για τον σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών και στους θεσμούς λογοδοσίας.
Το μήνυμα που εκπέμπει το Μαξίμου δεν είναι πλέον αυτό της σοβαρότητας, αλλά του θεσμικού κυνισμού. Η άρνηση ανάληψης πολιτικής ευθύνης, σε συνδυασμό με την επίκληση της κοινοβουλευτικής ισχύος για την αποτροπή ελέγχου, δημιουργεί την αίσθηση πως η κυβέρνηση λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός εξουσίας παρά ως πολιτικό σχήμα που λογοδοτεί.
Το πολιτικό κενό και η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ
Το τοπίο αυτό, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να είναι ιδανικό για ένα κόμμα της αντιπολίτευσης που επιχειρεί να καταγράψει δυναμική ανόδου. Το ΠΑΣΟΚ, υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη, καλείται να διεκδικήσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς, αξιοποιώντας τη φθορά της ΝΔ. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, φαίνεται αδύναμο να «μεταφράσει» πολιτικά τα κυβερνητικά λάθη σε εκλογικά οφέλη.
Η δημοσκοπική του στασιμότητα, με ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 10% στην πρόθεση ψήφου, αναδεικνύει την έλλειψη πολιτικής πρότασης και ηγετικού προφίλ ικανού να εμπνεύσει. Παρότι το ΠΑΣΟΚ απευθύνεται σχεδόν στο ίδιο κεντρογενές εκλογικό ακροατήριο με τη ΝΔ, δεν καταφέρνει να αποσπάσει ουσιαστική στήριξη, ούτε από απογοητευμένους πρώην ψηφοφόρους της ΝΔ, ούτε από πολίτες που αναζητούν μια θεσμική και σοβαρή αντιπολίτευση.