Έχουν βάση οι κατηγορίες κατά Τραμπ;
23/03/2024Επί της αστικής υποθέσεως της Γενικής Εισαγγελέως (Γ.Ε.) της Νέας Υόρκης (Ν.Υ.) Letitia James κατά του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και υιών, περί τάχα διαπράξεως υπ’αυτών απάτης, αρκεί, πέραν της αποδοκιμασίας της αγωγής ταύτης υπό του επιχειρηματικού κοινού της Νέας Υόρκης, ότι και δημόσιοι φορείς της Δημοκρατικουμένης αυτής μεγαλουπόλεως, κατακρίνουν πλέον την Γ.Ε., επευφημούντες δημοσίως τον πρόεδρο Τραμπ, ως επί τελευταίας εκδηλώσεως, την 05.03.2024, στην Πυροσβεστική Υπηρεσία της Νέας Υόρκης , όπου τα παρευρεθέντα μέλη του Σώματος γιούχαραν κυριολεκτικώς την Γ.Ε., αναφωνούντα «Τραμπ», «Τραμπ», «Τραμπ»! Αμέσως διετάχθη έρευνα περί του ποίοι Πυροσβέστες εξεδηλώθησαν κατά τ’ανωτέρω.
Η Ρεπουμπλικανή βουλευτής Nicole Malliotakis εδήλωσε «Η Letitia James προσπαθεί να κάψει το Δικαστικό Σύστημα της Νέας Υόρκης και οι Πυροσβέστες την επικρίνουν γι’ αυτό, μη φοβούμενοι να εκφράσουν την σκέψη τους». O κορυφαίος νομομαθής, δικηγόρος και καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Άλαν Ντέρσοϊτζ, Δημοκρατικός πλην όμως δριμύς αμύντορας του Συντάγματος, καταδικάσας ήδη την αγωγή της Γενικής Εισαγγελέως (ενότητα 0:25), εδήλωσε περί των Πυροσβεστών:
«Οι Πυροσβέστες έχουν απόλυτο συνταγματικό δικαίωμα να γιουχάρουν την Γενική Εισαγγελέα και η Κυβέρνηση ουδένα δικαίωμα έχει να τούς επιβάλλει τιμωρία. Κατόπιν τούτων, προσπάθειες όπως συλλεγούν τα ονόματα όσων Πυροσβεστών εξεδηλώθησαν κατά τ’ ανωτέρω, συνιστούν επιδίωξη της Κυβερνήσεως να θέσει φρένο στην ελευθερία του λόγου και τούτο είναι αντισυνταγματικό»!
“Περί ανατροπής εκλογικού αποτελέσματος”
Στην ποινική υπόθεση περί τάχα ασκήσεως πιέσεων επί σκοπώ την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος της Πολιτείας της Γεωργίας, ο προεδρεύων δικαστής Scott MaCafee απέρριψε έξι από τις κατηγορίες κατά του προέδρου Τραμπ και των συν αυτώ -κατηγορίες υπ’ αρ. 2 5 6 23 28 38, στις οποίες περιλαμβάνεται και το περίφημο τηλεφώνημα του προέδρου Τραμπ στον Γραμματέα της Πολιτείας της Γεωργίας, Μπραντ Ραφενσμπέργκερ, περί τάχα κατασκευής 11.780 ψήφων, ενώ επρόκειτο περί αναζητήσεως τέτοιων ψήφων που απλώς δεν προσεμετρήθησαν (του Τζο Μπάιντεν έχοντος κερδίσει 11.779)– κρίνων, ότι δεν στοιχειοθετείται αρκούντως η κατηγορία περί εκβιάσεως προς ανατροπή του ανωτέρω αποτελέσματος.
Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος MacAfee έκρινε (σελ. 7 επ.): «Το Δικαστήριο το μέλει ολιγότερο εάν η Πολιτεία δεν εστήριξε αρκούντως την συμπεριφορά του Κατηγορουμένου˙ εν τοις πράγμασι, επεκαλέσθηκε πλήθος σχετικών στοιχείων. Ωστόσο, η έλλειψη λεπτομερούς αναφοράς σε θεμελιώδη νομικά ερείσματα, είναι, κατά την κρίση του υπογράφοντος, μοιραία. (…) Ως προανεφέρθη, αυτές οι 6 κατηγορίες εμπεριέχουν άπαντα τ’ απαραίτητα στοιχεία των εγκλημάτων, ωστόσο, αποτυγχάνουν να στηρίξουν αρκούντως λεπτομερώς τον τρόπο της εκτελέσεως αυτών, ήτοι το υποβόσκον κακούργημα της υποθέσεως. (…) [Έτσι] δεν παρέχονται στους Κατηγορούμενους επαρκείς πληροφορίες, ώστε να προετοιμάσουν επαρκώς την απόκρουση των ισχυρισμών, όπως εάν οι ίδιοι οι Κατηγορούμενοι παραβίασαν το Σύνταγμα και δη τόσες αλλεπάλληλες φορές. (…)».
Εν ολίγοις, το κατηγορητήριο πάσχει νομικών ερεισμάτων. Τρεις εκ των απορριφθεισών κατηγοριών αφορούν τον πρόεδρο Τραμπ, κυρίως εκείνη περί του ανωτέρω τηλεφωνήματος. Έτσι, οι βαρυνόμενοι ακόμη κατηγορούμενοι είναι ο κ. Meadows, μετά της βασικής κατηγορίας, περί οργανωμένης εγκληματικότητας τύπου μαφίας – αν είναι ποτέ δυνατόν (!) – ο πρόεδρος Τραμπ, με 10 κατηγορίες, ο κ. Giuliani, με 11 κατηγορίες, ο κ. Smith, με 10 κατηγορίες, ο κ. Mr. Cheeley, με 9 κατηγορίες και ο κ. Eastman, με 8 κατηγορίες.
O αρχιδικηγόρος στην υπόθεση αυτή του προέδρου Τραμπ, Steven H. Sadow, προέβη στις ακόλουθες διθυραμβικές μεν, αλλά και εγκρατείς δηλώσεις: «Οι απορριφθείσες κατηγορίες κατά του προέδρου Τραμπ είναι οι υπ’αρ. 5, 28 και 38, κατά τις οποίες ψευδώς ισχυρίσθη [υπό της Εισαγγελίας], ότι ο πρόεδρος Τραμπ απετάθη σε αξιωματούχους της Πολιτείας επί σκοπώ να παραβιάσουν οι ίδιοι τον όρκο τους στο αξίωμά τους. (…) Η απόφαση [του προέδρου MacAfee] αποτελεί ορθή εφαρμογή του νόμου, καθ’ ον χρόνον η Εισαγγελία απέτυχε να προβάλλει σαφείς ισχυρισμούς αφορούντες οιοδήποτε των αδικημάτων του Κατηγορητηρίου. (…) Πάσα η δίωξη κατά του προέδρου Τραμπ εμφορείται εκ πολιτικών κινήτρων, αφορά, δε, σε προσπάθεια αναμίξεως στις εκλογές και δέον όπως απορριφθεί ως τοιαύτη».
“Περί αφαιρέσως αρχείων”
Επί της υποθέσεως αφαιρέσεως κρατικών αρχείων και εγγράφων υπό του προέδρου Τραμπ εν’ όσο ο ίδιος ασκούσε το προεδρικό αξίωμα (υπόθεση Φλόριντα), εξεδόθη, την 05.02.2024, έκθεση του ειδικού συμβούλου Robert Hur, διορισθέντος υπό του νυν υπουργού Δικαιοσύνης, Merrick Garland, εκ της οποίας συνάγονται τα εξής αποκαλυπτικά περί του επίσης βαρυνομένου μετά του αυτού αδικήματος νυν προέδρου Τζο Μπάιντεν: Παραβάλλονται, κατ’ αρχήν, οι από 8-9.10.2023 ψευδείς δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν (ένθ’ανωτ., σελ. 159), κατά τις οποίες «εάν είχα δει έγγραφα χαρακτηρισμένα ως απόρρητα στο γραφείο της οικείας μου, μεταξύ της περιόδου όπου ήμουν Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος, θα τα είχα επιστρέψει πάραυτα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ».
