Ένας χρόνος Μπάιντεν – Πόσο διαψεύστηκαν οι μεγάλες προσδοκίες
21/01/2022Πριν από λίγες ώρες, ο Τζο Μπάιντεν συμπλήρωσε τον πρώτο του χρόνο στην προεδρία των ΗΠΑ. Οι πρώτες εκτιμήσεις για την θητεία του ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξες. Ανέλαβε καθήκοντα αμέσως αφού κυκλοφόρησαν τα πρώτα εμβόλια κατά του Covid-19, ενώ ο αρκετά αντιδημοφιλής –εντός και εκτός των ΗΠΑ– προκάτοχός του, είχε θέσει τον πήχη αρκετά χαμηλά (κατά τους διεθνείς αναλυτές) σε μία σειρά από θέματα. Τί έφερε όμως ο ένας χρόνος Μπάιντεν;
Τα πράγματα κατά το πρώτο δωδεκάμηνο της κυβέρνησης Μπάιντεν δεν κύλησαν τόσο ομαλά, όσο περίμεναν πολλοί/ Ο βασικότερος του στόχος, όπως τον εξέφρασε κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ήταν να ενώσει μία πληγωμένη και διχασμένη Αμερική. Σήμερα, ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν τα έχει καταφέρει.
Μπορεί ο τέως πρόεδρος Τραμπ να μην έχει αποκαταστήσει επαρκώς την δημόσια εικόνα του μετά την εισβολή οπαδών του στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου του 2021, την μετέπειτα παραπομπή του και τον αποκλεισμό του από όλα τα σημαντικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ωστόσο καταφέρνει να διατηρεί αξιοσημείωτη επιρροή στην βάση του κόμματος του. Ενδεικτικό είναι, σύμφωνα με τις περισσότερες έρευνες, πάνω από το 70% των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων, υιοθετεί τους ισχυρισμούς του περί νόθευσης του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2020.
Τι κι αν οι Δημοκρατικοί διαθέτουν τον έλεγχο και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου; Με τον τραμπισμό να ηγεμονεύει εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και τους Δημοκρατικούς να αντιμετωπίζουν τις δικές τους εσωτερικές διαιρέσεις, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μπάιντεν έχουν ως τώρα μέτρια αποτελέσματα. Το χάσμα μεταξύ μετριοπαθών κεντρώων και ριζοσπαστικών προοδευτικών φαντάζει αγεφύρωτο και η μεταρρυθμιστική ατζέντα του προέδρου Μπάιντεν είναι ο κύριος χαμένος αυτής της διαμάχης.
Οι νομοθετικές ήττες Μπάιντεν
Η ερχόμενη περίοδος δεν φαντάζει περισσότερο αισιόδοξη για τον σχεδιασμό του Αμερικανού προέδρου, καθώς οι δημοσκοπικές τάσεις δείχνουν πως οι Δημοκρατικοί θα χάσουν τον έλεγχο της Βουλής στις επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, μία εξέλιξη που αν όντως πραγματοποιηθεί, θα δυσχεράνει την θέση του Μπάιντεν. Οι κυριότερες νομοθετικές ήττες μέχρι στιγμής για την προεδρία Μπάιντεν είχαν να κάνουν πρώτον με το πακέτο “Build Back Better”, ένα σχέδιο έντονα εμπνευσμένο από το “New Deal” του προέδρου Ρούζβελτ.
