Έβρος-Αιγαίο: Ποιος είναι ο αντίπαλος; Ποιοι θα γίνουμε εμείς;
05/03/2020Μέσα στην παρούσα κρίση στα σύνορα της χώρας μας, όπως σε κάθε κρίση, είναι καλό να προσέξουμε δύο ζητήματα: τη νηφαλιότητα μας και το να μην παίζουμε το παιχνίδι του αντιπάλου, νομίζοντας ότι αντιστεκόμαστε και μάλιστα επιτυχώς. Έχουμε και λέμε λοιπόν: ελάχιστοι θα διαφωνήσουν ότι η Τουρκία εργαλειοποιεί τους προσφυγικούς πληθυσμούς, προκειμένου να ασκήσει πίεση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Ασκεί πίεση τόσο για προφανείς λόγους (να εξασφαλίσει επιπλέον κεφάλαια και στρατιωτική υποστήριξη στη Συρία), όσο και για λιγότερο προφανείς, όπως είναι η επίδειξη ισχύος προς την Ελλάδα, δια της επιβολής της διαπερατότητας των συνόρων της και ίσως αργότερα “γκριζάρισμά” τους στον Έβρο. Η εν λόγω εργαλειοποίηση, δηλαδή η οργανωμένη μεταφορά ομάδων πληθυσμού από ένα κράτος, προκειμένου να παραβιαστούν τα σύνορα γειτονικού του κράτους, συνιστά ενέργεια επιθετικότητας του πρώτου προς το δεύτερο κράτος.
Η επιθετικότητα αποτελεί μια από τις τυποποιημένες στο διεθνές δίκαιο προσβολές της κρατικής κυριαρχίας, με την άλλη να είναι η ένοπλη επίθεση, η οποία προφανέστατα δεν συνάδει με τη σημερινή κατάσταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Οι όροι αυτοί (επιθετικότητα και ένοπλη επίθεση) δεν τυποποιούνται τυχαίως στο διεθνές δίκαιο: πρώτον, προσφέρουν σαφήνεια σε αρκετά μεγάλο βαθμό και δεύτερον –συνεπεία του πρώτου– εγείρουν μια σειρά δικαιωμάτων για το πληττόμενο κράτος.
Εάν λοιπόν, η χώρα μας αντιλαμβάνεται, όπως διακηρύσσει η κυβέρνησή μας, την παρούσα κρίση, όχι ως αστυνομική ή ανθρωπιστική, αλλά κυρίως ως διακρατική και άρα ως εμπίπτουσα στο χώρο του δημοσίου διεθνούς δικαίου, υποχρεούται να πορευτεί με τα παραπάνω σχήματα διεθνούς δικαίου.
Να τα βάλουμε με τον ενορχηστρωτή
Όχι να πορευτεί με θολά σχήματα, του τύπου «υβριδικός πόλεμος», «ασύμμετρη απειλή» κλπ., τα οποία, όσο χρήσιμα και αν είναι στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, άλλο τόσο παραπλανητικά μπορούν να καταστούν εν τέλει, τόσο για τα δικαιώματα, όσο και για τις υποχρεώσεις μας ως κράτος. Όταν μια χώρα δέχεται μια επιθετική ενέργεια δικαιούται και οφείλει να προβεί σε ορισμένες ενέργειες , οι οποίες αφορούν κυρίως εκείνον που ενορχηστρώνει την ενέργεια και όχι εκείνον που εργαλειοποιείται.
Η Ελλάδα οφείλει να περιφρουρεί τα σύνορά της (παρεμπιπτόντως ανοιχτά σύνορα δεν υπήρχαν ποτέ, όπως επίσης ούτε τώρα οι παράνομες διελεύσεις των συνόρων μας είναι μηδενικές). Αντί, όμως, η κύρια, έως μοναδική της επικέντρωση να είναι στους ανθρώπους που επιδιώκουν να μπουν στη χώρα, η έμφαση πρέπει να είναι στον τερματισμό των ενεργειών του ενορχηστρωτή, δηλαδή στον τερματισμό των επιθετικών ενεργειών της Τουρκίας.
Κάποια από τα προφανή κλιμακωτά βήματα λοιπόν προς την τελευταία κατεύθυνση θα ήταν τα εξής: Διάβημα διαμαρτυρίας στον πρεσβευτή της Τουρκίας, πιθανή ανάκληση του Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα για διαβουλεύσεις και έγερση του ζητήματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Επιπλέον, εφόσον η γείτονα αρνείται να ελέγξει τα σύνορά της –αντιθέτως δια της στρατοχωροφυλακής της επιτίθεται με χημικά στις ελληνικές δυνάμεις– απαιτούνται κανόνες εμπλοκής για έλεγχο του τμήματος των χερσαίων συνόρων Ελλάδας-Τουρκίας δυτικά του Έβρου. Εφόσον επίσης, οι τουρκικές ακταιωροί συνοδεύουν βάρκες, προκειμένου να αποβιβαστούν πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά, πρέπει να υπάρχει απώθηση και εμπλοκή με τις τουρκικές ακταιωρούς, αντί για απώθηση των βαρκών με τους πρόσφυγες.
