Από τον Ανδρέα στον Ανδρουλάκη – Άνοδος και μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ
02/09/2024Το ΠΑΣΟΚ γιορτάζει τα 50α γενέθλιά του, βαδίζοντας προς ενδοπαραταξιακές εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού. Στην προηγούμενη εκλογή είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι οι ημέρες της πολιτικής βύθισης σε μονοψήφια εκλογικά ποσοστά ανήκουν πλέον στο παρελθόν κι ότι το Κίνημα Αλλαγής είχε βάλει πλώρη για να επιστρέψει σε θέση μεγάλου κόμματος εξουσίας. Οι προσδοκίες εκείνες διαψεύσθηκαν. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να ξεκόλλησε από τα μονοψήφια ποσοστά, αλλά, παρά την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, παρέμεινε τρίτο κόμμα.
Η πολιτικοεκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ από το 2011 ήταν εξίσου εντυπωσιακή με τη θυελλώδη επέλασή του προς την εξουσία (1974-81) και την εδραίωσή του ως ηγεμονική πολιτική δύναμη στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμεταλλεύθηκε με διορατικότητα το ριζοσπαστικό κύμα που σάρωσε την Ελλάδα τη δεκαετία του 1970, ως αντίδραση στην επτάχρονη δικτατορία, για να οικοδομήσει σοσιαλιστικό κόμμα εξουσίας. Το ρεύμα της Αλλαγής αναπτύχθηκε γύρω από τρεις άξονες:
- Πρώτον, τον εκδημοκρατισμό και την οριστική υπέρβαση των υπολειμμάτων του εμφυλιοπολεμικού κλίματος.
- Δεύτερον, την εθνική χειραφέτηση από την ξένη εξάρτηση.
- Τρίτον, τη δημιουργία Κράτους Πρόνοιας.
Εκφράζοντας το κύμα του αριστερόστροφου μικροαστισμού το ΠΑΣΟΚ εκτοξεύθηκε από το 13% του 1974 στο 48% του 1981. Η είσοδος στους αρμούς της εξουσίας έφερε τα κατά κανόνα θολά οράματα αντιμέτωπα με την πραγματικότητα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η ηγετική του ομάδα είχαν αποδείξει ότι ήξεραν άριστα να ασκούν αντιπολίτευση. Αναλαμβάνοντας το πηδάλιο κλήθηκαν να αποδείξουν ότι μπορούσαν να ασκήσουν δημιουργικά και τις κυβερνητικές ευθύνες.
Η μεταλλαγή του ΠΑΣΟΚ από κίνημα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας δεν ήταν αντίστοιχη με τις μεγάλες προσδοκίες που είχαν απενδυθεί, αν κι αυτό αρχικά δεν ήταν τόσο ευδιάκριτο, λόγω του κλίματος ευφορίας και ελπίδας. Το κυβερνητικό παρελθόν της ΝΔ, άλλωστε, κάλυπτε για μεγάλο διάστημα τις ανεπάρκειες της “πράσινης” διακυβέρνησης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ταυτίσθηκε με την πολιτική χειραφέτηση και την εισβολή της “μικροαστικής θάλασσας” στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.
Αυτή η κοσμογονία με τις αναμφισβήτητα θετικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και τους συχνά ανερμάτιστους πειραματισμούς είχε κόστος. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ΠΑΣΟΚ ανανέωσε βαθιά την ελληνική κοινωνία. Ο απολογισμός έχει πολλά θετικά και αρνητικά στοιχεία, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατά τη διάρκεια αυτών των μετασχηματισμών πολλά θα μπορούσαν να είχαν γίνει καλύτερα και με μικρότερο τίμημα. Το ΠΑΣΟΚ, όμως, ενηλικιώθηκε και μετεξελίχθηκε πολιτικά μαζί με τις κοινωνικές δυνάμεις που εξέφρασε πολιτικά.
