Από τη μετριοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ στον μικρο-οικονομισμό της ΝΔ
07/11/2019Κάθε μέρα γίνεται φανερό, μετά την μνημονιακή δεκαετία και την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ότι έχουν τεθεί μια σειρά από μεγάλα θέματα αναπροσδιορισμού της χώρας και των σχέσεων των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος αλλά και με την ανταπόκριση στις διεθνείς εξελίξεις. Ο επιμερισμός της κρίσης έκανε να αναδυθούν με ένταση οι μεγάλες παθογένειες του κράτους και της κοινωνίας, η εγχώρια δομή εξουσίας με τις μεγάλες στρεβλώσεις και ανισότητες, τους ευνοημένους και τους παγιδευμένους.
Η χώρα βιώνει μια ριζική αμφιθυμία: του πολυτεμαχισμού και της προσπάθειας ατομικής επιβίωσης, παράλληλα με την αίσθηση της κοινής μοίρας και της ανάγκης αναζήτησης ενός νέου ορίζοντα του έθνους. Η εποχή έχει όμως και μια σειρά από πρόσφατες διεθνείς ραγδαίες εξελίξεις. Η ανασφάλεια από τον πολυπολισμό και οι παλινωδίες Τραμπ, η συνεχής απειλή Ερντογάν, το μεταναστευτικό, η υστέρηση της ΕΕ, η κλιματική αλλαγή και η αίσθηση μιας γενικευμένης παγκόσμιας ανομίας, δημιουργούν καινούργια γεωπολιτικά δεδομένα γύρω μας.
Απέναντι σε όλα αυτά ο εγχώριος δημόσιος διάλογος σε μεγάλο βαθμό φαίνεται σταματημένος στην προεκλογική περίοδο, καθώς ούτε η κοινωνία τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά ούτε και τα κόμματα δείχνουν διάθεση ανταπόκρισης στην νέα περίοδο. Ο χώρος της ΝΔ, παρά τις εργώδεις και ελπιδοφόρες πρωτοβουλίες του πρωθυπουργικού σχηματισμού για οικονομική επανεκκίνηση, εμφανίζεται ανέτοιμος και δεν εμφορείται από αντίστοιχες προθέσεις για μια μεγάλης έντασης και έκτασης συμμετοχή σε γενικότερες προσπάθειες.
Συντεχνίες μετακινούμενες και αυτοαναφορικές, αλλά και ιδιοτελή συμφέροντα ολιγαρχών, καραδοκούν για ανανέωση των κρυφών και φανερών προνομίων και παροχών. Μεγάλες μεταρρυθμιστικές προτάσεις που να σηματοδοτούν υπέρβαση στρεβλώσεων, αλλά και υλοποίηση προσαρμογών δεν εκπέμπονται. Άλλο λέει η ρητορική, άλλο τα γεγονότα.
Οι μέτριοι και οι απρόθυμοι
Από την μετριοκρατία και ισοπεδωτισμό του ΣΥΡΙΖΑ καταλήγουμε, στους αρίστους στα βιογραφικά, αλλά ταυτόχρονα άκαπνους, απρόθυμους και ανέτοιμους στην αναζήτηση του νέου και στην σύγκρουση που αυτό συνεπάγεται. Καίρια υπουργεία, Παιδείας, Υγείας, Πολιτισμού και Εσωτερικών, αλλά και Περιβάλλοντος, Εργασίας και Αγροτικής Ανάπτυξης, πελαγοδρομούν στο αρχιπέλαγος μικροδιευθετήσεων στα επιμέρους, χάνοντας τον μετεκλογικό εξαιρετικά πολύτιμο χρόνο.
