Γερμανικές επανορθώσεις: Η απόφαση της Βουλής άνοιξε τον δρόμο…
24/04/2019Γράφουν οι δρ. Αριστομένης Συγγελάκης* και δρ. Θέμης Τζήμας –
«Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα.
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου.
Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα!».
(Άγγελος Σικελιανός, «25 Μαρτίου 1942»).
Το ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων για τις γερμανικές οφειλές συνιστά από κάθε άποψη μια ιστορική στιγμή στην κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας. Μετά από πολύχρονους αγώνες, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η Βουλή έρχεται να εγγράψει τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών στον πυρήνα της άσκησης της κρατικής κυριαρχίας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Οφειλών που θεμελιώνονται στη βάση των απαράγραπτων εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, που διέπραξε το Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, προξενώντας μία πρωτόγνωρη ανθρωπιστική καταστροφή. Το αν το ψήφισμα της Βουλής αποτελέσει αφετηρία δυναμικής διεκδίκησης, όπως διακαώς ελπίζουμε, ή απλώς προεκλογικό πυροτέχνημα, θα αποδειχθεί από τα επόμενα βήματα.
Η Ελλάδα της Κατοχής στέναξε από την τρομοκρατία της πείνας, των μαζικών εκτελέσεων και των ολοκαυτωμάτων, με αποτέλεσμα τον αφανισμό σημαντικού μέρους του πληθυσμού και την δραματική σωματική και ψυχική καταπόνηση όσων επέζησαν. Παράλληλα, οι κατακτητές, με προεξάρχοντες τους Γερμανούς, λεηλάτησαν συστηματικά το δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο των Ελλήνων, προκειμένου αφενός να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις του Άξονα στη Βόρεια Αφρική και αλλού, αφετέρου για να στηρίξουν το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών πολιτών, ώστε να συνεχίσουν να στηρίζουν ή να ανέχονται το ναζιστικό καθεστώς.
Και, τέλος, προχώρησαν στην αρπαγή των αρχαιολογικών και άλλων πολιτιστικών θησαυρών της Ελλάδας και την καταστροφή σπουδαίων μνημείων – εγκλήματα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Το καταστροφικό έργο των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων στην Ελλάδα ολοκλήρωσε η ολοσχερής, πέρα από κάθε φαντασία, διάλυση των κοινωνικών και αναπτυξιακών υποδομών, η αποσύνθεση του παραγωγικού ιστού, η καταστροφή του οικιστικού πλούτου, των δασών και τελικά ολόκληρης της χώρας.
«Οι παππούδες σας έκλεψαν το μέλλον των παιδιών μας»
Αναμφίβολα, η καταστροφική πολιτική -στα όρια της γενοκτονίας- της ναζιστικής Γερμανίας στην κατεχόμενη Ελλάδα μόνο τυχαία δεν ήταν. Δεν οφείλεται, μάλιστα, σε εγκληματικές πράξεις μεμονωμένων αξιωματικών της Βέρμαχτ και των SS. Αντίθετα, πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας γιγαντιαίας, άριστα οργανωμένης από το Βερολίνο, επιχείρησης εκφοβισμού και εκδίκησης εναντίον του ελληνικού λαού, που αντιστάθηκε γενναία στη βαρβαρότητα της Κατοχής και αγωνίστηκε για την ελευθερία του. Μέχρι την τελευταία στιγμή, ακόμη και κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, οι Γερμανοί κατέστρεφαν συστηματικά τα πάντα αφήνοντας πίσω τους κυριολεκτικά καμένη γη.
