Αυστρία και Δανία γυρίζουν την πλάτη στην ΕΕ για τα εμβόλια – Το ναυάγιο της Κομισιόν
03/03/2021Την απαγκίστρωσή της από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα προμήθειας εμβολίων ανακοίνωσε η Αυστρία, με τον καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς να δηλώνει ξεκάθαρα ότι «δεν θα βασιστούμε πλέον στην ΕΕ και θα συνεργαστούμε με το Ισραήλ για την παραγωγή εμβολίων δεύτερης γενιάς, αναφορικά με τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού, καθώς και για κοινές έρευνες θεραπείας». Ο ίδιος, αν και δεν αμφισβητεί ότι η προσέγγιση της Ένωσης ήταν σωστή, αλλά οι καθυστερήσεις και η αδυναμία παραγωγής έπληξαν την αξιοπιστία της.
Η Βιέννη λοιπόν επιδιώκει συνεργασία και με τη Δανία, εκτός από το Ισραήλ, με αντικείμενο την παραγωγή εμβολίων. Για την ακρίβεια, είχε βολιδοσκοπήσει το θέμα με το Τελ Αβίβ από πέρυσι, αλλά όπως δήλωσε ο Κουρτς πριν λίγες εβδομάδες «νομίζαμε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή», πέραν της αγοράς μέσω του προγράμματος της Κομισιόν.
Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς κύκλους της Αυστρίας, πιθανό να είχε “αποσκιρτήσει” νωρίτερα από την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, αλλά πέρυσι το καλοκαίρι αυτό δεν θεωρείτο πολιτικά εφικτό ή συνετό. Έτσι δεσμεύθηκε, μαζί με τις υπόλοιπες χώρες-μέλη, να μην συνάψει ξεχωριστά συμβόλαια προμήθειας εμβολίων με τις εταιρείες με τις οποίες είχε ήδη συνεννοηθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, η Αυστρία, –στην οποία έχει εμβολιαστεί περίπου το 5% του πληθυσμού με την 1η δόση και το 2,5% με τη δεύτερη– έχει παραγγείλει περίπου 30 εκατομμύρια δόσεις, το ένα τρίτο των οποίων είναι το εμβόλιο του διδύμου BioNTech/Pfizer, περίπου έξι εκατομμύρια της AstraZeneca και τα υπόλοιπα από τις Moderna, Curevac, Johnson & Johnson, Novavax, Valneva και Sanofi.
Μέχρι στιγμής όμως μόνο τα εμβόλια των τριών πρώτων εταιρειών έχουν πάρει το “πράσινο φως” και έχουν προχωρήσει στην παραγωγή για να υπάρξει πρόοδος στους εμβολιασμούς. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που οι Αυστριακοί προσβλέπουν στο ενδεχόμενο συμπαραγωγής εμβολίων με το Ισραήλ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο έχει έρθει σε μια ιδιότυπη συμφωνία με την φαρμακευτική Pfizer, με βάση την οποία προμηθεύεται εμβόλια με αντάλλαγμα να μοιράζεται δεδομένα σχετικά με τα αποτελέσματά τους με την εταιρεία. Το ντιλ “δεδομένα για δόσεις”, όπως ονομάζεται, έχει εγείρει αρκετά ζητήματα προσωπικών δεδομένων και σίγουρα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί σε ευρωπαϊκές χώρες με αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Εκνευρισμός στις Βρυξέλλες
Η Αυστρία δεν είναι μόνη της στην πρωτοβουλία για συνεργασία με το Ισραήλ. Την ίδια πρόθεση εξέφρασε και η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρέντερικσεν, τονίζοντας την ανάγκη για αύξηση της ποσότητας διαθέσιμων εμβολίων. Ερωτηθείσα για το κατά πόσο θεωρεί ότι αυτό είναι μονομερής ενέργεια από μέρους της Δανίας (και της Αυστρίας), η απάντησή της ήταν σχεδόν κυνική: «Μπορείτε να το πείτε κι έτσι».
Είναι ξεκάθαρο ότι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα προμήθειας εμβολίων κατέληξε ένα προβληματικό εγχείρημα από κάθε άποψη. Πίσω από τις καθυστερήσεις στην προμήθεια και παραγωγή, όμως, επιχειρήθηκε να μετατοπιστεί η ευθύνη στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων επειδή υποτίθεται πως καθυστέρησε να δώσει εγκρίσεις για τα εμβόλια. Πέρα από το αν ορθώς, με βάση τις διαδικασίες του, καθυστέρησε, το γεγονός ότι εστίασε στην προμήθεια εμβολίων μόνο “δυτικών” εταιρειών ενόχλησε αρκετά κράτη-μέλη.
Ειδάλλως για ποιο λόγο να σπεύσει ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Στέφαν ντε Κέρσμεκερ, να υπερασπιστεί τη στρατηγική της, αρνούμενος να παραδεχθεί ότι αυτή απέτυχε; Για την ακρίβεια, δήλωσε ότι τα κράτη-μέλη είναι ελεύθερα να κάνουν τις δικές τους ξεχωριστές συμφωνίες εφόσον το θέλουν. Κι αν επιλέξουν εμβόλια μη εγκεκριμένα –ακόμα– από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, «ας το κάνουν με δική τους ευθύνη». Η δήλωση αυτή αποτελεί ουσιαστικά παραδοχή ενός τετελεσμένου.
Διότι ήδη, για παράδειγμα, η Σλοβακία έχει παραγγείλει δύο εκατομμύρια δόσεις από το ρωσικό εμβόλιο Sputnik V, η Τσεχία επίσης έχει δηλώσει την πρόθεσή της να προμηθευτεί το ίδιο εμβόλιο, η Ουγγαρία παρέλαβε την πρώτη παρτίδα από το κινεζικό εμβόλιο της Sinopharm, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό της να κάνει την πρώτη δόση.
Αν οι επόμενες μεταλλάξεις του κορωνοϊού δημιουργήσουν την ανάγκη για έρευνα και ανάπτυξη νέων εμβολίων, δεν είναι παράλογο ορισμένες κυβερνήσεις κρατών-μελών να θέλουν να προλάβουν τα προβλήματα που προέκυψαν φέτος. Να επιθυμούν να μην είναι απόλυτα εξαρτώμενες από τη γραμμή της Κομισιόν και τις επιλογές της όσον αφορά τις προμηθεύτριες εταιρείες (και χώρες). Αφενός για λόγους διαχείρισης της πανδημίας αφετέρου γιατί η σχεδόν αποκλειστική εστίαση στο εμβόλιο καταλήγει να επιφέρει περισσότερο πολιτικό κόστος παρά κέρδος.