Πράγματι πρόκειται περί ψευδολογιών, καθ’ ότι η ρηθείσα έκθεση διατυπώνει ακολούθως τα εξής; (ένθ’ ανωτ., σελ. ii): «Οι έρευνές μας απεκάλυψαν αποδείξεις/στοιχεία, δυνάμει των οποίων ο πρόεδρος Μπάιντεν σκοπίμως παρεκράτησε και φανέρωσε [σε τρίτα πρόσωπα] απόρρητο υλικό μετά την λήξη της αντιπροεδρίας του, καθ’ον χρόνον ήταν ιδιώτης πολίτης», “σκοπίμως”, δε, σημαίνει γνώση περί του παρανόμου χαρακτήρος της τελουμένης πράξεως (ένθ’ ανωτ., σελ. 184).
Ο έγκριτος Αμερικανός δημοσιογράφος Greg Kelly θα σχολιάσει «Ο Τζο Μπάιντεν είναι ένοχος δια τις πράξεις περί των οποίων αδίκως κατηγορείται ο Ντόναλντ Τραμπ», επικρίνων την απόπειρα του νυν Αμερικανού προέδρου ν’ απαλλαγεί των ανωτέρω κατηγοριών, δηλούντος, ότι «είμαι υπεύθυνος υπό την έννοια πως τελούσα σε άγνοια περί των πράξεων του προσωπικού μου». Η ανωτέρω έκθεση παραθέτει περαιτέρω τα εξής (ένθ’ ανωτ., σελ. 9 επ.): «Ιστορικά, μετά την εγκατάλειψη των καθηκόντων τους, πολλοί πρώην πρόεδροι και αντιπρόεδροι εν γνώσει τους αφαιρούσαν από τις διοικήσεις τους ευαίσθητο υλικό αφορόν ζητήματα εθνικής ασφαλείας, χωρίς να τους απαγγελθεί οιαδήποτε κατηγορία»!
Ενώ, δε, τα συστημικά ΜΜΕ αναφέρουν, ότι ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ συνηργάσθη επί της υποθέσεως μετά των αρμοδίων Αρχών, η εν λόγω αναφορά σημειώνει, ότι κατόπιν επαφής, την 14.11.2022, μεταξύ προσωπικού συμβούλου του προέδρου Μπάιντεν ονόματι Μπ. Μπάουερ και του Εισαγγελέως Τζον Lausch, ο πρώτος ενημέρωσε τον τελευταίο (ένθ’ανωτ., σελ. 21) «περί των απορρήτων εγγράφων στο γκαράζ του κ. Μπάιντεν. (…) Κατόπιν, ο Lausch εζήτησε από τον Μπάουερ να διασφαλίσει, ότι το γκαράζ θα παρέμενε ασφαλές, (…). Την 21.01.2023, ο Μπάουερ ειδοποίησε τον Lausch περί των ευρημάτων στο υπόγειο. Τότε, το βράδυ εκείνο, το F.B.I. έστειλε πράκτορες στην οικεία σε αναζήτηση του απορρήτου υλικού. Ο Μπάουερ επληροφόρησε τον Lausch, ότι εν δεδομένη στιγμή ο πρώτος δεν ετύγχανε της συγκαταθέσεως του κ. Μπάιντεν [!], ώστε το F.B.I. να διεξάγει έρευνες προκειμένου να κατάσχει το σημειωματάριο που περιείχε το απόρρητο έγγραφο. (…)».
“Περί απορρήτου υλικού”
Η εν λόγω έκθεση συνεχίζει αποκαλύπτουσα τα εξής (ένθ’ ανωτ., σελ. 33 επ.): «Ενώ αρκετά μέλη του προσωπικού του κ. Μπάιντεν ενήργουν τα δέοντα δια την εξασφάλιση της πρέπουσας μεταχειρίσεως εγγράφων και απορρήτων πληροφοριών, το σύνολο του Γραφείου του Αντιπροέδρου ευρέθη εν αδυναμία να δικαιολογήσει άπαν το απόρρητο υλικό που ο κ. Μπάιντεν αφήρεσε και παρεκράτει. Ήταν γνωστό, ότι ο κ. Μπάιντεν αφαιρούσε και διετήρει απόρρητο υλικό στην ατζέντα του προς μέλλουσα χρήση και το προσωπικό του έκανε αγώνα -και δη ατελέσφορο- ώστε ν’ανακτήσει το εν λόγω υλικό. (…) H ομάς του Εκτελεστικού Γραμματέως προσεπάθη νυχθημερόν ν’αναζητήσει τ’απόρρητα σημειωματάρια του κ. Μπάιντεν, στις περισσότερες, όμως, των περιπτώσεων, επί ματαίω. (…) Ενίοτε, αφαιρούσε ωρισμένα φύλλα σημειώσεων εκ της απορρήτου ατζέντας του προτού την επιστρέψει.