Μοιραία, επί χρόνια μετά την απελευθέρωση σημαντικό μέρος του πληθυσμού και, ιδίως των παιδιών, συνέχιζε να υποφέρει από σοβαρές νόσους. Όχι άδικα, σημαντικοί επιστήμονες, όπως ο αείμνηστος οικονομολόγος ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, θεωρούν ότι η Κατοχή υπονόμευσε βίαια την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας και στέρησε από τα παιδιά μας το μέλλον τους.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να αρνηθεί, με βάση και τα παραπάνω, ότι οι γερμανικές οφειλές έχουν εθνική σημασία και πολλαπλό χαρακτήρα, ιστορικό, πολιτικό, νομικό και ηθικό. Ωστόσο, δεν υπάρχει ηθική δικαίωση χωρίς υλική επανόρθωση! Δεν υπάρχει ανάληψη της ευθύνης και έμπρακτη μεταμέλεια για τα εγκλήματα χωρίς αποζημίωση! Συνεπώς, το αίτημα-σύνθημα «Δικαιοσύνη κι Αποζημίωση» των Γερμανών συναγωνιστών μας της ομάδας Δίστομο από το Αμβούργο, που υιοθέτησε το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών, συμπυκνώνει την ουσία, τις προτεραιότητες και τα όρια του αγώνα μας.
Σύμφωνα με το πόρισμα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που υιοθέτησε η Βουλή των Ελλήνων, οι γερμανικές οφειλές ανέρχονται σε 278 ή 340,5 δισ. ευρώ, ανάλογα με την μέθοδο υπολογισμού τους. Αν συμπεριλάβουμε, δε, τις αποζημιώσεις των θυμάτων οι ελληνικές αξιώσεις υπερβαίνουν τα 400 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογιστεί η αξία των πολιτιστικών αγαθών, των οποίων ζητούμε τον επαναπατρισμό. Και στις παραπάνω προσεγγίσεις υπάρχουν δίκαιες ενστάσεις περί υποεκτίμησης του κατοχικού δανείου.
Μνημόνια και γερμανικές αποζημιώσεις
Ωστόσο, ακόμη «και ένα μάρκο να ήταν», θα άξιζε να αγωνιστούμε για την καταβολή των γερμανικών οφειλών, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να αποδοθεί δικαιοσύνη για την αντίσταση και τη θυσία του ελληνικού λαού. Και σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις μας είναι ενιαίες και αδιαίρετες. Δεν επιτρέπεται η σαλαμοποίησή τους!
Αξίζει να το κάνουμε σαφές: η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων δεν συνιστά απλή διακήρυξη, ούτε ιστορική μελέτη: αποτελεί μείζονα απόφαση της μίας εκ των τριών λειτουργιών (εξουσιών) της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία προσδίδει θεσμική, κρατική, υπόσταση στις ελληνικές αξιώσεις. Και μάλιστα πρόκειται για απόφαση της εξουσίας, η οποία έχει την πλέον άμεση επαφή με τον ελληνικό λαό.
Συνεπώς, η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών συνιστά τμήμα της κρατικής πολιτικής της χώρας μας, που υλοποιείται με κοινά αποδεκτή λύση, μετά από γόνιμο διάλογο με τη «φίλη, σύμμαχο και εταίρο» Γερμανία. Εάν αυτό δεν καταστεί δυνατόν, λόγω της συνεχιζόμενης γερμανικής αδιαλλαξίας, η διεκδίκηση υλοποιείται με μονομερή, δημοκρατική ενέργεια της Ελλάδας.
Ας το καταλάβουν όλοι: με την πρόσφατη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, με συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία, η Ελληνική Δημοκρατία αυτοδεσμεύτηκε στην διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών με όποιο μέσο κριθεί πρόσφορο: πολιτικό, διπλωματικό ή νομικό-δικαστικό. Αν χρειαστεί, ακόμη και με μονομερείς ενέργειες. Εφ’ όσον βέβαια μιλάμε για εθνικά κυρίαρχη χώρα και όχι για χώρα υπό κηδεμονία.
