ΑΝΑΛΥΣΗ

Μπορεί ένα κόμμα Σαμαρά να καλύψει το πολιτικό κενό;

Μπορεί ένα κόμμα Σαμαρά να καλύψει το πολιτικό κενό; Σπύρος Γκουτζάνης
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΕΛΤΕΣ

Καθώς τόσο οι μετρήσεις όσο και η περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα επιβεβαιώνουν ότι παγιώνεται το χάσμα ανάμεσα στο κοινωνικό σώμα και στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του, το ερώτημα που τείνει να αναδειχθεί είναι εάν θα προκύψουν νέοι πολιτικοί φορείς που να καλύπτουν το κενό. Για τον χώρο της δεξιάς παράταξης το ερώτημα συγκεκριμενοποιείται στο εάν ο Αντώνης Σαμαράς θα διαβεί τον Ρουβίκωνα, όπως ακούγεται από διάφορες πλευρές.

Η κυβέρνηση είναι σε φάση παρακμής: Οι υποσχέσεις της για βελτίωση του επιπέδου ζωής διαψεύστηκαν, το κόστος ζωής αυξάνεται, η κρίση στέγης φέρνει πλέον σε απόγνωση μία σημαντική κατηγορία πολιτών. Αλλά ακόμη και στο μακροοικονομικό επίπεδο η ανάγνωση των υπερπλεονασμάτων που κάνει η κυβέρνηση, αμφισβητείται από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας που παρά τον πακτωλό του Σχεδίου Ανάκαμψης δεν αντιμετωπίστηκαν. 

Στο πεδίο της λειτουργίας των θεσμών η κυβέρνηση βαρύνεται από δύο κορυφαία σκάνδαλα που αγγίζουν τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος: Tο σκάνδαλο των υποκλοπών και το σκάνδαλο της συγκάλυψης των Τεμπών που εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη, με όλες τις μεθοδεύσεις που μπορεί να επιστρατεύσει το Μέγαρο Μαξίμου στην Βουλή και στην δικαιοσύνη. 

Στο πεδίο των εξωτερικών η θέση της Ελλάδας υποβαθμίζεται, όπως έδειξε ότι έμεινε έξω από όλες τις διευθετήσεις που επιχείρησαν οι ευρωπαίοι εταίροι για το Ουκρανικό. Ο πρωθυπουργός δεν κλήθηκε σε καμία σύσκεψη. Στα ελληνοτουρκικά, τα ήρεμα νερά έχουν κόστος την δορυφοροποίηση της χώρας που πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτε πέρα από τα έξι μίλια στο Αιγαίο χωρίς την έγκριση της Άγκυρας. 

Η αλλαγή υποδείγματος διεθνώς, που ακολούθησε την εκλογή Τραμπ, βρήκε απροετοίμαστη την ελληνική κυβέρνηση που μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν ταυτισμένη με τον Τζο Μπαιντεν και την Καμάλα Χάρις και με όλο το πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μέχρι και την woke ατζέντα. 

Η καχεξία της Κεντροαριστεράς 

Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο Μητσοτάκη ποτέ δεν ήταν ένα καλό σύστημα για την κοινωνία, ωστόσο πέτυχε, επιστρατεύοντας όλους τους μηχανισμούς του κράτους και της επικοινωνίας, να θεωρείται ότι είναι το μόνο βιώσιμο σύστημα και ότι η οικοδόμηση μίας εναλλακτικής είναι αδύνατη. Κάτι στο οποίο συνέβαλλαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Η συγκυρία θα ήταν ιδανική για μία συνολική αμφισβήτηση από την Κεντροαριστερά. Μόνο που σε ότι αφορά την γενική εικόνα η Κεντροαριστερά μένει προσκολλημένη στην προηγούμενη κατάσταση, υπερασπίζεται το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης  και  δίνει μάχες κατά του Τραμπ. Στο εσωτερικό της χώρας το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να ξεκολλήσει από την ζώνη του 12% και επιβαρύνεται από την εικόνα του αρχηγού του και την περιορισμένη εμβέλειά του που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τις πολλές διασπάσεις του είναι εμφανές ότι έχει χαθεί η όποια δυναμική. Η μόνη διέξοδος θα ήταν μία προοπτική συνεργασίας των βασικών δυνάμεων του χώρου – κάτι που αντανακλάται και στις μετρήσεις– αλλά ο Νίκος Ανδρουλάκης και η Άννα Διαμαντοπούλου, μπορεί να εικάσει κανείς με βεβαιότητα, ότι θα την αποτρέψουν. Στο πεδίο αυτό κινείται ο Αλέξης Τσίπρας. 

