Από τους υπουργούς-τσελιγκάδες του Καραμανλή στους τοποτηρητές του Μητσοτάκη
04/08/2019Με την κατάθεση του νομοσχεδίου για το επιτελικό κράτος, με την υπογραφή του Γιώργου Γεραπετρίτη, ο πρωθυπουργός σηματοδοτεί την πρόθεσή του για μετάβαση από το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα που όμως άφηνε μεγάλο περιθώριο αυτονομίας σε υπουργούς-τσελιγκάδες (σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό παλαιού υπουργού του Κώστα Καραμανλή), σε ένα υβριδικό μοντέλο διακυβέρνησης με έντονα τα στοιχεία του προεδρικού συστήματος.
Με τη νεοσύσταστη προεδρία της κυβέρνησης, το σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης των δράσεων και τους τοποτηρητές-συνδέσμους του Μαξίμου ανά υπουργείο, τους υφυπουργούς, γενικούς γραμματείς, πολύ απλά οι υπουργοί στο εξής τελούν υπό ασφυκτική παρακολούθηση. Από την στιγμή που οι υφυπουργοί στην πλειονότητά τους τεχνοκράτες από τον ιδιωτικό τομέα, θα διαθέτουν συντρέχουσα νομοθετική πρωτοβουλία και κυρίως θα αναφέρονται απευθείας στον πρωθυπουργό και στο όργανό του, την προεδρία της κυβέρνησης, η θέση των υπουργών εκ των πραγμάτων αποδυναμώνεται και η όποια αυτονομία διέθεταν μειώνεται έτι περαιτέρω.
Για να μείνουμε στη ΝΔ και στο πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν, ο Κώστας Καραμανλής λειτουργούσε με τους υπουργούς-τσελιγκάδες ή φεουδάρχες. Ο πρωθυπουργός επέλεγε τον υπουργό ο οποίος εφ εξής ήταν ο απόλυτος άρχοντας στον τομέα του τον οποίο διαχειριζόταν σαν τσιφλίκι. Πολλές φορές επέλεγε τους υφυπουργούς, τους γενικούς γραμματείς και τους συνεργάτες του και χάραζε την υλοποίηση της πολιτικής και έδινε λόγο μόνο στον πρωθυπουργό για να μείζονα ζητήμα.
Παράλληλα, ο Κώστας Καραμανλής είχε καθιερώσει την κυβερνητική επιτροπή που συνεδρίαζε με σταθερή σύνθεση κάθε εβδομάδα, και όταν χρειαζόταν με την προσθήκη ενός υπουργού που παρουσίαζε τα θέματά του. Ο ίδιος ο Καραμανλής είχε συστήσει στους υπουργούς του να επιλέγουν ένα κεντρικό θέμα και πέντε έως έξι δευτερεύοντα ανά εξάμηνο ή έτος και εκεί να επικεντρώνονται και να κρίνονται. Το σύστημα αυτό αντανακλούσε και τους εσωκομματικούς συσχετισμούς και το εγγενές σύστημα των φεουδαρχών της ΝΔ.
Υπουργοί όπως ο Γιώργος Σουφλιάς, ο Γιώργος Αλογοσκούφης, η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο Δημήτρης Σιούφας, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος με αυξημένα κομματικά ερείσματα, ισχυρές προσβάσεις στα συστημικά ΜΜΕ, σχέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα και απήχηση στην κοινή γνώμη, διέθεταν υψηλό βαθμό αυτονομίας. Από την άλλη η απόδοση και του υπουργικού τίτλου ενίσχυε τους κομματικούς φεουδάρχες και διαιώνιζε το φεουδαρχικό σύστημα, αφού διαχειρίζονταν κονδύλια, μοίραζαν οφίκια και διαχειρίζονταν προσωπικές πελατείες.
Μοντέλο διακυβέρνησης Σαμαρά
Ο Αντώνης Σαμαράς θέλησε να το αλλάξει αποδυναμώνοντας τους υπουργούς-φεουδάρχες τόσο ως μέλη της κυβέρνησης όσο και στο κόμμα. Βοήθησε η μνημονιακή περίοδος και η συγκυβέρνηση και η επιλογή των προσώπων όπως και η αποχώρηση ισχυρών κομματικών παραγόντων.
Παράλληλα, όπως εξηγούσε ο ίδιος υπουργός (που έχει παρακολουθήσει διαχρονικά την διακυβέρνηση της ΝΔ και γνωρίζει και προσωπικά τον Γιώργο Γεραπετρίτη και τις απόψεις του), «ο Σαμαράς τοποθέτησε μία σειρά από υφυπουργούς, γραμματείς και στελέχη δικά του γύρω από κάθε υπουργό που ήταν τα μάτια και τα αυτιά του, και είτε απευθείας ο ίδιος είτε μέσω των συνεργατών του στο Μαξίμου -Σταμάτης, Λαζαρίδης, Μπούρας- ασκούσε συνεχή εποπτεία και έλεγχο στους υπουργούς».