Αποθήκη ανθρώπων μας θέλει η Ευρώπη
Με άλλα λόγια αν κάποιος σου επιτίθεται, αντιμετωπίζεις αυτόν με αναλογικότητα, αντί να εξαντλείσαι από πλευράς ανθρωπίνου δυναμικού και πόρων, ή να εκτίθεσαι διεθνώς, κυνηγώντας εκείνους που ο επιτιθέμενος εργαλειοποιεί. Επιπλέον, δείχνεις και είσαι όντως έτοιμος, να μεταφέρεις το γκριζάρισμα των συνόρων σου που επιχειρεί στη δική του πλευρά. Παραλλήλως όμως, επειδή η κρίση είναι και ανθρωπιστική, μεταφέρεις την πίεση και εκεί από όπου πραγματικά μπορεί να δοθεί ανακούφιση, δηλαδή στην ΕΕ.
Η επίσκεψη των Ευρωπαίων αξιωματούχων κοινοποίησε ένα σαφές μήνυμα: «πάρτε λεφτά και κλειδώστε μέσα στην Ελλάδα τους πληθυσμούς πού έρχονται από την Τουρκία». Το ίδιο παζάρι θα κάνουν οι Ευρωπαίοι και με την Τουρκία. Εν τέλει, η ΕΕ μας λέει να συνεχίσουμε να είμαστε αποθήκη ανθρώπων, με όποιο κοινωνικό κόστος για όλους τους εδώ ευρισκομένους, αρκεί να μένουμε η “ασπίδα” του πλούσιου Βορρά. Αυτό βαφτίζεται «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη».
Αυτό θέλουμε; Ή θέλουμε μια στάση από την ελληνική κυβέρνηση που θα προβάλλει βέτο παντού και που θα μπλοκάρει κάθε λειτουργία της ΕΕ, έως ότου θα υιοθετηθεί υποχρεωτικός μηχανισμός αναλογικής μετεγκατάστασης αιτουμένων ασύλου σε όλη την ΕΕ; Προφανώς το δεύτερο θα απαντήσει κάθε άνθρωπος που ενδιαφέρεται για αυτόν εδώ τον τόπο. Ο εθνικόφρων λόγος και η αντίστοιχη πολιτική όμως, πιστή στις παραδόσεις της δεν κάνει τίποτε από τα παραπάνω. Μιλά με τον πιο εμφατικό τρόπο –«εισβολή», «επίθεση» κλπ– αλλά στο δια ταύτα, τα βάζει μόνο με εκείνους που ούτε όπλα έχουν, ούτε πολιτική και οικονομική ισχύ.
Πατριωτισμός και νεο-εθνικοφροσύνη
Προσοχή: ναι, η ποσότητα επηρεάζει και την ποιότητα. Ναι δεν υπήρχαν και δεν μπορούν να υπάρξουν ανοιχτά σύνορα. Αλλά αλήθεια, πόσες βάρκες με γυναικόπαιδα θα καταδιώξουμε, ενώ τα τουρκικά πλοία θα αλωνίζουν; Πόσους παρανόμως εισελθόντες θα βάλουμε –καθότι καταδικασμένοι χωρίς αναστολή– στη φυλακή, πριν να αντιληφθούμε ότι δεν μπορούμε να διπλασιάσουμε τον πληθυσμό των φυλακών μας;
Πόσα κλειστά κέντρα κράτησης θα δημιουργήσουμε, πριν κατανοήσουμε ότι καμιά κοινωνία δεν μπορεί να είναι ένα απέραντο hotspot; Και για πόσο καιρό θα διατηρούμε το στρατό, τους εθνοφύλακες, το στόλο και την αστυνομία σε επιφυλακή στα σύνορά μας, έως ότου κατανοήσουμε ότι ένας τέτοιος “ψευτοπόλεμος” απλώς συμφέρει την άλλη πλευρά, η οποία ορίζει τις κινήσεις; Άραγε δεν πρέπει, χωρίς τυχοδιωκτισμούς, να επιβάλλουμε μια άλλη ατζέντα;
Εδώ εντοπίζεται η κύρια τομή μεταξύ πατριωτισμού και νέο-εθνικοφροσύνης: η δεύτερη σύρεται πίσω από τον ισχυρό, φτύνει τον εκάστοτε αδύναμο, συνθηματολογεί και κραυγάζει. Ο πρώτος έχει αρχές, ήθος, τα βάζει με τον πραγματικό υπεύθυνο και κινητοποιεί το λαό στη βάση στόχων που σε κάνουν περήφανο για την πατρίδα σου, χωρίς ποτέ να λησμονείς το ανθρώπινο χρέος σου. Αυτά άλλωστε πηγαίνουν πάντα μαζί.