Το πολιτικό εκκρεμές μετατοπίζεται 

Τούτων δοθέντων το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο δεξιό φάσμα του πολιτικού συστήματος και συγκεκριμενοποιείται στο ερώτημα για το εάν ο Αντώνης Σαμαράς θα κάνει το βήμα για την ίδρυση νέου πολιτικού φορέα που να εκφράσει τον δυσαρεστημένο από την μητσοτακική διακυβέρνηση κόσμο, που δεν περιορίζεται στους δεξιούς ψηφοφόρους.

Η εντύπωση, τουλάχιστον σε ένα κοινό, είναι ότι κάτι πρέπει να γίνει για να σωθεί ακόμη ότι σώζεται από την διακυβέρνηση Μητσοτάκη και την εκτεταμένη διαφθορά που έχει διαχυθεί πλέον στην βάση της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας. Δεν είναι δίχως σημασία ότι μία σειρά από παράγοντες του δημοσίου βίου έχουν αρχίσει και κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, επισημαίνοντας ότι «κάτι πρέπει να γίνει». Ορισμένοι δείχνουν καθαρά προς την κατεύθυνση του Αντώνη Σαμαρά. 

Ο πρώην πρωθυπουργός έχει εγκαίρως τοποθετηθεί για μία σειρά ζητήματα και είναι ο μόνος που κινήθηκε στο πλαίσιο της αλλαγής υποδείγματος που επέφερε ο Τραμπ, πριν καν εκλεγεί ο νέος Αμερικανός πρόεδρος. Πήρε αποστάσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αμφισβήτησε την ενεργειακή πολιτική και την εγκατάλειψη των υδρογονανθράκων – στους οποίους τώρα επιστρέφει η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση– και μαζί όλο το οικονομικό μοντέλο των ΑΠΕ που επιβαρύνουν την πραγματική οικονομία. Πήγε σε σύγκρουση για την woke ατζέντα με αφορμή τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και δεν ψήφισε το μεταναστευτικό της κυβέρνησης. Είναι αντίθετος στην οικονομική πολιτική των έμμεσων φόρων ήδη από τότε που ήταν πρωθυπουργός το 2012-2014. 

Φυσικά είναι καθαρή η τοποθέτηση του για τα ελληνοτουρκικά. Από κοινού με τον Κώστα Καραμανλή έχουν υποστηρίξει ότι απαιτείται μία διαφορετική ανάγνωση της Τουρκίας και ότι η Ελλάδα θα πρέπει πια να προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα. Εάν η χώρα έχει ανάγκη από συνολική επανατοποθέτηση, είναι σαφές ότι η πρότασή του ανταποκρίνεται στο νέο διεθνές και εγχώριο περιβάλλον που διαμορφώνεται. 

Στο εσωτερικό της χώρας ένα 20% των ψηφοφόρων της ΝΔ έχουν ήδη αποχωρήσει και αναζητούν πολιτική στέγη. Αυτοί προστίθενται στην μάζα των ψηφοφόρων που κινούνται στην μεγάλη ζώνη της αποχής και εκτιμάται περί το 50% του εκλογικού σώματος. 

Το εάν ένα εγχείρημα υπό τον πρώην πρωθυπουργό θα εκφράσει την διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια και καλύψει το πολιτικό κενό, δεν είναι καθόλου βέβαιο και σε κάθε περίπτωση είναι ζητούμενο. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο και όχι μόνο λόγω των προσωπικών επιβαρύνσεων που συνοδεύουν τον πρώην πρωθυπουργό. Το καθεστώς έχει τα όπλα του. Ωστόσο είναι σαφές ότι υπάρχουν κάποιες από τις βασικές προϋποθέσεις.

Σε κάθε περίπτωση κατ’ αρχήν θα απευθυνθεί στον κόσμο της ευρύτερης δεξιάς παράταξης που δεν καλύπτεται προς το παρόν από τον Κυριάκο Βελόπουλο και τη ΝΙΚΗ ή την Αφροδίτη Λατινοπούλου, που στην πρώτη δύσκολη συγκυρία με τα Τέμπη, επιβεβαίωσε τις εργοστασιακές ρυθμίσεις, στηρίζοντας Μητσοτάκη. 

