Δασμοί και πολυπολικότητα προκλήσεις και για την Ελλάδα
27/11/2024Η απόλυτη επικράτηση Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές δείχνει να επιταχύνει, ως επακόλουθο, παρά να προκαλεί, ως γενεσιουργός αιτία, τη μετάλλαξη του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, με τις σχετικές εξελίξεις να έχουν δρομολογηθεί ήδη από τις αρχές της χιλιετίας: ρηγματώσεις του προβληθέντος ως «επίπεδου κόσμου» της παγκοσμιοποίησης, γεωπολιτικές ανατροπές, αλλά και άνοδος του αυταρχισμού.
Η επικείμενη Διοίκηση Τραμπ 2.0 (από 20 Ιανουαρίου 2025) επέρχεται σε μια περίοδο ισχυροποίησης ανταγωνιστικών της Δύσης πόλων ισχύος. Συνέχεια και διάρρηξη (continuity-disruption) συνυπάρχουν, με περισσότερες απειλές και λιγότερες ευκαιρίες, σε έναν εξαιρετικά απρόβλεπτο κόσμο. Η προσπάθεια διαρκούς διάγνωσης των βαθύτερων τάσεων του νέου διεθνούς περιβάλλοντος αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για την προορατική στοιχειοθέτηση και συνεχή αναπροσαρμογή της Εθνικής Στρατηγικής κάθε κράτους.
Η εξασθενημένη αμερικανική/ευρωατλαντική ηγεμονία δοκιμάζεται περαιτέρω από την αντίδραση κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικώς – μη δυτικών κρατών, η δε βασισμένη σε κανόνες μεταπολεμική πολυμερής συνεργασία αμφισβητείται ως μη αντιπροσωπευτική και άνιση. Έντονη κριτική ασκείται στους θεσμούς της “Συναίνεσης της Ουάσιγκτον”/Bretton Woods (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), στηλιτεύονται οι αδυναμίες και του ΟΗΕ, ενώ διευρύνεται η δυσφορία για την παράκαμψη ακόμα και του Διεθνούς Δικαίου όταν διακυβεύονται δυτικά συμφέροντα.
Η υποχώρηση της δυτικής ισχύος είναι ευθέως ανάλογη με τη μεγέθυνση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος του διευρυμένου, αν και ετερογενούς, σχήματος BRICS+ και της αυξανόμενης επιρροής του στον Παγκόσμιο Νότο. Η “ειρήνη” περνάει μέσα από τη “δύναμη” (peace through strength) ή καλύτερα την εξισορρόπηση αντίρροπων δυνάμεων, όπως συμβαίνει στη φύση και, υπό όρους ρεαλισμού, στις διεθνείς σχέσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι υπό ευρύτερη έννοια και κοινές για ολόκληρο τον πλανήτη προκλήσεις ασφάλειας (δραματική κλιματική/περιβαλλοντική κρίση, επιδείνωση ανισοτήτων, φτωχοποίηση, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, έξαρση θρησκευτικού εξτρεμισμού και τρομοκρατίας, κυβερνοπόλεμος, παραπληροφόρηση…) απαιτούν έστω ένα minimum επίπεδο πολυμερούς συνεργασίας.
Η Κίνα αντίπαλο δέος
Βεβαίως οι ΗΠΑ, συγκεντρώνοντας σε υψηλό βαθμό όλους τους συντελεστές “σκληρής” και “ήπιας” ισχύος, θα παραμείνουν υπερδύναμη με αντίπαλο δέος την Κίνα, η οποία έχει αλματωδώς διευρύνει την οικονομική, τεχνολογική αλλά και στρατιωτική της ισχύ (G2). Ωστόσο, δυσδιάκριτη είναι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν οι διεθνείς σχέσεις, εάν δηλαδή θα εξελιχθούν σε απλώς ανταγωνιστικές ή/και συγκρουσιακές, ιδιαίτερα με τις αναμενόμενες συναλλακτικές και βραχυπρόθεσμες τακτικές επιλογές έναντι μακροπρόθεσμων επιδιώξεων της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ.
Αβεβαιότητα, επίσης, υπάρχει ως προς την εξέλιξη των – προσώρας κοινών – γεωστρατηγικών προσανατολισμών των ισχυρών παικτών της Ανατολής, κυρίως της Κίνας και της Ρωσίας, των ανταγωνιστικών σχέσεων της Κίνας με την ταχύτερα αναπτυσσόμενη Ινδία, ακόμη και των φιλοδοξιών μεσαίων δυνάμεων, όπως της Ινδονησίας ή/και της Τουρκίας.
Στο δυτικό στρατόπεδο, η επάνοδος Τραμπ θέτει ζήτημα επανακαθορισμού του διατλαντικού δεσμού, δηλαδή κατά πόσο το ΝΑΤΟ θα διατηρήσει έναν λειτουργικό ρόλο με την εκπλήρωση της χρηματοδοτικής υποχρέωσης του 2% των εθνικών προϋπολογισμών όλων των ευρωπαίων εταίρων ή εάν μια πιθανή εσωστρέφεια των ΗΠΑ θα προκαλούσε ρήγμα στους κόλπους του και δρομολόγηση νέας αρχιτεκτονικής της ευρωπαϊκής ασφάλειας και των σχέσεων με την Ρωσία.
Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται, περισσότερο από ποτέ, συλλογική “αφύπνισή” της ΕΕ και υλοποίηση της διακηρυσσόμενης στρατηγικής αυτονομίας/κοινής άμυνας, εγχείρημα, ωστόσο, εξαιρετικά δυσχερές λόγω των εγγενών παθογενειών και θεσμικών της ελλειμμάτων. Ειδικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες για μια πραγματικά κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, αποτελούν τόσο η ύπαρξη ισχυρών ανταγωνιστικών εθνικών αμυντικών βιομηχανιών όσο και η συναφής αδυναμία κάλυψης των υψηλών χρηματοδοτικών της αναγκών (υπολογιζόμενων περί τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι τετραπλάσιου ύψους ενός ετήσιου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού!).
Εάν ο κόσμος θα είναι διπολικός, πολυπολικός ή – ενδεχομένως κατά διαστήματα – χαοτικός, έχει προφανή σημασία αναφορικά με το σχεδιασμό των στρατηγικών επιλογών και των συμμαχιών, ιδιαίτερα από πλευράς μικρομεσαίων χωρών.
Ο προστατευτισμός του Τραμπ
Στη Δύση, η υποχώρηση του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού σημειώνεται μετά την απορρύθμιση των αγορών, την αδυναμία διαχείρισης των αρνητικών πτυχών της παγκοσμιοποίησης (ανισοτήτες, κλιματική κρίση, μεταναστευτικό…) και την αναγκαστική προσφυγή σε παρεμβάσεις νεοκευνσιανού τύπου (ρυθμιστικός ρόλος κράτος, στήριξη πληττόμενων εισοδημάτων…). Η εν λόγω τάση ανταποκρίνεται, συγχρόνως, στη συρρικνωθείσα οικονομική θέση της Δύσης στη παγκόσμια οικονομία. Ας σημειωθεί μόνο ότι, κατά την τελευταία 25ετία, η ποσοστιαία συμμετοχή του G7 στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 50% έπεσε στο 30% ενώ, αντιστρόφως, η συμμετοχή των BRICS αυξήθηκε από 17% στο 32%.
Η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της Κίνας στηρίχθηκε στην εξαγωγή του εσωτερικού (μετα)κομμουνιστικού της μοντέλου με την άσκηση προστατευτικών πολιτικών (επιδοτούμενες εξαγωγές φθηνών προϊόντων στον Παγκόσμιο Νότο και τη Δύση, υποτιμημένο γουάν, αγορά χρέους τρίτων χωρών…). Όμως, προστατευτική οικονομική πολιτική έχει εφαρμοσθεί και από τη Διοίκηση Biden, με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές προϊόντων και το πρόγραμμα επαναβιομηχάνισης της χώρας μέσω φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Παράλληλα δε με την αυξανόμενη τάση προστατευτισμού, εξελίσσεται η υπερσυγκέντρωση πλούτου -μεταξύ άλλων- σε τεχνολογικούς γίγαντες λόγω απορρύθμισης των ψηφιακών αγορών (Google/Alphabet, Amazon, Apple, Microsoft, Meta…). Σημειωτέον ότι η τάξη μεγέθους των ετήσιων δαπανών οικείων εταιρειών ανέρχεται σε τρις $, με κάποιους προϋπολογισμούς εξ αυτών να υπερβαίνουν το ύψος ακόμα και ισχυρών εθνικών προϋπολογισμών.
Ο νεοπροστατευτισμός αναμένεται να ενταθεί κατά την περίοδο Τραμπ 2.0, με την επιβολή υψηλότερων δασμών (σύμφωνα με τα προεκλογικά λεχθέντα, από 50% έως και 100% σε κινεζικά προϊόντα και οριζόντια 20% σε ευρωπαϊκά) και ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για την παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ευάλωτης -λόγω εξάρτησής της από την αμερικανική- ευρωπαϊκής. Εάν συνεπώς δεν προσαρμοσθεί τάχιστα, η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να βρεθεί ενώπιον νέου φάσματος στασιμοπληθωρισμού, σε συνέχεια των σχετικών πολλαπλών κρίσεων της τελευταίας 15ετίας (χρηματοοικονομική, covid, ενεργειακή).
Η διασφάλιση στρατηγικής οικονομικής κυριαρχίας καθίσταται αναγκαία, ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης εκατέρωθεν επιβολής δασμών και εμπορικών πολέμων, αλλά και για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού ανταγωνιστικού αποτυπώματος στον παγκόσμιο καταμερισμό, διορθώνοντας την υστέρηση της παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και θέτοντας ως προτεραιότητα την καινοτομία για την πολυπόθητη ενεργειακή/πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει οικονομική ασφάλεια με απρόσκοπτο εφοδιασμό κρίσιμων πρώτων υλών, μεγάλη κλίμακα επενδύσεων και τεράστιους -για το υφιστάμενο επίπεδο ευρωπαϊκού προϋπολογισμού- κοινούς πόρους (άνω των 800 δις ευρώ ετησίως και, προς τούτο, κοινό δανεισμό/χρέος, όπως εισηγείται και η πολυσυζητημένη Έκθεση Draghi, η οποία όμως συναντά επιφυλάξεις των «φειδωλών» βορείων εταίρων).
Από τη φιλελεύθερη δημοκρατία στον αυταρχισμό
Ο αυταρχισμός αποδίδεται πρωτίστως στον άξονα χωρών της Ανατολής, της Κίνας-Ρωσίας-Βόρειας Κορέας-Ιράν, αλλά εντοπίζεται και στη Δύση ως νόθευση του κράτους δικαίου και διολίσθηση της δημοκρατίας σε αυταρχικές πρακτικές ηγετών. Στην Ανατολή εκδηλώνεται ως αναθεωρητισμός, καθ΄ όν χρόνο η Δύση κατηγορείται για υποκριτική στάση και, υπό δημοκρατικό μανδύα, επεμβάσεις στα εσωτερικά ανίσχυρων και αναπτυσσόμενων κρατών. Σε κάθε περίπτωση, οι ενέργειες μεγάλων δυτικών χωρών δεν είναι άμοιρες γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων ως προς τη μεταχείριση αυταρχικών ή αναθεωρητικών διακυβερνήσεων.
Στο μετανεωτερικό περιβάλλον του δυτικού κόσμου, το αξιακό κεκτημένο της φιλελεύθερης/πλουραλιστικής δυτικής δημοκρατίας κλονίζεται, μεγαλώνει η απόκλιση μεταξύ πολιτικών ηγεσιών και κοινωνικής βάσης και απομειούται η εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι του πολιτικού συστήματος. Σε αυτό έχει συμβάλλει ασφαλώς το υψηλό κόστος ζωής, η αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και η περιθωριοποίηση χαμηλών και ευρύτερων μικρομεσαίων στρωμάτων. Σε συνδυασμό δε με τη διόγκωση των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών (βλ. και κρίση 2015-16 στην Ευρώπη) και της ισλαμικής ριζοσπαστικοποίησης, τροφοδοτείται ο φόβος και η πολιτισμική ανασφάλεια, καθιστώντας ελκυστικό τον υπεραπλουστευτικό λόγο πάσης φύσεως λαϊκιστών και αυταρχικών ηγετών.
Η εκλογική νίκη Τραμπ είναι βέβαιο ότι θα προσδώσει νέα ώθηση στον αντισυστημικό λόγο και τη δυναμική των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης, αρκετά εκ των οποίων μετέχουν ήδη σε κυβερνήσεις, ενώ σχεδόν όλα έχουν αποκομίσει σημαντικά εκλογικά οφέλη στις πρόσφατες Ευρωεκλογές (κατέχοντας περί το ένα τέταρτο των ψήφων/εδρών στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Η προοπτική περαιτέρω ενδυνάμωσης της ακροδεξιάς, ιδιαίτερα στην Γαλλία και την Γερμανία, διευρύνει την πολιτική ρευστότητα και οξύνει την κρίση αντιπροσώπευσης σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Παράλληλα, η ψηφιακή επανάσταση, η έκρηξη των κοινωνικών μέσων και η Τεχνητή Νοημοσύνη, που αναδεικνύεται ως ο απόλυτος επιταχυντής της συνολικής μεταμόρφωσης του κόσμου (game changer), πέραν των θετικών ή/και αρνητικών επιπτώσεων στην αναπτυξιακή διαδικασία, θέτουν ισχυρά νομικά και ηθικοπολιτικά διλήμματα ως προς την οργάνωση και λειτουργίας της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Και τούτο διότι δεν σχετίζονται μόνο με ζητήματα εξωτερικών κυβερνοεπιθέσεων σε πάσης φύσεως υποδομές και νέων τεχνολογιών συμβατικού πολέμου. Αλλά και διότι αναφύονται πρωτόγνωρες για τη δημοκρατία απειλές, όπως η υπερσυγκέντρωση/μονοπωλιακή διαχείριση μεγα-δεδομένων (big data), η παραπληροφόρηση και η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, με συνακόλουθη την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ασφάλειας.