Το 2010, η ομάς της Εκτελεστικής Γραμματείας εξέφρασε ανησυχίες περί του αριθμού των απορρήτων σημειωματαρίων τα οποία ο κ. Μπάιντεν δεν είχε επιστρέψει, στην δε περίπτωση όπου είχαν επιστραφεί, μέρος του περιεχομένου τούτων είχε αφαιρεθεί. (…) Τον Ιούνιο του 2010, περί τα 30 βιβλία περί ημερησίας διατάξεως του πρώτου 6μήνου του 2010 απουσίαζαν, (….) Τον δε Αύγουστο του 2010, ο κ. Μπάιντεν δεν επέστρεψε Άκρως Απόρρητες Ευαίσθητες Πληροφορίες (επίσης αποκαλούμενες “Κρυπτογραφημένες”), αποτελούσες μέρος απορρήτου ενημερωτικού βιβλίου (…) [κ.ο.κ.]».
Εν κατακλείδι, η έκθεση Hur κατατείνει στην σκέψη, ότι δεν θα έπρεπε ν’ απαγγελθούν κατηγορίες στον πρόεδρο Μπάιντεν, (α) επειδή, ως αντιπρόεδρος και κατόπιν πρόεδρος (ένθ’ ανωτ., σελ. 4), «είχε το δικαίωμα να διατηρεί απόρρητα έγγραφα κατ’οίκον» και (β) επειδή, υπό την ενδιάμεση ιδιότητά του ως ιδιώτου (ibid), είχε λησμονήσει την ύπαρξη αυτών και συνεπώς «δεν διετήρει αυτά δολίως». Να προσθέσομε επίσης, ότι ιστορικώς, σε παρελθούσες παραβιάσεις του Προεδρικού Νόμου περί Αρχείων (Presidential Records Act/1978), οι επιβληθείσες ποινές ήσαν της τάξεως των διοικητικών προστίμων, ουχί της ποινικής διώξεως.
Πως, λοιπόν, αίφνης ο πρόεδρος Τραμπ κατηγορείται ως κατάσκοπος (!) (Espionage Act/1917); Ακριβώς, λοιπόν, επειδή δια τους ανωτέρω λόγους ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν πρέπει να παραπεμφθεί, ούτε πρέπει και ο πρόεδρος Τραμπ, πολλώ δε εφ’ όσον δεν υπάρχει εν γένει σχετικό δεδικασμένο,˙ άλλως άγουμε προς επιλεκτική δίωξη δύο-μέτρων-και-δύο σταθμών στην Δικαιοσύνη. Και εξηγούμεθα: Προ τριετίας, άπαξ και ορκίσθη ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης Merrick Garland, ο πρόεδρος Μπάιντεν εξεμυστηρεύθη σε στενό του κύκλο, ότι ο πρόεδρος Τραμπ «αποτέλει απειλή δια την δημοκρατία και πως έπρεπε να διωχθεί ποινικά». Τί συμβαίνει έκτοτε; Αναζητείται έγκλημα προς στοχοποίηση τούτου του προέδρου Τραμπ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο για Τραμπ
Περί της αποκλίσεως ή μη του προέδρου Τραμπ των εκλογικών ψηφοδελτίων, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απεφάνθη επί της ανακινηθείσας υπό της Πολιτείας του Κολοράντο υποθέσεως αυτής, ομοφώνως, οριστικώς και αμετακλήτως, ότι ο λαός αποφασίζει ποιος ο πρόεδρος! Όπως διατυπώνεται στην παράγραφο 5 της 14ης Τροπολογίας, το Κογκρέσο αποφαίνεται εάν υποψήφιος πρέπει να τεθεί εκτός ψηφοδελτίου, δια τους λόγους περί ποδηγετήσεως/συμμετοχής σε κίνηση/επανάσταση που αναφέρονται στην 3η παράγραφο της αυτής Τροπολογίας – όχι οι Πολιτείες.