Ένας μεγάλος και αναγκαίος μετασχηματισμός αποσυμπίεσης του κράτους με αποκέντρωση (όπως η πρόταση μεταφοράς του ΕΝΦΙΑ στην Αυτοδιοίκηση), με αξιολόγηση, με σάρωση μιας πλειάδας δομών της γενικής κυβέρνησης, κρεμασμένων αναίτια στην κεντρική, δεν δρομολογείται. Σχεδόν φοβικά τίθεται η άρση μονιμότητας σε ΔΕΚΟ, όπως και η τόσο αναγκαία συνέργεια δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με νέους κανόνες και άρση της τωρινής κερδοσκοπίας. Οι αποκρατικοποιήσεις έχουν αφεθεί στον αυτόματο, χωρίς ένα γενικότερο κλαδικό σχεδιασμό και συντονισμό, χωρίς συστηματική στήριξη εξωστρεφών κλάδων, χωρίς αξιοποίηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Η συντηρητική παράταξη εξαντλεί την παρέμβαση της σε θέματα ασφαλείας και προσφύγων, ενώ η εμπειρία της διαμάχης των Πρεσπών και η κρίση, έχει δημιουργήσει νέες ορίζουσες διαλόγου για την ιστορία και τον πολιτισμό μας, αλλά και την ελληνικότητα πέρα από τον εξαιρετισμό και την παράδοξη νεωτερικότητα. Η κρατική κοινωνική πολιτική έχει μεταφέρει την τελευταία περίοδο πολλές δαπάνες στα νοικοκυριά, αλλά ο χώρος αρνείται πεισματικά κάθε ανανέωση, αναδιάταξη δομών και καλύτερη αξιοποίηση προσωπικού.
Το ΕΣΥ γερνά αβοήθητο και ανοργάνωτο, ο ΕΟΠΥΥ κωλυσιεργεί αντί να συνδράμει αποφασιστικά και έγκαιρα στις ανάγκες των ασθενών, ο κόσμος ταλαιπωρείται και καταφεύγει στο γρήγορο, αλλά κερδοσκοπικό ιδιωτικό, επιβαρύνοντας τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ένας μεγάλος μετασχηματισμός στον τομέα της εργασίας είναι η πολύ πιο στενή επαφή των πανεπιστημίων με την πραγματική αγορά και τις επιχειρήσεις. Αυτό προϋποθέτει κατάργηση της αυτοαναφορικότητας των πανεπιστήμιων, ώστε να δθούν νέες χειροπιαστές ευκαιρίες παραγωγικής απασχόλησης σε εκατοντάδες χιλιάδες νέους.
Χαμένη ευκαιρία ο ΣΥΡΙΖΑ
Έχοντας καθηλώσει την χώρα σε πολλά επίπεδα, με το άλλοθι του μνημονιακού ζυγού, ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε ή ανέβαλλε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, εξαντλώντας την δική του δυναμική στην πόλωση και διαρκή καταγγελία. Η ριζοσπαστική ρητορική δεν καταδύθηκε στην βάσανο της εύρεσης και υλοποίησης δημιουργικών και όχι δημοσιονομικών και αναπτυξιακών μέτρων.
Δεν καταδύθηκε ούτε στον σχεδιασμό και ενεργοποίηση μετατροπών και καινοτομιών, ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε κανένα οικονομικό κόστος. Καμιά μεγάλη τομή στους αντίστοιχους τομείς δεν επιχειρήθηκε πέρα από παλινωδίες και ανατροπές πολιτικών από υπουργό σε υπουργό, καμιά εσωτερική διαβούλευση πέρα από χειρισμούς (Φίλης-Γαβρόγλου, Κουρουμπλής, Ξανθός, Μπαλτάς, Κονιόρδου, Ζορμπά).
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι στην αναδιοργάνωση του, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσωποπαγές δημαγωγικό κόμμα-κλισέ. Στην τωρινή συνεδριακή του πορεία έχει αποφασίσει να αποφύγει κάθε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αρκούμενος σε ένταξη ιδιοτελών, βουβών-πρόθυμων συνοδοιπόρων και πολιτική μάχη χαρακωμάτων.
Το Κίνημα Αλλαγής αναφέρεται, παρά τις αποχωρήσεις και τις επιφυλάξεις, σε ένα μεγάλο σχολάζον δυναμικό της κεντροαριστεράς, ανενεργό τώρα αλλά πολιτικά παρόν, σε απόσταση από τον κρυπτόμενο συντηρητισμό της ΝΔ, αλλά και τον ρεβανσιστικό αναχρονισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Η συλλογική επεξεργασία των πολιτικών του μέλλοντος –όχι η ανερμάτιστη πασοκολογία– και η ανάγκη συγκλίσεων και συνθέσεων για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές είναι συστατική και όχι επίπλαστη ιδιότητα της κεντροαριστεράς.
