Διεύρυνση στην Κεντροαριστερά με υλικά “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”!
12/05/2021Δύο σχεδόν χρόνια μετά τις εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βρει ακόμα αποτελεσματικό αντιπολιτευτικό βηματισμό, παρότι το 31,5% ήταν μία καλή αφετηρία, ειδικά εάν συγκριθεί με το χαμηλό 23,5% των ευρωεκλογών. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Κουμουνδούρου δεν εκμεταλλεύθηκε το σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο την περίοδο που άνοιξε μετά την αλλαγή φρουράς στο Μαξίμου.
Αν και ο Τσίπρας έχει εκδηλώσει με διάφορους τρόπους την πολιτική βούλησή του να μετεξελίξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα που θα εκφράσει και την ευρύτερη Κεντροαριστερά, στην πράξη δεν έχει κάνει το αποφασιστικό βήμα. Υποτίθεται ότι αυτό θα συμβεί στο συνέδριο, το οποίο έχει αναβληθεί λόγω της πανδημίας. Μένει, ωστόσο, να αποδειχθεί στην πράξη εάν ο Τσίπρας θα καταφέρει να διεμβολίσει τις αντιστάσεις του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ” και να οδηγήσει το κόμμα του σ’ ένα συνέδριο μετεξέλιξης.
Η συζήτηση για τη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά έχει ανοίξει εδώ και χρόνια, αλλά όταν βρισκόταν στα χρόνια της εξουσίας το μόνο που είδαμε ήταν μετεγγραφές πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν ένα συντεταγμένο άνοιγμα προς τις κοινωνικές δυνάμεις που εκτόξευσαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 3-4% στο 36,5% το 2015. Ο “μικρός ΣΥΡΙΖΑ”, άλλωστε, αντιστάθηκε με όλους τους τρόπους και απέτρεψε τη μαζική είσοδο στις κομματικές οργανώσεις “ορφανών” του ΠΑΣΟΚ.
Η Κουμουνδούρου ήθελε τους πρώην “πράσινους” ψηφοφόρους, αλλά όχι και τα οργανωμένα στελέχη που υποτίθεται θα αλλοίωναν την ιδεολογική-πολιτική καθαρότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς! Ο Τσίπρας μπορεί να μιλούσε για την ανάγκη του ανοίγματος των κομματικών οργανώσεων, αλλά στην πραγματικότητα απέφυγε να “σπάσει αυγά” για να το επιβάλλει όσο ήταν πρωθυπουργός. Προφανώς δεν ήθελε σε μία δύσκολη περίοδο να διαταράξει τις εσωκομματικές ισορροπίες.
Τα πράγματα άλλαξαν μετά την “περιφανή ήττα” του Ιουλίου 2019. Ενώ το 23,5% των ευρωεκλογών έριξε τον Τσίπρα στο καναβάτσο, το 31,5% των βουλευτικών εκλογών τον εδραίωσε στην κομματική ηγεσία. Αυτή η άνοδος σε ελάχιστο χρόνο, ωστόσο, δεν προέκυψε από κάποια πολιτική κίνηση της Κουμουνδούρου. Προέκυψε ως αντίδραση στις σαρωτικές νίκες της ΝΔ στις δημοτικές-περιφερειακές εκλογές και στις ευρωεκλογές. Με άλλα λόγια, αρκετοί που καταψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ σ’ εκείνες τις εκλογές, τον ψήφισαν στις βουλευτικές για να υπάρχει τουλάχιστον ένα αντίβαρο στην παντοδυναμία του Μητσοτάκη.
Διχασμένος ο “μικρός ΣΥΡΙΖΑ”
Με πολιτικό όπλο το 32,5%, ο Τσίπρας δρομολόγησε τις προσυνεδριακές διαδικασίες με δεδηλωμένο στόχο τη διεύρυνση και εκ των πραγμάτων την ιδεολογική-πολιτική μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Κάπως έτσι σχεδιαζόταν η μετατροπή της “Προοδευτικής Συμμαχίας” από εκλογικό όχημα σε πολιτικό σχήμα με πραγματική υπόσταση. Η μετεξέλιξη, όμως, διχάζει τον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ”, ο οποίος έχει νοοτροπία “μικροφυλής”.