Εν προκειμένω, αντιπαρατίθενται, από τη μία πλευρά, η δυνατότητα απεριόριστης ελευθερίας άσκησης του δικαιώματος της καινοτομίας και συναφούς “αυτορρύθμισης” της ψηφιακής αγοράς (που βρίσκουν υποστηρικτές κυρίως στις ΗΠΑ) και, από την άλλη, η αναγκαιότητα απαραίτητου ρυθμιστικού πλαισίου της διογκούμενης αταξίας της ψηφιακής αγοράς και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (τα οποία πρεσβεύει η ΕΕ).
Ανάγκη εθνικής στρατηγικής στην εποχή Τραμπ
Σε ένα τέτοιο κατακερματισμένο και ρευστό περιβάλλον καλείται να ανταποκριθεί κάθε Εθνική Στρατηγική. Ως εθνικά θέματα αναδεικνύονται πλέον όλες οι μεγάλες και πολύπλοκες παγκόσμιες προκλήσεις, προσδίδοντας νέες διαστάσεις στις έννοιες του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής ισχύος.
Βεβαίως, οι ιδιαίτεροι γεω-ιστορικοί και πολιτισμικοί προσδιορισμοί, καθώς και οι κλασικές έννοιες της αποτρεπτικής σκληρής και της πολλαπλασιαστικής ήπιας ισχύος, διατηρούν πάντα την επικαιρότητά τους. Όμως τόσο η αντιμετώπιση των σύνθετων πτυχών των προβλημάτων ασφάλειας (παραδοσιακές και υβριδικές απειλές) όσο και η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της διεθνούς θέσης/ρόλου μιας χώρας, σε έναν εξόχως ανταγωνιστικό κόσμο, προϋποθέτουν βαθύτερη γνώση των παγκόσμιων τάσεων και ανάλογη ανάταξη όλων των συντελεστών ισχύος και συγκριτικών πλεονεκτημάτων της, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού.
Η συγκεκριμένη ανάγκη προσλαμβάνει, μάλιστα, επείγοντα χαρακτήρα εν μέσω γεωπολιτικών αναταράξεων που προκαλούν οι υψηλού έως και πυρηνικού ρίσκου πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή. Αυτονοήτως επηρεάζονται οι ισορροπίες και στις ευαίσθητες περιοχές της ΝΑ Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου ενισχύονται αναθεωρητικές τάσεις χωρών και όπου η Ελλάδα επιχειρεί να αναδείξει το σταθεροποιητικό της ρόλο.
Υπό την πίεση των διεθνών ανακατατάξεων εν αναμονή διαφοροποιημένων προσανατολισμών των ΗΠΑ, που σηματοδοτεί η επιστροφή Τραμπ (ευρωατλαντική συνεργασία, οικονομικό προστατευτισμό, κλιματική κρίση/προσφυγή σε εξορυκτική δραστηριότητα, σκλήρυνση στο μεταναστευτικό…), η χώρα οφείλει να επανεξετάσει το συνολικό εθνικό της αφήγημα. Η ευρωπαϊκή παράμετρος έχει αποτελέσει διαχρονική “σταθερά” πρόσληψης των διεθνών εξελίξεων και διαμόρφωσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο, μη αποκλειομένου και του σεναρίου αλλοίωσης αυτής της παραμέτρου σε απλή «μεταβλητή», λόγω διαιώνισης της αδυναμίας γεωπολιτικής “ενηλικίωσής” της ΕΕ, καθίσταται ακόμη πιο αναγκαία η επαναξιολόγηση των συνολικών στρατηγικών στόχων και διαθέσιμων μέσων της Ελλάδας, στη βάση και εναλλακτικών σεναρίων. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται συστηματική ανάλυση του ταραγμένου διεθνούς περιβάλλοντος, ενίσχυση της ανθεκτικότητας των υποδομών ασφάλειας και του κοινωνικού ιστού, ιεράρχηση των αποτρεπτικών αμυντικών, οικονομικών και πολιτικοδιοικητικών ικανοτήτων της χώρας και αντίστοιχη στοχοθέτηση της ευρωπαϊκής και εξωτερικής της πολιτικής.