Δακτυλοδεικτούμενη ξανά η Ελλάδα λόγω ΟΠΕΚΕΠΕ
14/07/2025
Δέκα χρόνια πέρασαν από το διαβόητο δημοψήφισμα του 2015, όπου ο τότε πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, έδωσε ρεσιτάλ κυβίστησης, μετατρέποντας το “όχι” σε “ναι” και βάζοντας την Ελλάδα κατευθείαν στο τρίτο μνημόνιο. Ακόμη νωρίτερα, όταν ενέσκηψε η κρίση, ο ελληνικός λαός είχε προβεί σε τεράστιες θυσίες για να αποτινάξει την ρετσινιά, που τον κόλλησαν οι δανειστές του, και να αποκαταστήσει την φήμη της χώρας μέσα από τον δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της ακραίας λιτότητας.
Οι επώδυνες αυτές μνήμες εμφανίστηκαν και πάλι σαν στοιχειό με το άκουσμα του πρόσφατου σκανδάλου με τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Πλέον, η Ελλάδα κινδυνεύει να της επιβληθεί πρόστιμο άνω του 1 δισ. ευρώ, να μειωθούν σημαντικά μελλοντικές ενισχύσεις και το χειρότερο απ’ όλα, να αμαυρωθεί και πάλι η φήμη της. Όπως και με την οικονομική κρίση του 2009, δεν είναι ότι τέτοιου είδους παραβάσεις συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, αλλά ότι η ελληνική κυβέρνηση πιάστηκε “με την γίδα στην πλάτη”, ενδεχομένως και λόγω της κανονικότητας με την οποία αντιμετωπίζονται οι πελατειακές σχέσεις από την επικρατούσα πολιτική κουλτούρα στην χώρα.
Επίσης, οι ενδημικές αδυναμίες του παρόντος πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος καθιστούν την Αθήνα εύκολο στόχο. Κατά βάθος, πολλοί από τους εμπλεκομένους μπορεί να μην θεωρούν καν ότι διαπράττουν κάτι ανήθικο. Όπως συμβαίνει πάντα με απάτες εις βάρους του δημοσίου, μόνον όταν αρχίσει κάποιος να εξετάζει τους αριθμούς και να μοιράζει την ευθύνη για την χασούρα οριζοντίως μπορεί και συνειδητοποιεί ότι δεν πρόκειται για έγκλημα χωρίς θύματα, διότι θα κληθούν πολλοί αθώοι να πληρώσουν τα σπασμένα.
Παρόλο που η Ελλάδα παραμένει μια από τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ (πράγμα που δεν ίσχυε πάντα) και δεν διαθέτει την παραγωγική διαφοροποίηση και τα μέσα που θα την καθιστούσαν πραγματικά ανταγωνιστική, τα χαμηλά ελλείμματα των τελευταίων ετών και άλλα μονεταριστικά στοιχεία είναι θετικά συγκρίσιμα σε σχέση με μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες είναι αντιμέτωπες με την στασιμότητα, πράγμα που ώθησε κάποιους αναλυτές να μιλούν για ελληνικό “success story”.
Ανάλογα με το πόσο βαθιά θα φτάσει το σκάνδαλο αυτό (και οι πρώτες εκτιμήσεις είναι ότι όντως θα φτάσει), οι επευφημίες και τα “ωσαννά” που απολάμβανε εσχάτως η Αθήνα θα μπορούσαν πολύ γρήγορα να μετατραπούν και πάλι σε σκληρή και ενίοτε άδικη κριτική, που θα καταλήξει στο “σταυρωθήτω”. Το μοτίβο αυτό δεν είναι άγνωστο για την Ελλάδα. Για παράδειγμα, παρά τις ψιθυριστές συγγνώμες για την υποτίμηση της Ελλάδας μετά την καλαίσθητη και επιτυχημένη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η μεμψιμοιρία δεν άργησε να επανέλθει όταν ενέσκηψε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Οι Έλληνες συκοφαντήθηκαν σαν τεμπέληδες και μη αποδοτικοί, παρόλο που εργάζονται περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως από όλους μέσα στην ευρωζώνη, ενώ παράλληλα πληρώνουν περισσότερο για υπηρεσίες και δημόσια αγαθά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις παρουσιάστηκαν ως διεφθαρμένες, ενώ ο ρόλος των τραπεζιτών και γραφειοκρατών της ΕΕ, άνευ της συνενοχής, των κερδοσκοπικών παιγνίων και των θεσμικών παραβλέψεων ο “Τιτανικός” του 2009 ποτέ δεν θα έφτανε τόσο μακριά ώστε να προσκρούσει σε παγετώνα, αποσιωπήθηκε και οι τελευταίοι προστατεύτηκαν εν γένει από την δημόσια κατακραυγή και τα επιβληθέντα μέτρα. Τι θα εμπόδιζε, λοιπόν, την επανάληψη του ίδιου σκηνικού;
Φτάνει το τέλος της μεταπολίτευσης;
Αν μη τι άλλο, η επιβολή πρόστιμου-μαμούθ της τάξεως του ενός δισ. ευρώ θα μάς στοιχίσει βαριά. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με τα χρήματα που απαιτούνται για την επειγόντως αναγκαία αναβάθμιση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, το οποίο είναι απαραίτητο για να προστατέψει την εθνική μας κυριαρχία από τον καλπάζοντα τουρκικό επεκτατισμό. Επίσης, ένα τέτοιο ποσό θα μπορούσε να βοηθήσει στην μείωση του υπερβολικά υψηλού κόστος αγαθών όπως πετρέλαιο και ηλεκτρισμό, τα οποία καθιστούν την προοπτική επένδυσης στην Ελλάδα απαγορευτική και πλήττουν διαρκώς τους πολίτες, ιδίως δε τα λαϊκά στρώματα.