Η “ομάδα των 53” και όσοι άλλοι συμπλέουν μαζί της στη λογική της περιχαράκωσης, αντιμετωπίζουν τους πρώην πασόκους σαν παρείσακτους, αν όχι σαν ανεπιθύμητους. Ο συσχετισμός δυνάμεων, όμως, δεν τους επιτρέπει να αντισταθούν αποτελεσματικά στη διαδικασία ανοίγματος των κομματικών οργανώσεων. Γι’ αυτό και αναλώνονται σε εσωκομματικές μάχες οπισθοφυλακών, προσπαθώντας να περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το άνοιγμα. Η δε πανδημία αποδείχθηκε μάνα εξ ουρανού, αφού φρενάρισε τις σχετικές διαδικασίες.
Ο Τσίπρας έχει συνειδητοποιήσει πως δεν έχει άλλη επιλογή, αφού θέλει να μετατρέψει το κόμμα του σε εδραιωμένο κόμμα εξουσίας. Επικεφαλής, λοιπόν, της “προεδρικής πτέρυγας” του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ” και ενισχυμένος με τους πασοκογενείς που έχουν ήδη ριζώσει στον ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη περίοδο, έχει δρομολογήσει τη διεύρυνση. Το πρόβλημα είναι ότι έχει συρρικνωθεί το αρχικό ενδιαφέρον στελεχών και μελών της πασοκικής Κεντροαριστεράς να προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι μόνο οι αντιστάσεις που πρόβαλε η πτέρυγα του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ” που διαφωνεί. Ούτε μόνο οι καθυστερήσεις και η έλλειψη αποφασιστικότητας εκ μέρους του ίδιου του Τσίπρα. Είναι κυρίως ότι ως αξιωματική αντιπολίτευση δείχνει ανίκανη να δημιουργήσει μία πολιτική δυναμική, η οποία θα προσέλκυε κεντροαριστερούς. Κι αυτό, παρότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι διάτρητη σε πολλά επίπεδα, γεγονός που έχει τροφοδοτήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Δεν εισπράττει την πολιτική φθορά
Μπορεί η πολιτική-εκλογική καθήλωση του ΚΙΝΑΛ να εδραιώνει τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά είναι κυρίως η δική του πολιτική και κατ’ επέκταση δημοσκοπική καθήλωση που προς το παρόν σταθεροποιεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ρόλος κάθε αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να διεκδικεί πειστικά την κυβέρνηση στο πλαίσιο της εναλλαγής στην εξουσία. Εάν δεν τα καταφέρνει εξ αντιδιαστολής σταθεροποιεί την κυβέρνηση. Κι αν αυτό κρατήσει για πολύ χρόνο αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα τεθεί θέμα να βρεθεί εναλλακτική λύση για τον ρόλο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εξαίρεση. Θα εδραιωθεί οριστικά ως ο άλλος πόλος του πολιτικού συστήματος, δηλαδή η παράταξη που μαζί με τη ΝΔ θα συγκροτούν το νέο διπολισμό, μόνο εάν αργότερα ή νωρίτερα επανέλθει στα κυβερνητικά έδρανα. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την ιδεολογική-πολιτική μετεξέλιξή του. Οι συνθήκες και το ρεύμα που τον είχε εκτοξεύσει το 2015 στην εξουσία δεν υφίστανται.
