Έφυγε ο Άκης Τζοχατζόπουλος – Η άνοδος και η πτώση του
27/08/2021Έφυγε από τη ζωή από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 82 ετών, ο πρώην υπουργός και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Άκης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε ιδιωτική κλινική. Η πολυτάραχη ζωή του σημαδεύτηκε με την πολύκροτη φυλάκισή του το 2013 για υποθέσεις διαφθοράς, με ποινή κάθειρξη 20 ετών. Αποφυλακίσθηκε για λόγους υγείας πριν από τρία χρόνια.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά η οικογένειά του μετεγκαταστάθηκε το 1940 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου Πολιτικός Μηχανικός και εργάσθηκε κυρίως στη Γερμανία, όπου έζησε συνολικά 16 χρόνια έως το 1975, οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Στη Γερμανία παντρεύτηκε την Γκούντρουν Μολντενχάουερ το 1964, με την οποία απέκτησε μία κόρη και έναν γιο. Το 2004 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με τη Βίκυ Σταμάτη και απέκτησαν έναν γιο.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, γνώρισε τον Ανδρέα Παπανδρέου και το 1970 έγινε μέλος του αντιδικτατορικού Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ). Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Από τότε συμμετείχε για πολλά χρόνια στο Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος. Την περίοδο 1990-1994 διετέλεσε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, ενώ το 1995 εξελέγη αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στις εκλογές του 1981 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, εκλεγόμενος βουλευτής. Από το 1985 έως και τις εκλογές του 2004 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής στην Α’ Θεσσαλονίκης.
Το 1995 ο Άκης Τσοχατζόπουλος διετέλεσε αναπληρωτής πρωθυπουργός και με την ιδιότητα αυτή εκπροσώπησε την Ελλάδα στη σύνοδο κορυφής των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μαδρίτη. Μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από το αξίωμά τον Ιανουάριο του 1996, έθεσε υποψηφιότητα για την ανάδειξη του νέου πρωθυπουργού που θα εξέλεγε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Ισοψήφησε με τον Κώστα Σημίτη (από 53 ψήφοι) και στην επαναληπτική ψηφοφορία έλαβε 75 ψήφους, έναντι 86 του Κώστα Σημίτη.
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου και μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, διεκδίκησε στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το χρίσμα του προέδρου του κόμματος, απέτυχε όμως να εκλεγεί με αντίπαλο τον Κώστα Σημίτη. Συμμετείχε σχεδόν σε όλα τα υπουργικά συμβούλια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, από τον πρώτο σχηματισμό της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1981, μέχρι το τέλος της κυβέρνησης Σημίτη το 2004, ενώ διετέλεσε υπουργός και στην οικουμενική κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα.
Η πρώτη σκιά
Στις εκλογές του 2007 απέτυχε να εκλεγεί και στις εκλογές του 2009 δεν κατέβηκε υποψήφιος. Στις 11 Απριλίου του 2011, ο πρώην υπουργός διαγράφηκε οριστικά από το ΠΑΣΟΚ. Είχαν από κοινού με την σύζυγο του αγοράσει το 2010, έναντι ενός περίπου εκατομμυρίου ευρώ, την περίφημη οικία στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, συμφερόντων της υπεράκτιας εταιρείας Τορκάσο, τρεις ημέρες πριν την ψήφιση του νόμου «περί αποκατάστασης της φορολογικής Δικαιοσύνης και αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής». Ο νόμος αυτός περιείχε διάταξη που πενταπλασίαζε τη φορολογία ακινήτων που ανήκουν σε υπεράκτιες εταιρείες.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος υπεραμύνθηκε της αθωότητάς του και η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Διαφάνειας του ΠΑΣΟΚ. Η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Ελένη Ράικου, διέταξε προκαταρκτική εξέταση, ενώ έρευνα άρχισε και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ). Στις 7 Ιουνίου του 2010 η επιτροπή του κινήματος ζήτησε την αναστολή της κομματικής του ιδιότητας, λόγω των στοιχείων που προέκυψαν εις βάρος του.
Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύθηκαν τα πρώτα στοιχεία που αφορούσαν στην έρευνα του ΣΔΟΕ για το πόθεν έσχες του Τσοχατζόπουλου. Σύμφωνα με το ΣΔΟΕ, η τιμή που είχε δηλώσει ο πρώην υπουργός ότι αγόρασε το σπίτι του στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ήταν μικρότερη από την αντικειμενική του αξία. Κλήθηκε εν συνεχεία στον εισαγγελέα ως ύποπτος για ανειλικρινή φορολογική δήλωση. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κλήση του αφορούσε τη φορολογική δήλωση του για το έτος 2009.
Siemens και υποβρύχια
Τον Απρίλιο του 2014, το Εφετείο αποφάσισε την τελική του ποινή για αυτήν την υπόθεση, σε 5,5 χρόνια φυλάκιση και χρηματική ποινή 210.000 ευρώ, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου. Όμως, ακολούθησε το σκάνδαλο Siemens. Από την έρευνα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που συντάχθηκε για την έρευνα των σκανδάλου δωροδοκιών της Siemens, βγήκαν στη δημοσιότητα διάφορα στοιχεία περί συμμετοχής πολιτικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του Άκη Τσοχατζόπουλου.
Το πόρισμα αναφέρει ότι «ο κ. Τσοχατζόπουλος ελέγχεται για τις ενέργειές του ως υπουργός Εθνικής Άμυνας την περίοδο από το 1996 έως 2001. Η επιτροπή συνδυάζει τις παραγγελίες εξοπλιστικών συστημάτων που έγιναν επί υπουργίας του με τις καταθέσεις μαρτύρων που είχαν συνεργαστεί με την εταιρία Siemens ότι είχαν δωροδοκήσει Έλληνες πολιτικούς και αξιωματούχους για τα Patriot».
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος κατέθεσε μήνυση κατά του γερμανικού περιοδικού “Der Spiegel”, με αφορμή δημοσίευμα του περιοδικού τον Φεβρουάριο του 2011 που τον συνέδεε με την υπόθεση δωροδοκιών της εταιρίας κατασκευής υποβρυχίων Ferrostaal. Αμέσως μετά, η επιτροπή θεσμών και διαφάνειας της Βουλής αποφάσισε τον έλεγχο του πόθεν έσχες του πρώην υπουργού, καθώς θεωρήθηκε ύποπτο το ποσό των καταθέσεών του.
Την 1η Ιουλίου 2011, η Βουλή των Ελλήνων με ευρεία πλειοψηφία αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου για παθητική δωροδοκία σε βάρος του δημοσίου και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη, ο πρώην υπουργός δέχθηκε καταθέσεις μεγάλων ποσών σε προσωπικό του λογαριασμό του, από εκπρόσωπο εταιρίας εξοπλιστικών συστημάτων. Επίσης, ο ίδιος ο Τσοχατζόπουλος δήλωσε υπέρογκα ποσά που δόθηκαν για ανακαίνιση της οικίας του επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Οι ισχυρισμοί για «πολιτική δίωξη»
Ο ίδιος αμφισβήτησε την εγκυρότητα των στοιχείων που αφορούσαν στην περιουσιακή του κατάσταση. Το 2012, μετά από ένταλμα που εκδόθηκε σε βάρος του από τον ειδικό ανακριτή Πρωτοδικών και την εισαγγελέα, συνελήφθη με την κατηγορία του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Στο εισαγγελικό πόρισμα που δημοσιεύτηκε μετά τη σύλληψή του, αναφέρεται: «ο Άκης Τσοχατζόπουλος και οι συνεργάτες του συνέστησαν εγκληματική οργάνωση και για την πραγμάτωση του σκοπού τους ίδρυσαν τρεις οff shore εταιρείες, τις BLUBELL, ΝΟΒΙLIS και TORCASO, μέσω των οποίων προέβησαν σε σειρά παράνομων πράξεων, μεταξύ άλλων και στην νομιμοποίηση παράνομων αμοιβών μέσω του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας».
Το 2012 μετά από πολύωρη απολογία, ο Άκης Τσοχατζόπουλος με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, κρίθηκε προφυλακιστέος. Το 2013 καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Σύμφωνα με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που κήρυξε ενόχους και καταδίκασε τους 17 από τους συνολικά 19 κατηγορούμενους στην υπόθεση, το ποσό που καταλογίζεται ότι έλαβε ο πρώην υπουργός ανέρχεται σε περίπου 54 εκατομμύρια ευρώ, μέσα σε μία δεκαετία.
Τον Ιούλιο του 2015, η πρώην σύζυγος του Τσοχατζόπουλου, Γκούντρουν Μολντενάουερ, η οποία επίσης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε φυλάκιση 6 ετών για το σκάνδαλο των εξοπλιστικών, υπέγραψε δήλωση συναίνεσης, ώστε ποσό 833.000 δολαρίων που βρέθηκε σε λογαριασμό της στην Ελβετία να κατατεθεί στον ειδικό λογαριασμό του Δημοσίου. Ο ίδιος, με γραπτή δήλωσή του επέμεινε ότι η δίωξή του ήταν «καθαρά πολιτική» και ανέφερε ότι θα το αποδείξει «με στοιχεία πέραν πάσης αμφισβήτησης», κατηγορώντας τους Γιώργο Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη ότι «σε συνεργασία με ελληνικές και ξένες υπηρεσίες, παρέδωσαν την χώρα στους ξένους και στους δανειστές».