Πολιτικός γενάρχης όχι μάνατζερ
Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε πολιτικός γενάρχης κι όχι πολιτικός μάνατζερ. Ανήκει στην κατηγορία των ηγετών, που ιονίζουν τις κοινωνικές δυνάμεις, που προκαλούν έντονα πάθη και αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη στη συλλογική συνείδηση. Γι’ αυτό και η θυελλώδης σταδιοδρομία του ήταν άνιση. Το ρεύμα της Αλλαγής είχε εξαρχής δύο κοινωνικές συνιστώσες που από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να αποκλίνουν: Η μία ήταν τα ανερχόμενα μεσοστρώματα, που λόγω της αριστερής ή κεντροαριστερής προέλευσης τους, μπορούσαν –λόγω του μετεμφυλιακού κλίματος– να φθάσουν μόνο μέχρι τις παρυφές της εξουσίας. Γι’ αυτά, το ΠΑΣΟΚ ήταν το όχημα και ο πολιορκητικός κριός για να αλώσουν το “φρούριο”. Η δεύτερη συνιστώσα ήταν τα λαϊκά στρώματα, που η κοινωνική-οικονομική ανασφάλειά τους τα έκανε να δουν το ΠΑΣΟΚ σαν προστάτη τους.
Τα συμφέροντα των δύο αυτών κοινωνικών δυνάμεων δεν ταυτίζονταν. Από το 1987-88 και μετά, μάλιστα, τα μεσοστρώματα, που ευνοήθηκαν κοινωνικοοικονομικά από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, εκδήλωσαν τάσεις πολιτικής απομάκρυνσης. Το σκάνδαλο Κοσκωτά λειτούργησε σαν καταλύτης. Αρκετοί από τους πολλαπλά ευνοηθέντες ανακάλυψαν τη γοητεία του ανερχόμενου (νεο)φιλελευθερισμού και στράφηκαν προς τη ΝΔ του Κώστα Μητσοτάκη.
Η ασθένεια του τότε πρωθυπουργού και ο εγκλωβισμός της κυβέρνησής του στη θολή ατμόσφαιρα σκανδάλων και σκανδαλολογίας οδήγησαν στην εκλογική ήττα του Ιουνίου 1989 και στις παραπομπές στο Ειδικό Δικαστήριο. Η πολιτική ασπίδα του Ανδρέα Παπανδρέου στις δύσκολες εκείνες ημέρες ήταν τα λαϊκά στρώματα. Αυτά υποχρέωσαν τα ανώτατα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να παραμείνουν συσπειρωμένα γύρω από τον ιδρυτή. Τότε, το Κίνημα έχασε ψήφους από τα μεσοστρώματα και κέρδισε ψήφους στις λαϊκές γειτονιές.
Ήττα και ρεβάνς του ΠΑΣΟΚ
Αν ο Κώστας Μητσοτάκης δεν παρέπεμπε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, οι εξελίξεις ίσως ήταν διαφορετικές. Η δίωξη, όμως, του αντιπάλου του με αθέμιτα μέσα, στην πραγματικότητα με σκευωρία, έφερε το ακριβώς αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Η αφόρητη πολιτική-ηθική πίεση που δέχθηκαν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ εκείνη την εποχή ενεργοποίησε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της παράταξης, με αποτέλεσμα να επικαλυφθούν οι αμφιβολίες και δυσαρέσκειες και να εκδηλωθεί τάση συσπείρωσης.
Από τη στιγμή που ο Ανδρέας Παπανδρέου διατήρησε την ενότητα και ξεπέρασε τη θύελλα, η επιστροφή του στην εξουσία ήταν θέμα χρόνου. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις και διευκόλυνε την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο 1993. Μετά τη δοκιμασία του 1989-90, οι “πράσινοι” επέστρεψαν περισσότερο προσγειωμένοι και χωρίς τα φανταιζί συνθήματα του 1981. Αν και η διακυβέρνηση της περιόδου 1993-96 σφραγίσθηκε –λόγω της Δήμητρας Λιάνη– από μία βιτρίνα παρακμής, είχε πολλές θετικές πτυχές. Τότε αντιστράφηκε η πορεία προς την χρεοκοπία και τότε μπήκαν οι βάσεις για την είσοδο στην Ευρωζώνη.