Το σχέδιο νόμου με κόστος 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια πέρασε από την Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά δεν βρήκε σύμφωνους αρκετούς Δημοκρατικούς στη Γερουσία και καταψηφίστηκε. Ο Μπάιντεν στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορεί να ελπίζει ότι το πακέτο θα περάσει το 2022, με αρκετά χαμηλότερο κόστος, παρά το γεγονός ότι ήδη μειώθηκε σε σχέση με το αρχικό πλάνο των 3,5 τρισ. δολαρίων. Στη χειρότερη, το νομοσχέδιο με το οποίο ήθελε να σφραγίσει την πρώτη του θητεία, δε θα ψηφιστεί
Η δεύτερη βασική του νομοθετική ήττα έχει να κάνει με την προστασία της ψήφου και τον περιορισμών των filibusters (τακτική καθυστερήσεων κατά τη διάρκεια διαβούλευσης ενός σχεδίου νόμου, ώστε να μην περάσει). Μετά τις αιτιάσεις Τραμπ για νοθεία στις προεδρικές εκλογές του 2020, μία σειρά από κυβερνήσεις Πολιτειών που ελέγχουν οι Ρεπουμπλικάνοι, εισάγουν περιορισμούς στους τρόπους που μπορεί κανείς να ψηφίσει, με τρόπο που θεωρείται πως στοχεύει κυρίως Αφροαμερικανούς και λοιπές μειονότητες.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της ηγεσίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, δύο γερουσιαστές παραμένουν αμετακίνητοι και δεν στηρίζουν τον περιορισμό του δικαιώματος χρήσης των τεχνικών καθυστέρησης, μία τακτική που οι Ρεπουμπλικανοί αξιοποιούν όπου τίθεται θέμα ομοσπονδιακής παρέμβασης σε θέματα εκλογικού νόμου των επιμέρους Πολιτειών. Μέσα σε όλα αυτά, η μετάλλαξη Όμικρον σαρώνει τη χώρα, όπως και τις περισσότερες του κόσμου, με τα ρεκόρ κρουσμάτων να διαδέχονται το ένα μετά το άλλο.
Εκτελεστικά ζητήματα της προεδρίας
Ο πρόεδρος Μπάιντεν είχε υποσχεθεί προεκλογικά μία καίρια και σοβαρή αντιμετώπιση της πανδημίας σε κεντρικό επίπεδο, όμως δέχεται σημαντικά πλήγματα στη στρατηγική που έχει επιλέξει να ακολουθήσει. Προ εβδομάδας, το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του έκρινε αντισυνταγματικό τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, μέτρο στο οποίο είχε ποντάρει πολύ ο Τζο Μπάιντεν για την άνοδο των συνολικών ποσοστών εμβολιασμού.
Τα νούμερα δημοφιλίας του βρίσκονται σε ασυνήθιστα χαμηλό επίπεδο (τα αντίστοιχα ποσοστά της αντιπροέδρου Χάρις δεν διαφέρουν πολύ), ενώ η αξιοσημείωτη κάμψη των θετικών απόψεων για το πρόσωπό του ξεκίνησε να παρατηρείται μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Παρά το γεγονός ότι αποτελούσε κύρια προεκλογική δέσμευση του προέδρου Μπάιντεν, ο τρόπος που αυτός έγινε και η επακόλουθη επάνοδος των Ταλιμπάν στην εξουσία, προκάλεσαν δυσφορία στην κοινή γνώμη. Στο μέτωπο της οικονομίας φαίνεται να έχει κερδηθεί το στοίχημα της απασχόλησης, καθώς στο τελευταίο έτος δημιουργήθηκαν 6,4 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 4%.
Ωστόσο προβληματισμό προκαλεί ο πληθωρισμός, που έφτασε στο υψηλότερο σημείο από το 1990 και δημιουργεί τεράστιες αυξήσεις σε τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ υπολογίζεται ότι μείωσε και το εισόδημα των εργαζομένων, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού. Στο μεταναστευτικό καταγράφηκε αύξηση των ροών στα νότια της χώρας. Ένα πεδίο στο οποίο ο Μπάιντεν αποδείχθηκε ανέλπιστα αποτελεσματικός είναι στο να διορίζει ομοσπονδιακούς δικαστές, έχοντας τοποθετήσει περισσότερους στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησής του, από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο στο ίδιο χρονικό διάστημα από τον Ρήγκαν και μετά.
Σε κάθε περίπτωση, ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ βρίσκει τον εαυτό του να ηγείται μίας αντιδημοφιλούς κυβέρνησης και να βαδίζει σ’ ένα εκλογικό έτος με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές του 2024. Έχοντας να ισορροπήσει στις απρόβλεπτες εξελίξεις που φέρνει η πανδημία, στις καθυστερήσεις που φέρνει ένα δύσκαμπτο Κογκρέσο, στις διεθνείς εξελίξεις (με φόντο και τις τεταμένες σχέσεις με τη Ρωσία) καθώς και στα ταραγμένα νερά μίας διχασμένης κοινωνίας κι ενός διαιρεμένου κόμματος, το πρώτο έτος διακυβέρνησης του υπήρξε επεισοδιακό κι όπως όλα δείχνουν, ούτε τα εναπομείναντα θα είναι βαρετά.