Απόδειξη ανάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας
Υπό την έννοια αυτή, η πάση δυνάμει διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών συνιστά απόδειξη της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια και την επιτροπεία, απόδειξη ότι ανακτήθηκε η εθνική ανεξαρτησία. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν η Ελλάδα δεν τολμήσει να εξαντλήσει τα διαθέσιμα μέσα για να βρει το δίκιο της, είναι σαν να ομολογεί ότι βρίσκεται υπό την ασφυκτική κηδεμονία του ξένου παράγοντα ως κράτος-δορυφόρος της Γερμανίας.
Φυσικά, ένα μεγάλο μέρος του εγχώριου κατεστημένου που είναι εξαρτημένο και από το γερμανικό κεφάλαιο θα βρεθεί και πάλι απέναντι στον εθνικό αυτό αγώνα, προσπαθώντας να απαξιώσει κάθε προσπάθεια συνέχισης της διεκδίκησης. Θα μιλήσει για το ανέφικτο της διεκδίκησης με στόχο να την περιορίσει στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής καμπάνιας ιστορικής «μνήμης», με όρους μουσειακού εκθέματος, χωρίς οργανική σύνδεση με το σήμερα, δηλαδή χωρίς δικαιοσύνη.
Θα αναμασήσουν τα επιχειρήματα περί γερμανικής ισχύος που δεν θα πρέπει να αγνοηθεί. Όμως η εθνική και δημοκρατική υπόθεση της διεκδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων δεν κινδυνεύει τόσο από τους αμετανόητους εχθρούς της, όσο από κάποιους δειλούς, δήθεν ρεαλιστές, «υποστηρικτές» της. Αυτοί που τρέμουν την οργή της Γερμανίας και επαιτούν για κάποια ψίχουλα, ώστε να κλείσει όπως-όπως το θέμα.
Απαιτούμε! Δεν επαιτούμε…
Όπως συνηθίζει να διαλαλεί ο Μανώλης Γλέζος «Απαιτούμε! Δεν επαιτούμε…». Συνεπώς το σημαντικό πρόσφατο ψήφισμα της Βουλής είναι η πρώτη από μια σειρά ενεργειών κυριαρχικού χαρακτήρα, που μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν με στόχο την ικανοποίηση των ελληνικών απαιτήσεων. Πρώτο βήμα η επίδοση ρηματικής διακοίνωσης, με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία θα καλεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση του συνολικού ζητήματος των επανορθώσεων-αποζημιώσεων.
Αν η Γερμανία δεν ανταποκριθεί στην πρόσκληση αυτή ανοίγει διάπλατα ο δρόμος της δικαστικής διεκδίκησης. Φυσικά η πορεία θα είναι ανηφορική αλλά ο δρόμος είναι, πλέον, ανοιχτός: θα απαιτηθεί σχολαστική ιστορική, νομική και οικονομική τεκμηρίωση και εξαντλητική διεθνοποίηση με κινητοποίηση του Ελληνισμού όπου γης, αξιοποίηση του κινήματος διεκδίκησης εντός της Γερμανίας και οικοδόμηση νέων συμμαχιών. Αλλά και προσεκτική επιλογή και αξιοποίηση των κατάλληλων δικαστικών φόρουμ.
Φυσικά, θα είναι πολύτιμος ένας νέος παλλαϊκός ξεσηκωμός, που θα υπερνικήσει τους φόβους της δημοκρατικής πολιτικής τάξης και θα κάμψει τις αντιστάσεις του εξαρτημένου από τον ξένο παράγοντα κατεστημένου! Απαιτείται ακλόνητη πίστη στον αγώνα, χαλύβδινη ενότητα και συστράτευση του ελληνικού λαού, προσπάθεια για την ανεύρεση κοινά αποδεκτής δίκαιης λύσης, αλλά και ετοιμότητα για σύγκρουση. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν εύκολος ο δρόμος της δικαιοσύνης. Χωρίς αμφιβολία, αξίζει να αγωνιστούμε!
* Ο Aριστομένης Συγγελάκης είναι Διδάκτωρ Οδοντιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.