H απόφαση του Ανωτάτου των ΗΠΑ είναι σαφής: «Στην περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 3 της 14ης υπό των Πολιτειών, θα εδημιουργείτο τέτοιο μόρφωμα, που θα επέφερε ρήξη στην άμεση σχέση, τόσο κρισίμου δια τους Συντάκτες του Συνάγματος, μεταξύ Εθνικής Κυβερνήσεως και λαού των ΗΠΑ (…) Τέτοιος εκλογικός χάρτης θα ηλλοίωνε δραματικά την συμπεριφορά των ψηφοφόρων, Κομμάτων και Πολιτειών ανά την χώρα, κατά διαφόρους τρόπους και χρονικά διαστήματα. Τοιαύτη ρήξη θα ήταν έτι οξύτερη – και θα ακύρωνε τις ψήφους εκατομμυρίων ψηφοφόρων, με ότι τούτου συνεπάγεται δια το εκλογικό αποτέλεσμα – εάν η παρ. 3 εφηρμόζετο μετά το πέρας των εθνικών εκλογών.
»Τίποτε στο παρόν Σύνταγμα δεν επιβάλλει να υποστούμε τέτοιο χάος (…). Δια τους ανωτέρω λόγους, η αρμοδιότης περί την εφαρμογή της παραγράφου 3 [της 14ης] κατά ομοσπονδιακών αξιωματούχων και υποψηφίων επαφίεται στο Κογκρέσο, ουχί επί των Πολιτειών. Συνεπώς, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας του Κολοράντο δεν έχει ερείσματα. Άπαντα τα 9 μέλη του Δικαστηρίου συμφωνούν ως προς την ανωτέρω κρίση. (…) H απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Κολοράντο αναιρείται»!
Ο πρώην Δημοκρατικός, Robert Kennedy Jr., υιός και ανεψιός των δολοφονηθέντων Robert και J.F.K. αντιστοίχως, υποψήφιος των προεδρικών (05.11.2024) ως Ανεξάρτητος, επιφυλάσσων εκπλήξεις στις εκλογές, είχε προς τιμή του δηλώσει, ότι «επ’ουδενί πρόκειται οι οπαδοί του Τραμπ να δεχθούν να στερηθεί του αξιώματος δια δικαστικής αποφάσεως, αντί να ηττηθεί τίμια στα πλαίσια δικαίων εκλογών. (…) Στον λαό επαφίεται η απόφαση περί του ποίος ο καλύτερος υποψήφιος. Αυτό θα πει Δημοκρατία 101%. (…) Όσο υποψήφιος στερείται του δικαιώματος να κατέβει, τόσον και ο λαός στερείται τού δικαιώματος να επιλέξει. (…) Υπόσχομαι ν’αποσύρω την υποψηφιότητά μου από του σχετικού ψηφοδελτίου των προκριματικών του Κολοράντο μέχρις ότου μπορέσει και ο Τραμπ να περιληφθεί στο εν λόγω ψηφοδέλτιο».
“Η αποφράς 6η Ιανουαρίου”
H άλλη υπόθεση αφορά την δήθεν απόπειρα του προέδρου Τραμπ να ανατρέψει, την 6η Ιανουαρίου (2021), το εκλογικό αποτέλεσμα της 03.11.2020, συνωμοτών δια της ενορχηστρώσεως των έκτροπων την αποφράδα εκείνη ημέρα της 6ης Ιανουαρίου. Επί ακροαματικής διαδικασίας της 09.01.2024, ο πρόεδρος Τραμπ επικαλέσθη βασίμως αίτημα ασυλίας, εκ της τότε ιδιότητός του ως εν ενεργεία προέδρου, σκέψη που προβάλλεται και επί άλλων υποθέσεων (λ.χ. υπόθεση Φλόριντα). Εν τέλει, επελήφθη και εδώ το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, κρίνον υπέρ της συζητήσεως της υποθέσεως την 25.04.2024. Αναλόγως της εκβάσεως της τελευταίας υποθέσεως, θα κριθεί και η πρώτη.