Η επιδείνωση της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου στα τέλη 1995 άνοιξε τον δρόμο για την αναμενόμενη διαδοχή του. Τα καμώματα της Λιάνη είχαν προκαλέσει και κατ’ αντιδιαστολή είχαν αναγορεύσει τον Κώστα Σημίτη σε “λύση” ακόμα και για στελέχη που ανήκαν στην μέχρι τότε μικρή εσωκομματική ομάδα του. Εάν, βεβαίως, δεν είχε προηγηθεί ο θάνατος του Γεννηματά, ο Σημίτης δεν θα είχε ελπίδες να φθάσει εκεί που έφθασε. Η ιστορία, όμως, δεν γράφεται με εάν…
Η εκλογή Σημίτη
Η εκλογή του Σημίτη στην πρωθυπουργία διευκολύνθηκε από το κλίμα παρακμής, αλλά οφείλεται κυρίως στην απήχηση της “εκσυγχρονιστικής” επαγγελίας του, που δεν ήταν τίποτα άλλο από προσχώρηση στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ο Σημίτης δεν ήταν μόνο εσωκομματικά ο άλλος πόλος. Ήταν κι αυτός που εξέφρασε πολιτικά τα στενά συμφέροντα των ανερχόμενων μεσοστρωμάτων και του κόσμου της αγοράς. Αυτή είναι η αιτία που ο σημιτικός “εκσυγχρονισμός” διείσδυσε εκλογικά στην Κεντροδεξιά.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η στροφή αυτή αποδυνάμωσε την παραδοσιακή προνομιακή σχέση του ΠΑΣΟΚ με τα λαϊκά στρώματα. Αυτά, όμως, εμφανίζουν μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους, γεγονός που επέτρεψε στον Σημίτη να κερδίσει τις εκλογές του 1996 (αυτοπροβαλλόμενος σαν συνεχιστής του Ανδρέα) και οριακά τις εκλογές του 2000. Η εκλογή του στην πρωθυπουργία μερικούς μήνες πριν άνοιξε τον δρόμο για την αναρρίχησή του και στην προεδρία της παράταξης. Το εκβιαστικό δίλημμα “πρόεδρος ή παραίτηση” το 1996 έφερε αποτέλεσμα. Το ΠΑΣΟΚ ήταν σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτο κόμμα που ήθελε να διατηρήσει την εξουσία και που επιπλέον δεχόταν την πίεση της αγοράς για διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που η εσωκομματική αντιπολίτευση προς τον Σημίτη σταδιακά εκφυλίσθηκε.
