Δημήτρης Τσοβόλας: Ο “γιος του αγωγιάτη” από τους Μελισσουργούς
28/02/2022Τα πρόσωπα που μετέχουν ενεργά στον πολιτικό αγώνα, ενσαρκώνουν ιδέες, γίνονται τα ίδια φορείς κοινωνικών σχέσεων εκπροσώπησης και πολιτικής κουλτούρας. Μιλώντας για αυτά μιλάμε για την πολιτική εξέλιξη μιας κοινωνίας σε μια ορισμένη εποχή. Ο Δημήτρης Τσοβόλας αποτέλεσε χαρακτηριστική έκφραση του πλατιού δημοκρατικού-προοδευτικού ρεύματος που διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε από το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τη μαζική μεταπολιτευτική πολιτική έκφραση της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας στη χώρα.
Γεννημένος στους Μελισσουργούς Άρτας το 1942, από φτωχή αγροτική οικογένεια ΕΑΜικής προέλευσης, ο Τσοβόλας θα σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ένας βασικός μηχανισμός της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας των αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων ήταν οι σπουδές. Γι’ αυτό επαγγέλματα όπως του εκπαιδευτικού, του δικηγόρου, του πολιτικού μηχανικού, συνδεδεμένα ιδίως τα δύο τελευταία με την μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή και την αυτοαπασχόληση, είχαν ιδιαίτερα λαϊκά-μικροαστικά και συχνά αντι-ελίτ χαρακτηριστικά στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η Μεταπολίτευση θα βρει τον Δημήτρη Τσοβόλα δικηγόρο στην Άρτα. Θα ενταχθεί στο ΠΑΣΟΚ το 1974. Το ΠΑΣΟΚ ως προέλευση και λειτουργία θα είναι το κόμμα “των παιδιών των αγροτών”. Και με αυτήν την έννοια του νεοελληνικού ναροντνικισμού, θα είναι ένα λαϊκιστικό κόμμα των μορφωμένων παιδιών των λαϊκών τάξεων, με λαϊκο-πατριωτικά και δημοκρατικά οράματα, σε κατεύθυνση κοινωνικής δικαιοσύνης, ανόδου του βιοτικού επιπέδου, εξισωτικών πρακτικών και αντι-ελιτιστικών αντιλήψεων. Αυτά ήταν χαρακτηριστικά της πασοκικής σοσιαλιστικής κουλτούρας, όταν το ΠΑΣΟΚ θα αποκτήσει σταδιακά πιο μόνιμα “χρώματα” από το 1977 και μετά. Και ο Δημήτρης Τσοβόλας έγινε από τους κατ’ εξοχήν εκφραστές.
Την περίοδο 1974-76 των έντονων ιδεολογικο-πολιτικών και οργανωτικών συγκρούσεων, της μετάβασης από ένα ιδιότυπο κόμμα ριζοσπαστικοποιημένων αριστερών στελεχών σε κόμμα μαζών και στη συνέχεια σε γραφειοκρατικό μαζικό κόμμα μέχρι το 1981, ο Τσοβόλας δεν εμφανίζεται ενεργός στην εσωκομματική πάλη, ούτε γίνεται μέλος των κεντρικών οργάνων.
Οι διαμάχες αυτές με έντονες ιδεολογικές μορφές και οργανωτικούς όρους, αφορούν περισσότερο την υπό διαμόρφωση κομματική οργάνωση στα δύο-τρία μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και τον φοιτητικό-μεταφοιτητικό χώρο, όπου κυριαρχούν πρακτικές και λόγος της παραδοσιακής Αριστεράς, έκφραση της ηγεμονίας της στην Μεταπολίτευση. Η πασοκική δημοκρατική-λαϊκή συγκρότηση, της οποίας φορέας είναι ο Τσοβόλας, είναι αντίληψη του ευρύτερου κοινωνικού μπλοκ σε εκείνη τη φάση, παρά του στενότερου κομματικού.
Σχέση εμπιστοσύνης
Ο Τσοβόλας είναι βουλευτής Άρτας από το 1977 έως το 1989. Την περίοδο 1981-89 θα παραμείνει σταθερά στο Υπουργείο Οικονομικών, ως Υφυπουργός αρχικά, ακολούθως ως Αναπληρωτής Υπουργός και στη συνέχεια ως Υπουργός. Στις 17 κυβερνήσεις με τους 16 ανασχηματισμούς που πραγματοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980, ο Τσοβόλας, υπήρξε μετά την Μελίνα Μερκούρη, ο δεύτερος μακροβιότερος Υπουργός των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου.
Θα μείνει εκτός Υπουργικού Συμβουλίου μόνον για ένα διάστημα μικρότερο των δύο μηνών το 1985. Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει τις σχέσεις εμπιστοσύνης και αναδεικνύει τον Τσοβόλα ως έναν από τους εκφραστές των αναδιανεμητικών πολιτικών με τις οποίες συνδέθηκε το ΠΑΣΟΚ τότε. Παράλληλα λόγω και της νευραλγικής του θέσης, της συγκρότησης και της πρακτικής του θα έρθει σε συγκρούσεις με οικονομικά συμφέροντα και σε πολιτικές αντιπαραθέσεις με τη ΝΔ. Αποτέλεσε έμπρακτη εκδήλωση της αναφοράς του Ανδρέα Παπανδρέου στις Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης του 1981: «Το κοινωνικό όφελος υπερισχύει του ατομικού κέρδους». Και ακριβώς για τους ανωτέρω λόγους γίνεται ολοένα και περισσότερο δημοφιλής στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ.
Τη δεκαετία του 1980 θεωρείται εγγύτερα στον Μένιο Κουτσόγιωργα που αποτέλεσε έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες των κυβερνήσεων εκείνης της περιόδου. Αν και ο Τσοβόλας εκλέγεται για πρώτη φορά μέλος της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ στο πρώτο συνέδριο το 1984, με τα παραδοσιακά κεντρικά κομματικά στελέχη δεν βρίσκεται ιδιαίτερα κοντά. Προοπτικά θα αντιπαρατεθεί με την κεντρική γραφειοκρατία του κόμματος. Είναι φορέας άλλου κλίματος, ενώ η διαδρομή του θα δείξει αντιστάσεις απέναντι στην κυρίαρχη τάση αστικοποίησης-επαγγελματοποίησης της κομματικής γραφειοκρατίας.
Η σταδιακή αντίθεσή του με τη συλλογική ηγετική γραφειοκρατία του κόμματος, αλλά και η αποδοχή του από το κομματικό σώμα, θα αποτυπωθεί στο δεύτερο συνέδριο το 1990, όταν από τη θέση του Προεδρείου θα θέσει σε ψηφοφορία το αίτημα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης (ομάδα “Ιταλών”) για αλλαγή του εκλογικού μέτρου στην ψηφοφορία ανάδειξης μελών της Κ.Ε., από 100% σε 40% σταυροδότηση, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση της κεντρικής γραφειοκρατίας και στην ενίσχυση των ομάδων της εσωκομματικής αντιπολίτευσης απέναντι στη γραφειοκρατία. Η πρόταση θα ψηφιστεί από το συνέδριο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν θα παρέμβει για να το ανατρέψει, ούτε θα κατεβάσει πρόταση για Κ.Ε., σε αντίθεση με το πρώτο συνέδριο (Ποντίκι, 27-9-1990).
Ο “γιός του αγωγιάτη”
Το καλοκαίρι του “βρώμικου ’89”, στην προσπάθεια διάλυσης του ΠΑΣΟΚ, πολιτικής και ηθικής εξόντωσης του αρχηγού του μέσω των δικαστικών-ποινικών διώξεων, ο Τσοβόλας θα στοχοποιηθεί από τη ΝΔ και το Συνασπισμό, που θα τον παραπέμψουν στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά και από μια ψευτο-ελιτίστικου χαρακτήρα επίθεση στο ΠΑΣΟΚ σε κλίμα υστερικού αντι-λαϊκισμού και κατασκευής μυθευμάτων.
Απ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο προέρχεται αφενός το άρθρο στο Βήμα του Στέλιου Κούλογλου με τη γνωστή απαξιωτική αναφορά «Ο γιος του Αγωγιάτη», αφετέρου το περίφημο «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα» που αναφέρει ο Ανδρέας Παπανδρέου σε προεκλογική συγκέντρωση στο Περιστέρι το 1989, φράση που υποτίθεται ότι αποτυπώνει μια κυβερνητική πρακτική αλόγιστων παροχών. Το ψευτο-κατεστήμενο της χώρας ακόμα και τη χρεοκοπία του 2010, δολίως και αναπόδεικτα σ’ αυτό επιχειρούν να την αποδώσουν.
Για το θέμα αυτό κατ’ επανάληψη ο Τσοβόλας είχε δώσει απαντήσεις, παραθέτοντας συγκεκριμένα στοιχεία, όπως λ.χ. στο βιβλίο του “Οι δρόμοι της ευθύνης“ (Κάκτος, 1994, σ. 113-120). Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο του Νίκου Νικολάου, εκ των βασικών επικριτών του Τσοβόλα την δεκαετία του 1980, στις 10-5-2008 στην Καθημερινή “Αφηγησεις: Η προκατάληψη και η αλήθεια για τον Δημήτρη Τσοβόλα“.
Είναι ακριβώς τότε που η λαϊκή αποδοχή του Τσοβόλα αυξάνεται κατακόρυφα. Την περίοδο 1989-90 εκλέγεται θριαμβευτικά στη Β΄ Αθηνών. Η δημοφιλία του θα εκτοξευθεί την περίοδο της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο. Η 10μηνη ακροαματική διαδικασία, από τον Μάρτιο 1991 έως τον Ιανουάριο 1992, με την καθημερινή ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, θα διαμορφώσει εδραίο κοινό περί δικαίου αίσθημα για το απολύτως σαθρό και αναπόδεικτο των κατηγοριών, ενώ θα αναδείξει τον Τσοβόλα με την καθημερινή στάση του, μαζί με τους συνηγόρους του Γιώργο Μωραΐτη και Τάκη Παππά, ως ένα μαχητή και αγωνιστή της δημοκρατίας, του δικαίου, του δημοσίου συμφέροντος.
Στο Ειδικό Δικαστήριο
Είναι τέτοια η καθημερινή ένταση που ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου την 1-10-1991 θα αποβάλει για 10 μέρες τον Τσοβόλα για ανάρμοστη συμπεριφορά και ο Τσοβόλας παραμένει έγκλειστος στον Άρειο Πάγο σε μια μορφή οιονεί κατάληψης, η οποία συναντά τη λαϊκή υποστήριξη (Στ. Λυγερός, Το παιχνίδι της εξουσίας, εκδόσεις Λιβάνη, 1996, σ. 187). Χαρακτηριστική του κλίματος είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την αντιπαράθεση ανάμεσα στον τότε αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου και διαχρονικό πολέμιο του Ανδρέα Παπανδρέου, Σωκράτη Σωκρατείδη και του Τσοβόλα. Στο Ειδικο Δικαστήριο τους ελεεινούς συκοφάντες για το περιβόητο Τσοβόλα δώστα όλα – YouTube
Ο Τσοβόλας θα καταδικαστεί από το Ειδικό Δικαστήριο για μια κατ’ ουσίαν επωφελή για το Ελληνικό Δημόσιο ρύθμιση χρεών του επιχειρηματία Καλκάνη. Ο πραγματικός λόγος της καταδίκης, ήταν η εκδικητική τιμωρία του για την μαχητική στάση υπεράσπισης του Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου, μαζί με τους συνηγόρους του, είχε αναλάβει ατύπως την υπεράσπιση, κονιορτοποιώντας σε καθημερινή βάση το κατηγορητήριο.
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και η άρνηση της Βουλής να δώσει χάρη, τον οδήγησε σε έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα επιλέξει να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές στη Β΄ Αθηνών, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιηθούν πολιτικά το κοινό περί δικαίου αίσθημα για την αδικία που είχε υποστεί ο Τσοβόλας, αλλά και η έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τόσο στα κοινωνικά-οικονομικά ζητήματα, όσο και στα εθνικά (Μακεδονικό) που αποτελούσε κεντρικό θέμα εκείνης της συγκυρίας.¨Το αποτέλεσμα στις 5-4-1992, προϊόν και της μαχητικής ενεργοποίησης της οργανωμένης βάσης του Κινήματος σε επίπεδο Τοπικών Οργανώσεων και Νομαρχιακών Επιτροπών, καθώς και της επαναπροσέγγισης του ΠΑΣΟΚ με νεολαιίστικα ακροατήρια και με όρους κομματικής ένταξης, θα είναι σαρωτικό υπέρ του ΠΑΣΟΚ ιδίως στις λαϊκές, αλλά και μικροαστικές περιοχές της Β΄ Αθηνών, παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις κεντρικών στελεχών της υπό διαμόρφωση “εκσυγχρονιστικής μερίδας της κομματικής γραφειοκρατίας για το εγχείρημα πρόκλησης των επαναληπτικών εκλογών.
Το εγχείρημα του ΔΗΚΚΙ
Μετά τις εκλογές του 1993 ο Τσοβόλας δεν συμμετέχει στην κυβέρνηση, ενώ στο τρίτο συνέδριο το 1994 θα διαμορφώσει διακριτή ιδεολογικο-πολιτική πλατφόρμα. Μετά τον θάνατο του Γιώργου Γεννηματά, ο Τσοβόλας είναι το πιο δημοφιλές στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτό δεν καταγράφεται στο πεδίο του εσωκομματικού οργανωτικού συσχετισμού ιδίως σε επίπεδο στελεχών, όπου αντιμετωπίζει μάλλον πρακτικές αποκλεισμού. Η πολιτική του γραμμή κινείται σε μια πιο εθνοκεντρική και αντι-νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση από την κεντρική γραφειοκρατία και τις κρατικές ελίτ. Χαρακτηριστικό της κατεύθυνσής του είναι το άρθρο του “Αριστερός Βενιζελισμός και Εθνική Ολοκλήρωση”.
Στην πρώτη σύνοδο της Κ.Ε. (Μάιος 1994) θα είναι υποψήφιος Γραμματέας, λαμβάνοντας 13 ψήφους, έναντι 103 του Άκη Τσοχατζόπουλου και 29 λευκών. Στην τέταρτη σύνοδο (Οκτώβριος 1995) και ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου ασκεί κριτική στην “εκσυγχρονιστική” “κίνηση των 4”, ο Τσοβόλας αποχωρεί από το ΠΑΣΟΚ, συγκροτώντας το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα, ΔΗΚΚΙ (Δεκέμβριος 1995). Έτσι θα είναι εκτός κόμματος στις μάχες της διαδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου το 1996, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την όποια προοπτική καταγραφής μιας διαφορετικής εκδοχής, απέναντι σ’ αυτήν που είχε προδιαγράψει τόσο η εκσυγχρονιστική, όσο και η παραδοσιακή μερίδα της κομματικής γραφειοκρατίας, αλλά και η κοινωνική ελίτ της χώρας.
Το ΔΗΚΚΙ, θα αποτελέσει πολιτική – και λιγότερο θεωρητική – έκφραση της λαϊκής διαμαρτυρίας απέναντι στην ιδεολογικο-πολιτική κατεύθυνση του ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές του 1996 θα λάβει 4,4% που θα αποτελέσει την ισχυρότερη, σε βουλευτικές εκλογές, καταγραφή εσωκομματικής διάσπασης του ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του μέχρι και το 2009. Στις ευρωεκλογές του 1999, σ’ ένα αντικυβερνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί ιδίως από την παράδοση Οτζαλάν και τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, το ΔΗΚΚΙ θα λάβει 6,85 %.
Όμως, στις πολωμένες εκλογές του 2000, σε μια συγκυρία συντριπτικής κυριαρχίας του καρτελοποιημένου κομματικού συστήματος, του Χρηματιστηρίου, της τηλεκρατίας και του πολιτικού χρήματος (Siemens), το ΔΗΚΚΙ αδυνατεί να βρει κοινό βηματισμό με την επίσης πασοκογενούς προέλευσης Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση του Μιχάλη Χαραλαμπίδη που είχε στο μεταξύ συγκροτηθεί, με αποτέλεσμα να μην επιτύχουν την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση.
Τα ανωτέρω σε συνδυασμό με την αδυναμία περαιτέρω συντονισμού με δυνάμεις που αυτονομούνταν λόγω της κρίσης της εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο ΠΑΣΟΚ (πέμπτο συνέδριο 1999 και έκτο 2001), θα έχουν σαν αποτέλεσμα την αδυναμία συγκρότησης ενός δημοκρατικού αριστερού χώρου πασοκογενούς προέλευσης με μαζικά χαρακτηριστικά στη μετα-ανδρεϊκή εποχή, ανταγωνιστικού στην κυρίαρχη νέα σοσιαλδημοκρατία, η οποία χαρακτηρίζεται από μεταεθνικό μεταπρατισμό ιδεολογικο-πολιτικά και από-παραγωγικοποίηση στον τομέα της οικονομίας. Την πρωτοβουλία αμφισβήτησης της νέας σοσιαλδημοκρατίας θα αναλάβουν δυνάμεις προερχόμενες από το χώρο της ριζοσπαστικής-ανανεωτικής Αριστεράς κομμουνιστογενούς προέλευσης, οι οποίες όμως εμφανίζουν σημεία πολιτικής αντίθεσης αλλά ιδεολογικής σύγκλισης.
Στη συνέχεια και εν όψει των εκλογών του 2004, ο Τσοβόλας θα εισηγηθεί την αναστολή λειτουργίας του ΔΗΚΚΙ. Μια άλλη μερίδα του κόμματος θα διαφωνήσει, επιλέγοντας να συνεχίσει. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Τσοβόλας θα επιστρέψει στην ενεργό και μαχόμενη δικηγορία, κερδίζοντας την εκτίμηση του συνόλου της δικηγορικής κοινότητας, αποτελώντας σπάνια περίπτωση ενεργού πολιτικού, που επιστρέφει στο επάγγελμά του. Παράλληλα διατήρησε δημόσιο λόγο, τοποθετούμενος ενάντια στη μνημονιακή υπαγωγή της χώρας, από μια οπτική εθνικής-λαϊκής ενότητας και αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς όμως να εντάσσεται κομματικά.
Ο Τσοβόλας δεν έγινε επαγγελματίας της πολιτικής, αποτελώντας εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα που διατύπωσε ο Ρόμπερτ Μίχελς στην περίφημη μελέτη του για τα πολιτικά κόμματα στις αρχές του 20ου αιώνα. Η εξουσία δεν τον μεταμόρφωσε. Ο λαϊκός αντι-ελιτισμός για τον Τσοβόλα αποτέλεσε στάση ζωής. Την περίοδο που ήταν υπουργός, αλλά και μετά, κυκλοφορούσε με τα μαζικά μέσα συγκοινωνίας. Η κατοικία του παρέμεινε σταθερά στα Κάτω Πατήσια και τα παιδιά του πήγαν στο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς, πράγμα που και για τότε, πολύ περισσότερο σήμερα, ακούγεται σχεδόν σουρεαλιστικό.
Ελαφρύ το χώμα.