Οι Δημοκρατικοί εξοργίσθησαν δια το διάβημα τούτο και την παρείσφρηση αυτή του Ανωτάτου, ο δε εξ αρχής επιληφθείς της υποθέσεως, ως διορισθείς υπό του ανωτέρω υπουργού Δικαιοσύνης, ειδικός σύμβουλος Jacques Smith, πνέει μετά του προϊσταμένου τα μένεα, δοθέντος πως σκοπός αυτής, ως και πασών των ανωτέρω υποθέσεων, είναι η συζήτηση και καταδίκη του προέδρου Τραμπ προ(!) των επικείμενων εκλογών και εν πάσει περιπτώσει η παρεμβολή προσκομμάτων στην προεκλογική εκστρατεία τούτου, δοθέντος πως ηγείται του προέδρου Μπάιντεν κατά έξι μονάδες! Η επιληφθείσα της υποθέσεως στην Φλόριντα προεδρεύουσα Aileen Cannon εδήλωσε ήδη, ότι «η δουλειά [που ανακύπτει] στο παρόν προδικαστικό στάδιο [λόγω παρεμβολής του Ανωτάτου] είναι πολύ σοβαρά». Ο καθηγητής Ντέρσοϊτζ εκτιμά, ότι ασυλία τινά στην υπόθεση της 6ης Ιανουαρίου θα χορηγηθεί στον πρόεδρο Τραμπ.
Επί της υποθέσεως Carroll, περί τάχα συκοφαντικής δυσφημίσεως αυτής υπό του προέδρου Τραμπ, εκ του ότι ο τελευταίως αρνείται πως την παρενόχλησε σεξουαλικώς, ως έχομε πει, ασκείται έφεση, ενώ επί της υποθέσεως Daniels, περί δήθεν αποκρύψεως ποσού προς αποσιώπηση τάχα σχέσεως μετά της εν λόγω πορνοστάρ, όπερ κατά τον ασκούντα την δίωξη επίσης Δημοκρατικό Εισαγγελέα Alan Bragg ο πρόεδρος Τραμπ όφειλε να προσδιορίσει στα βιβλία/δηλώσεις του, η δικάσιμος ορίσθη δια την 25.03.2024.
Εν προκειμένω, ο καθηγητής Ντέρσοϊτζ τελευταίως κατέθεσε ενώπιον των ΜΜΕ τα εξής «Επί 60ετια ασκήσεως του λειτουργήματος του ποινικολόγου, έως και επί της ενεργούς καθηγεσίας μου, ουδέποτε αντιμετώπισα ασθενέστερη στημένη υπόθεση. Υπό την σκέψη αυτήν, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον [1755-1804] θα είχε διωχθεί ποινικά επειδή δεν απεκάλυψε ομοία σχέση του, καίτοι εν ενεργεία υπουργός Οικονομικών. (…) Τέτοιες συμφωνίες ουδέποτε αποκαλύπτονται και ουδεμία σχετική νομολογία υπάρχει. (…) Πρόκειται περί στημένου εγκλήματος. (…) Και ο αρμόδιος Εισαγγελεύς πρέπει να ερευνηθεί υπό του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου που αναμόχλευσε την υπόθεση. (…) Βεβαίως, στην Δημοκρατικουμένη Ν.Υ., ακόμη και ένα σάντουιτς ονόματι “Τραμπ” δεν μπορεί παρά να τύχει καταδικαστικής ετυμηγορίας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως τέτοια είναι και στην πραγματικότητα η περίπτωση».
Σημειωτέον, επί αγωγής της Daniels κατά του προέδρου Τραμπ, εκ του ότι ο τελευταίος διέψευσε τους ισχυρισμούς της ως απατηλών (εκβίαση), ο ίδιος εδικαιώθη πανηγυρικώς έως το Ανώτατο των ΗΠΑ, της Daniels οφείλουσας σ’εκείνον μέχρις σήμερα αποζημίωση ύψους $600.000.
Εν τέλει, στην ανθρώπινη φύση, μπορεί να υπάρχει καπνός, χωρίς φωτιά. Άπαντες οι διώκοντες τον πρόεδρο Τραμπ εισαγγελείς και προεδρεύοντες των Δικαστηρίων είναι Δημοκρατικοί. Δικαίως ο καθηγητής Ντέρσοϊτζ δηλοί, ότι «οι Αμερικανοί έχουν χάσει πλέον την πίστη τους στο Δικαστικό Σύστημα».