Δηλητηριώδης δημόσιος διάλογος
Είναι θεσμοθετημένη μνήμη, όχι τακτική για την δημιουργία εντυπώσεων, από ειδικούς και εμπειρογνώμονες, με απουσία των μελών, με αγνόηση των φίλων, με απουσία των πολιτών. Η πολύτιμη συνεισφορά του χώρου μπορεί να είναι η πρόταξη των ουσιαστικών προτεραιοτήτων. Όπως και η εμπλοκή ανθρώπων στο είδος και την ουσία μεταρρυθμίσεων που τροποποιούν τις δομές εξουσίας, διαχέοντας αρμοδιότητες πόρους και δυνατότητες προς τα κάτω.
Μια παγιδευμένη από αδράνεια και στρεβλώσεις κοινωνία πρέπει να κινηθεί όχι, καταγγέλλοντας και αίροντας τα επιφαινόμενα, αλλά αμφισβητώντας και παρεμβαίνοντας στα σημαντικά, στην αναπαραγωγή προνομίων και τον πυρήνα των ανισοτήτων. Η ρευστότητα των ψηφοφόρων των κομμάτων είναι ενδεικτική της μη εμπλοκής, της απόστασης, της έλλειψης εμπιστοσύνης σε ένα πολιτικό σύστημα αναξιόπιστο, όπως δοκιμάσθηκε και από τα τρία κόμματα την τελευταία περίοδο.
Πόσο έτοιμοι και πρόθυμοι είμαστε για τέτοιες αναζητήσεις όταν ο δημόσιος διάλογος έχει κατακλυσθεί με λεπτομέρειες αποσπασματικών και κάποτε σημαντικών, ατομικών και κλαδικών ρυθμίσεων; Με δηλητηριώδεις ακραίες αντιπαραθέσεις σκανδαλολογίας και συνωμοσιών, αναπαραγωγής στερεοτύπων και μόνιμης σχεδόν συστηματικής διαστρέβλωσης επιχειρημάτων του “εχθρού”;
Ο διάβολος είναι οι λεπτομέρειες
Κάθε προσπάθεια αναστοχασμού της κρίσης, δημιουργίας κοινών τόπων και συγκλίσεων, αλλά και κοινής πορείας σε μείζονες και επείγουσες ανάγκες παραγωγής πολιτικής και προσαρμογής στον ανταγωνισμό με μια νέα ανάπτυξη, εκφυλίζεται σε μικρο-οικονομισμό. Αυτός ο μεγάλος μετασχηματισμός καθυστερεί στερώντας πολύτιμους οικονομικούς πόρους και αξιοποίηση σχολάζοντος ή αδρανούντος ανθρώπινου δυναμικού, από μια ανοικτή κοινωνία που μπορεί και πρέπει να ξεκολλήσει και να κινηθεί μπροστά.
Ο διάβολος πια είναι οι λεπτομέρειες. Μπορεί η κυβέρνηση των “εκλεκτών”; Η αντιπολίτευση των εμμονών; Η κεντροαριστερά των αλλαγών; Ποιος θα εκπέμψει την μεγάλη συζήτηση; Αλλά και ποιος θα εμπλακεί στην υλοποίηση, ποιος θα συμμετάσχει στην πραγμάτωση, ποιος θα διεκδικήσει τον συλλογικό ορίζοντα ξανά;
ΥΓ. Ο εορτασμός των 200 χρόνων από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους μπορεί να πυροδοτήσει σε έναν λαό με διαρκή συλλογικά αντανακλαστικά, αλλά ίσως μειωμένες ορθολογικές επιλογές, νέες προσδοκίες; Μάλλον τείνει να εκφυλισθεί από ευκαιρία αυτογνωσίας σε παρέλαση από άνευρες εντυπώσεις, μία καρικατούρα των Ολυμπιακών του 2004.