Εάν το σκάνδαλο αποδειχθεί βαθύτερο, η κυβέρνηση, η οποία βλέπει την δημοτικότητα της να πέφτει συνεχώς εξαιτίας της συγκάλυψης του δυστυχήματος των Τεμπών, της αδυναμίας να τιθασεύσει την ακρίβεια και τον πληθωρισμό και μιας σειράς αμφιλεγομένων πολιτικών που την έχουν αποξενώσει από την παραδοσιακή εκλογική της βάση, ενδέχεται να πέσει ή να αναγκαστεί να καταφύγει σε πρόωρες εκλογές.
Παρά τα οφθαλμοφανή μειονεκτήματά της, εξακολουθεί να κατέχει την πρωτιά στην εκτίμηση ψήφου λόγω της ανεπάρκειας της μείζονος αντιπολίτευσης, η οποία έχει αποτύχει να προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική. Ωστόσο, το μέγεθος του σκανδάλου ή η αποτυχία του εντοπισμού των εξ απάτης εισπραχθέντων κοινοτικών πόρων ενδέχεται να ωθήσει τον πρωθυπουργό σε πρόωρες εκλογές ως κίνηση αιφνιδιασμού, αφήνοντας στο τιμόνι της χώρας την επαύριο έναν αδύναμο συνασπισμό ή οικουμενική κυβέρνηση, η οποία θα την καταστήσει ακόμη πιο ευάλωτη.
Το τέλος της μεταπολίτευσης μοιάζει να έχει φτάσει και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος διακυβέρνησης είναι ένα θέμα που πρέπει επιτέλους να εξεταστεί. Η Ελλάδα ανήκει σε μια διαρκώς συρρικνούμενη ομάδα κρατών που έχουν κοινοβουλευτική δημοκρατία χωρίς το θεσμικό αντίβαρο ενός προέδρου που διαθέτει έστω και κάποιες ουσιαστικές εξουσίες για να ελέγχει το παντοδύναμο πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα, το οποίο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, έχει κληροδοτήσει στους πολίτες ουκ ολίγα σκάνδαλα. Ένας θεσμικά ισχυρότερος πρόεδρος, που θα είχε τουλάχιστον τις εξουσίες που είχαν προβλεφθεί στο Σύνταγμα του 1975, οι οποίες του αφαιρέθηκαν με την συνταγματική μεταρρύθμιση του 1986, θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει, π.χ. για την καταπολέμηση του βαθιά ριζωμένου προβλήματος των πελατειακών σχέσεων δια του δικαιώματος αρνησικυρίας.
Μάλιστα, εάν προβλεφθεί και η εκλογή προέδρου διαμέσου της λαϊκής ψήφου, θα αναδεικνυόταν σε τρόπον τινά εγγυητής της λαϊκής βούλησης, εν αντιθέσει με τον πρωθυπουργό, ο οποίος, λογοδοτεί πρωτίστως στους βουλευτές του, της δεδηλωμένης των οποίων χρειάζεται για να κυβερνά. Η ισορροπία αυτή ίσως να ενίσχυε την Ελλάδα πολιτικά και να προσέφερε περισσότερη σταθερότητα, ειδικά σε περιόδους περιδίνησης της κυβέρνησης ή μετάβασης της εξουσίας.
Αυτή άλλωστε είναι η ανερχόμενη τάση παγκοσμίως και είναι ώρα πια να μπει και η Ελλάδα στην τροχιά αυτή. Παρά τις τόσες μεταρρυθμίσεις που ψηφίστηκαν κατά την περίοδο των μνημονίων, φαίνεται ότι δομικά προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν. Η αναβάθμιση του θεσμικού ρόλου του προέδρου θα μπορούσε να έχει το μεγαλύτερο αντίκτυπο από όλες τις μεταρρυθμίσεις μαζί, αρκεί να εφαρμοσθεί σωστά και συνετά.