Κρίσιμη η στάση Καραμανλή 

Προϋπόθεση για να προχωρήσει ένα εγχείρημα Σαμαρά είναι, σύμφωνα με διάχυτες πληροφορίες από τον χώρο, η συμφωνία του άλλου πρώην πρωθυπουργού της ΝΔ, του Κώστα Καραμανλή. Ο πρώην πρωθυπουργός απηυδισμένος από την διακυβέρνηση Μητσοτάκη, με αποκορύφωμα της υποκλοπές – αφού τον χαρακτήρισε περίπου “ανόητο”–  αποχώρησε από τον κοινοβουλευτικό βίο. Από κοινού οι δύο πρώην πρόεδροι και πρωθυπουργοί, είναι εμφανές ότι εκφράζουν την δεξιά παράταξη και όχι βέβαια ο Κυριάκος.

Ωστόσο οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Καραμανλής έχει ενδοιασμούς. Το εάν θα προχωρήσει μόνος του ο Σαμαράς είναι το επόμενο ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση θα απαιτηθεί ο Καραμανλής με την στάση του να το ευνοήσει: Όχι μόνο να να μην το αποδοκιμάσει, αλλά γενικότερα να μην στείλει το μήνυμα ότι ο βασικός φορέας της παράταξης παραμένει η ΝΔ. Τον βαραίνει η δική του οικογενειακή παράδοση. Η έμμεση στήριξη του Καραμανλή, το μήνυμα ότι η καραμανλική δεξιά δεν εκπροσωπείται από τη ΝΔ του Μητσοτάκη, είναι βασικό προαπαιτούμενο. 

Ο Σαμαράς καταρρίπτει το βασικό επιχείρημα του Μαξίμου ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Είτε συμφωνεί κανείς μαζί του, είτε διαφωνεί, πάντως δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν θα μπορούσε να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας. 

Η αντίδραση του Μαξίμου

Το ενδεχόμενο δημιουργίας νέου πολιτικού κόμματος είναι γνωστό στο Μέγαρο Μαξίμου που φυσικά αναπτύσσει την δική του “αντικατασκοπία” και ανιχνεύει τους υπόγειους κραδασμούς αλλά και τις κινήσεις στον χώρο. Η άγαρμπη στροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη από υποστηρικτής του Μπάιντεν σε οπαδό του Τραμπ και η αποκήρυξη της woke ατζέντας έχουν σαν στόχο να περιορίσουν τον ζωτικό χώρο ενός ενδεχόμενου νέου φορέα της δεξιάς.

Το ότι έχει δώσει θέσεις στην κυβέρνηση και στην κοινοβουλευτική ομάδα σε μία σειρά σαμαρικής αναφορά στελέχη, είναι μία ακόμη άσκηση προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι κινήσεις που έχουν την σημασία τους στον πολιτικό μικρόκοσμο, επηρεάζουν τις ισορροπίες, αλλά δεν ανατρέπουν την λογική των γεγονότων και κυρίως ότι η κυβέρνηση είναι σε αποδρομή. Εάν τώρα η κυβέρνηση κινείται σε ένα ποσοστό γύρω από την ζώνη του 20% με την ανακοίνωση ενός νέου φορέα θα πέσει στην ζώνη του 15%. Η δυσαρμονία με το εκλογικό σώμα δεν θα είναι πλέον διαχειρίσιμη. Υπ’ αυτή την έννοια θα αποτελέσει καταλύτη εξελίξεων. 

Όπως και να ‘χει οι καιροί ου μενετοί, το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε λόγω της απαξίωσης της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, κάτι στο οποίο συνέβαλλαν τα μάλλα οι δύο πρώην πρωθυπουργοί με τις κατά καιρούς τοποθετήσεις τους, δεν θα διαρκέσει για πάντα. Άλλωστε κινούνται και άλλες δυνάμεις στο εσωτερικό της ΝΔ για την διαδοχή του Μητσοτάκη. Το πώς θα κινηθεί και τι θα προκρίνει το βαθύτερο σύστημα εξουσίας είναι κι αυτό ένα ερώτημα. 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

1 ΣΧΟΛΙΟ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια

Ο Αντώνης Σαμαράς ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ελλάδος στη χειρότερη μεταπολιτευτική περίοδο με Αντιπρόεδρο τον Ε. Βενιζέλο και η αλήθεια είναι ότι δεν ανταποκρίθηκε πλήρως στις προσδοκίες που εν πολλοίς ο ίδιος δημιούργησε, όμως βρισκόταν σχεδόν σε αδιέξοδο με πολύ περιορισμένες δυνατότητες. Σε σχέση με τον Κ. Μητσοτάκη ο οποίος… Διαβάστε περισσότερα »

1
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx