Ελληνοκινεζικές σχέσεις: Σταθερά βήματα προς τα πίσω
15/04/2022Ισχυρότατες πιέσεις για άμεση ή έμμεση παράκαμψη της ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς τα επενδυτικά σχέδια και τα κατασκευαστικά έργα της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά ασκεί η Κίνα προς την ελληνική κυβέρνηση. Οι πιέσεις του Πεκίνου, που διατυπώνονται επανειλημμένα στο επιχειρηματικό και διπλωματικό παρασκήνιο τις τελευταίες εβδομάδες, δοκιμάζοντας τις ελληνοκινεζικές σχέσεις, συμπίπτουν με την επιδείνωση των σχέσεων της Κίνας με την ΕΕ, παρά το φαινομενικό κλίμα αβρότητας μεταξύ των δύο πλευρών, κατά τη διαδικτυακή σύνοδο κορυφής της 1ης Απριλίου.
Παραμένει άγνωστο (και θα ήταν παρακινδυνευμένο να γίνουν βιαστικές υποθέσεις χωρίς απτά στοιχεία) αν το Πεκίνο θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει με ηπιότερο τρόπο την Ελλάδα, συγκριτικά με τα άλλα μέλη της ΕΕ. Ως τώρα, όπως συνέβαινε και με την τακτική της Μόσχας προς την Αθήνα επί πολλές δεκαετίες, η κινεζική πλευρά θεωρούσε την Ελλάδα ειδική περίπτωση και ως τον ασθενέστερο κρίκο της δυτικής κοινότητας.
Ωστόσο, η δυσαρέσκεια στην παρούσα φάση είναι τόσο μεγάλη, ώστε τα κινεζικά προειδοποιητικά μηνύματα να περιέχουν υπαινιγμούς για μεταβολή της μορφής παρουσίας της COSCO στην Ελλάδα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τις ελληνοκινεζικές σχέσεις. Μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για αναζήτηση συμπληρωματικών ή και εναλλακτικών επενδυτικών επιλογών στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, καθώς και για επανεξέταση των διευκολύνσεων προς τις ελληνικές εξαγωγές και επενδύσεις στην αχανή χώρα.
Πάντως, οι πραγματικές αδειοδοτικές διευκολύνσεις είναι ελάχιστες και αρκετά αιτήματα, παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των Κινέζων πολιτικών και γραφειοκρατών, εκκρεμούν από το 2014. Ταυτόχρονα, είτε με βάση την εμπειρία του απολυταρχικού καθεστώτος της Κίνας είτε έχοντας μελετήσει τους πολιτικούς χειρισμούς σε διάφορα σκάνδαλα στην Ελλάδα (εξοπλιστικά, καρτέλ κατασκευαστικών, Novartis κ.λπ.), αιωρείται το κινεζικό ερώτημα περί δυνατοτήτων παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Ευτυχώς, ουδείς κυβερνητικός αρμόδιος ή σκιώδης αναρμόδιος αποτόλμησε να παρέμβει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ –ακόμα και αν συμβεί οτιδήποτε παρόμοιο– θα υπήρχε αντίδραση από αρμόδια όργανα της ΕΕ σε μεταγενέστερο στάδιο. Πάντως, αν και φυσικά δεν πρέπει να υποβαθμίζονται η ισχύς της Κίνας και η κρισιμότητα της ψήφου της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για μείζονα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, έγκυρες πηγές θεωρούν προσχηματικές τις απειλές για αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της COSCO στον χώρο της Μεσογείου.
Ο Πειραιάς και οι ελληνοκινεζικές σχέσεις
Η επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά θεωρείται κρίσιμη αφενός για την επιτυχία της “πρωτοβουλίας 16+1” (χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης συν Κίνα), αφετέρου για την υποστήριξη της Belt and Road Initiative (BRI), του λεγόμενου (χερσαίου και θαλάσσιου) “Δρόμου του Μεταξιού”. Επιπλέον, όλες οι παρόμοιες επενδύσεις έχουν ξεκάθαρο στρατηγικό (και στρατιωτικό) προσανατολισμό, υλοποιώντας μακροπρόθεσμα σχέδια του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας για επηρεασμό των διεθνών εξελίξεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, το Πεκίνο έσπευσε να επενδύσει επί κυβερνήσεων Γιώργου Παπανδρέου και Λουκά Παπαδήμου το 2011-2012, παρά τον φόβο του Grexit, ώστε να μεταβάλει τους –επωφελείς για την Ελλάδα– όρους της αρχικής σύμβασης του 2006 επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή. Παράλληλα, οι αποφάσεις και οι κινήσεις της ΕΕ αναμένεται να καθορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, την τακτική του Πεκίνου έναντι της Ελλάδας, όπως και τις αντοχές του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη επί του θέματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω των υποσχέσεων που έδωσε –με καταπληκτική ευκολία– στον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ το 2019 και τον υπουργό Εξωτερικών Γουάνγκ Γι το 2021. Επίσης λόγω και του πιεστικού ενδιαφέροντος ημεδαπών οικονομικών παραγόντων συνδεόμενων με την Κίνα.
Κατά την τρέχουσα περίοδο, στις Βρυξέλλες δεν γίνονται καν σκέψεις για την άρση ή και την απλή μεταβολή των κυρώσεων που επιβλήθηκαν τον Μάρτιο του 2021 –λόγω της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων– στην Κίνα. Οι κυρώσεις εξουδετέρωσαν ντε φάκτο την –τεράστιας οικονομικής σημασίας– Συνολική Επενδυτική Συμφωνία ΕΕ-Κίνας που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2020, η οποία δεν έχει ακόμα κυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η σύνοδος κορυφής της 1ης Απριλίου δεν οδήγησε σε άμβλυνση της διάστασης απόψεων επί πλήθους θεμάτων, στα οποία πλέον έχει προστεθεί το Ουκρανικό. Ως γνωστόν, το Πεκίνο όχι μόνον δεν καταδικάζει την εισβολή, αλλά ούτε καν χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο, προτιμώντας τη ρωσική εκδοχή της “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης”. Ο Σι Τζινπίνγκ απαίτησε από την ηγεσία της ΕΕ (Σαρλ Μισέλ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) άρση των δυτικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, προειδοποιώντας για επερχόμενη οικονομική και επισιτιστική κρίση άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη εποχή.