Ακόμη και το ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης είχε εγκατασταθεί στα υπουργεία επί Σαμαρά, αν και περιορισμένα λειτούργησε. Ο Αντώνης Σαμαράς είχε διακηρύξει μάλιστα ότι επιθυμούσε να πάει σε ένα καθαρά προεδρικό σύστημα με καθιέρωση ασυμβίβαστου ανάμεσα στους υπουργούς και τους βουλευτές, αλλά τελικά δεν προχώρησε σε μεταρρύθμιση αυτού του μεγέθους.
Ένα τέτοιο σύστημα καθαρά πια προεδρικό θα ενίσχυε μεν τον πρωθυπουργό ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας που θα διάλεγε τους εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς του, αλλά θα αναβάθμιζε παράλληλα και το κοινοβούλιο, αφού οι βουλευτές θα ασκούσαν τον ουσιαστικό νομοθετικό και ελεγκτικό τους ρόλο και δεν θα προσπαθούσαν απλώς να είναι αρεστοί στον πρωθυπουργό για να μπουν στην επόμενη κυβέρνηση. Ωστόσο παραμένει πάντα σαν παρακαταθήκη. Είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο μέλλον, εάν τα καταφέρει στην διακυβέρνηση, είτε κάποιος επίγονος θα το επαναφέρουν.
Μέσα από αυτό το πρίσμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης ολοκλήρωσε, συστηματοποίησε και θεσμοποίησε, ένα μοντέλο διακυβέρνησης που είχε αρχίσει άτυπα να εφαρμόζει ο Αντώνης Σαμαράς. Η προεδρία της κυβέρνησης με τις αυξημένες και θεσμοποιημένες πια εξουσίες που διαθέτει, λειτουργεί σαν προέκτασή του και καθιστά παντοδύναμο των πρωθυπουργό. Η κατεύθυνση αυτή ενισχύεται με την συγκέντρωση επιπλέον εξουσιών μέσω της υπαγωγής της ΕΥΠ, των δημόσιων μέσων ενημέρωσης στο πρωθυπουργικό επιτελείο και με τη καθιέρωση Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας που δυνάμει υπερβαίνει τους αντίστοιχους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας.
Άδικη η κριτική ΣΥΡΙΖΑ στον Μητσοτάκη
Το υπουργικό συμβούλιο παραμένει τυπικά ως το επιτελικό όργανο που θα συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα με την διακηρυγμένη φιλοδοξία να χαράσσει τις κατευθυντήριες γραμμές της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο, παραμένει ζητούμενο.
Η αντιπολίτευση άσκησε κριτική θεωρώντας το νέο μοντέλο ως απόδειξη συγκεντρωτισμού ή και αυταρχισμού του πρωθυπουργού. Πάντως το σκορποχώρι που αποτελούσε η κυβέρνηση επί ΣΥΡΙΖΑ, όπου το μόνο που λειτουργούσε ήταν τα μνημονιακά υπουργεία για ευνόητους λόγους, δεν δικαιώνει την κριτική του. Φυσικά και οι υποστηρικτές του νέου συστήματος που αβασάνιστα διακηρύσσουν ότι “ο λαός δεν ενδιαφέρεται γι αυτά αλλά από το αν θα βελτιωθεί το επίπεδο ζωής τους”, απλώς λαϊκίζουν και υποβαθμίζουν την κοινωνία των πολιτών στο επίπεδο της άμεσης επιβίωσης.
Η νέα διακυβέρνησης κουμπώνει και με τις αλλαγές στο κόμμα. Η ανάδειξη του προέδρου από την λαϊκή βάση ενισχύει τον αρχηγό που συνάμα είναι και ο παντοδύναμος πρωθυπουργός. Δημιουργείται έτσι μία τομή στην συνέχεια της ΝΔ. Γιατί ναι μεν η επόμενη γενιά βαρώνων είναι υπαρκτή -Καραμανλής, Σαμαράς, Ντόρα, Αβραμόπουλος-, αλλά οι συνθήκες διαιώνισης της βαρωνείας δυνητικά εκλείπουν. Επιπλέον συνάδει με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ήδη ασκεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σε κάθε περίπτωση το υβριδικό με στοιχεία προεδρικού μοντέλου σύστημα διακυβέρνησης που θεσμοθετεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνιστά μεταρρύθμιση μεγάλου μεγέθους. Το αν θα δικαιωθεί, δηλαδή αν θα λειτουργήσει στην πράξη, παράγοντας καλύτερα αποτελέσματα μένει να φανεί. Θα εξαρτηθεί δε (γιατί εκ των πραγμάτων συνδέεται), αφενός με τη νέα κομματική λειτουργία και αφετέρου με την επιτυχία της πρώτη φορά νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.