Για να κερδίσει την εξουσία πρέπει να ανταποκριθεί σε ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις, στις οποίες σήμερα εμφανίζει κραυγαλέο έλλειμμα. Το εν λόγω πολιτικό έλλειμμα δεν αφορά μόνο στην “κίνηση των 53”. Αφορά και στην “προεδρική πτέρυγα”, στον ίδιο τον Τσίπρα. Εξ ου και η προσωπική και κομματική αδυναμία να εισπράξουν πολιτικά-εκλογικά τη δεδομένη πολιτική φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Αδύναμες κοινωνικές ρίζες
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη βαριά ήττα τον Ιούνιο 2019, λόγω κυρίως των τραυμάτων της κοινωνίας από τις πολιτικές του 3ου Μνημονίου και της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και όπως προανέφερα, ανέκαμψε εντυπωσιακά στις εθνικές εκλογές τον Ιούλιο, επειδή εισέπραξε την αντιδεξιά ψήφο, με σκοπό να υπάρξει ένα αντίρροπο δέος στον πανίσχυρο Μητσοτάκη. Αντί, λοιπόν, να διδαχθεί από την ίδια την αρνητική πείρα του, παραμένει εγκλωβισμένος στα ίδια ιδεολογικά στερεότυπα που απωθούν τη συντριπτική πλειονότητα των αντιδεξιών ψηφοφόρων.
Ο Τσίπρας χρησιμοποιεί τους πασοκογενείς σαν κράχτες και μεσολαβητές για να προσελκύσει στο κόμμα του ψηφοφόρους, αλλά και οργανωμένες δυνάμεις που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ κυρίως στους χώρους των συνδικάτων, των επαγγελματικών ενώσεων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει ρίζες, όπως έδειξε και το Βατερλό που υπέστη στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές.
Λειτουργεί μόνο ως πόλος στο επίπεδο των γενικών εκλογών, λόγω απουσίας εναλλακτικής λύσης. Τον ευνοεί καταλυτικά το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει πολιτική-κομματική υποδοχή για την αντιδεξιά ψήφο. Επιβεβαιώθηκε και στις τελευταίες εκλογές ότι οι παραδοσιακοί κεντροαριστεροί ψηφοφόροι κατά κανόνα δεν επιστρέφουν στο ΠΑΣΟΚ.
Χωρίς εκπροσώπηση η Κεντροαριστερά
Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γίνει πλήρως ο διάδοχος του μεγάλου ΠΑΣΟΚ, κατέχει εκ των πραγμάτων δεσπόζουσα θέση του στον χώρο των αντιδεξιών ψηφοφόρων. Παρόλα αυτά, στη λεγόμενη Κεντροαριστερά είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι υπάρχει κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Μπορεί προς το παρόν να το κάλυψε σε μεγάλο βαθμό ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το κάλυψε μάλλον επιδερμικά.
Το κενό θα καλυφθεί με οργανικό τρόπο μόνο όταν εκφρασθούν πολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες, αλλά και οι πατριωτικές ευαισθησίες του κορμού των κεντροαριστερών μικρομεσαίων στρωμάτων. Η αχίλλειος πτέρνα του εγχειρήματος Τσίπρα είναι ότι προσπαθεί να συγκροτήσει μία μεγάλη κεντροαριστερή παράταξη με ιδεολογικά υλικά της Κουμουνδούρου, του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”.
Αν κάποιος μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου σαν μονόδρομο λόγω της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, δεν ισχύει το ίδιο για τη Συμφωνία των Πρεσπών και για τη μεταναστευτική πολιτική των “ανοικτών συνόρων”. Οι ψηφοφόροι, στους οποίους απευθύνεται ο Τσίπρας δεν πιστεύουν ότι «το δημογραφικό πρόβλημα θα λυθεί με την (παράνομη) μετανάστευση», ούτε βεβαίως ότι «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του».
Το άνοιγμα που ο Τσίπρας επιχειρεί –τουλάχιστον προς το παρόν– δεν λύνει αυτή την αντίφαση, γεγονός που εμποδίζει την ανάπτυξη από τον ΣΥΡΙΖΑ ενός οργανικού δεσμού πολιτικής εκπροσώπησης αυτών των στρωμάτων. Με άλλα λόγια, στην πλειονότητά τους οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι παραμένουν “εκλογικοί πρόσφυγες”. Από την άλλη, όμως, όσο δεν εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή μία αξιόπιστη εναλλακτική λύση, ο κορμός των αντιδεξιών ψηφοφόρων, παρά τις πολλές διαφωνίες μόνη εκλογική επιλογή θα έχει τον Τσίπρα ή την αποχή.