Στον απολογισμό της οκταετούς διακυβέρνησής του Σημίτη υπάρχουν φωτεινά και μελανά σημεία. Το μόνο αναμφισβήτητο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ μεταλλάχθηκε ιδεολογικοπολιτικά. Και εκτός αυτού βυθίσθηκε στη διαπλοκή, γιγαντώνοντας την κλεπτοκρατική αντίληψη για την ανάπτυξη. Εάν δεν είχε προηγηθεί αυτή η μετάλλαξη, το ΠΑΣΟΚ δεν θα είχε μετατραπεί σε σημαιοφόρο του Μνημονίου. Ο κύκλος Σημίτη έκλεισε στις αρχές 2004. Εγκατέλειψε την προεδρία του κόμματος πριν τις εκλογές για να αποφύγει την πανωλεθρία. Ακολουθώντας πρακτική πολιτικής δυναστείας, παρέδωσε το “δακτυλίδι” στον Γιώργο Παπανδρέου, τιμώντας τη συμφωνία που είχε συνάψει με τον υιό του ιδρυτή το 1996 για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του και το εισιτήριο για την πρωθυπουργία και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Η άνοδος του Γιώργου
Το βαρύ όνομά του Γιώργου Παπανδρέου, η καλή διεθνής εικόνα του και το μετριοπαθές ύφος του είχαν συμβάλλει, ώστε ο τότε υπουργός Εξωτερικών να αποκτήσει υψηλή δημοτικότητα. Στο τέλος του 2003, με την κυβέρνηση Σημίτη να έχει φθαρεί όχι μόνο πολιτικά-εκλογικά, αλλά και ηθικά, το ΠΑΣΟΚ είχε ζωτική ανάγκη να υπερβεί το εσωτερικό ρήγμα του, να επανενοποιηθεί, να ανανεωθεί σε πρόσωπα, να αναβαπτιστεί πολιτικά και να ξαναβρεί το κοινωνικό του πρόσωπο. Αυτοί οι λόγοι, σε συνδυασμό με την αμφισημία της πολιτικής προσωπικότητας του Γιώργου Παπανδρέου, έστειλαν κάτω από την πολιτική ομπρέλα του εσωκομματικές δυνάμεις με διαφορετικούς προσανατολισμούς.
Στο πρόσωπό του επενδύθηκαν μεγάλες κι αντιφατικές προσδοκίες. Για την ακρίβεια, η κάθε σχεδόν τάση στο ΠΑΣΟΚ πρόβαλε σ’ αυτόν τη δική της πολιτική φαντασίωση. Εξου και το κλίμα συσπείρωσης και αισιοδοξίας, που διαμορφώθηκε αστραπιαία, όταν φάνηκε ότι δρομολογείται αλλαγή καπετάνιου. Το ΠΑΣΟΚ παραδόθηκε άνευ όρων στον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, μετά την θριαμβευτική εκλογή του από τη βάση στις αρχές του 2004, κατέστη ανεξέλεγκτος μονάρχης. Πριν κοπάσει, όμως, ο άνεμος αισιοδοξίας που προκλήθηκε από την “ενθρόνιση”, ο νέος αρχηγός άρχισε να θρυμματίζει τα ηθικοπολιτικά στερεότυπα του κόμματός του. Το μεταπολιτικό λαϊφ στάιλ ήταν ο μανδύας και το όχημα μίας περαιτέρω ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ.
Είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα, με την οποία διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες που είχαν επενδυθεί στο νέο αρχηγό. Μετά την ήττα στις εθνικές εκλογές από τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή (αρχές του 2004) ήρθε η βαρύτατη ήττα στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2004. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν πως η όλη στάση του Γιώργου Παπανδρέου έδινε την εντύπωση ενός μετέωρου βήματος. Ποτέ δεν κατάφερε να συντονισθεί με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Όπως χαρακτηριστικά είπε γι’ αυτόν παλαίμαχο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ «ο Γιώργος είναι αλλού». Είναι ενδεικτική η παλινδρόμησή του ανάμεσα σ’ έναν αμφιλεγόμενο μεταμοντέρνο πολιτικό λόγο και σε παρωχημένες παλαιοκομματικού τύπου αντιπολιτευτικές ρητορικές. Το πρόβλημα, όμως, δεν το είχε μόνο ο αρχηγός, Το κομματικό ρετιρέ είχε κατά κανόνα προσβληθεί από το σύνδρομο υπαλληλοποίησης. Η πλειονότητα των στελεχών είχε πολιτικά απαξιωθεί, επειδή είχε συνδεθεί με πολιτικό κομφορμισμό, καθεστωτική νοοτροπία, ηθικά διαβλητές πρακτικές και νεοπλουτίστικες συμπεριφορές.
Αύριο το δεύτερο μέρος του αφιερώματος.