Για ένα άλλο πολιτικό σύστημα – Δικαιοσύνη χωρίς πολιτικό καπέλο
09/12/2018Η Δικαιοσύνη, ως θεσμός, λειτουργεί με ανθρώπους. Είναι λοιπόν ανθρώπινο και, άρα, πιθανό να συμβαίνουν και λάθη στη λειτουργία της, όπως αυτά των τελευταίων ημερών, με τους ενεχυροδανειστές κλπ. Έχει, όμως, σημασία τα όποια λάθη, ελάχιστα ευτυχώς, να είναι δικά της, δικής της “υπαιτιότητας” χωρίς να μπορούν να αποδοθούν σε εξωδικαστικές παρεμβάσεις, που προέρχονται από πολιτικούς και άλλους παράγοντες. Άλλωστε, υπάρχουν δικαιοδοτικές βαθμίδες, που επιτρέπουν τη διόρθωση των όποιων δικαστικών λαθών.
Πώς, όμως, μπορεί να πείθεται κάποιος ότι η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη λειτουργία ( εξουσία), όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αφού είναι αντικειμενικά “καπελωμένη” από την όποια κυβέρνηση; Αφού έχει κυβερνητικό προϊστάμενο, τον υπουργό Δικαιοσύνης και αφού την ηγεσία της διορίζει η κυβέρνηση και, εν τέλει, ο πρωθυπουργός. Επομένως, απόλυτη ανεξαρτησία της Δικαστικής λειτουργίας (εξουσίας), κατά τη συνταγματική επιταγή, δεν υπάρχει. Και το αν και πόσο καταφέρνει η Δικαιοσύνη να λειτουργεί και να αποφασίζει ανεπηρέαστη εξαρτάται από το προσωπικό σθένος των δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, θεσμικά διασφαλισμένη ανεξαρτησία της δεν υφίσταται.
Στη σειρά των αναρτήσεών μας, με προβληματισμούς αναζήτησης ενός Άλλου Πολιτικού Συστήματος, διαπιστώσαμε ότι η δημοκρατία μας, παρά το ότι λειτουργεί βάσει ενός καλού Συντάγματος, είναι βραχυκυκλωμένη. Διότι η προβλεπόμενη ανεξαρτησία μεταξύ των τριών βασικών λειτουργιών (εξουσιών) της είναι, εν πολλοίς, από ανύπαρκτη έως προβληματική.
Ο εκλεγμένος πρωθυπουργός (και το στενό περιβάλλον του) διορίζει την κυβέρνηση (Εκτελεστική εξουσία). Ελέγχει, απολύτως, την πλειοψηφία της Βουλής (Νομοθετική εξουσία) έχοντας (διο)ρίσει ως υποψήφιους τους βουλευτές της και έχοντας τη δυνατότητα να τους διώχνει από την κοινοβουλευτική ομάδα, εάν διαφωνούν σε κυβερνητικά νομοσχέδια. Και διορίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης (Δικαστική εξουσία). Διαπιστώσαμε ότι η “διαπλοκή” κυβέρνησης και Βουλής “βλάπτει” τη δημοκρατία. Και διατυπώσαμε προτάσεις αντιμετώπισης και επίλυσης αυτού του σοβαρού προβλήματος, μέσα στα πλαίσια, βεβαίως, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας.
Σήμερα, στην τελευταία ανάρτησή μας, για ένα Άλλο Πολιτικό Σύστημα, αναφερόμαστε στην Δικαστική λειτουργία (εξουσία). Με προσοχή και σεβασμό στον θεσμό. Αλλά και με παρρησία, αφού είναι προφανές, ότι και η εξουσία αυτή δεν είναι ανεξάρτητη αλλά, εν πολλοίς, εξαρτημένη και πολιτικά “καπελωμένη”. Στις χαμηλότερες δικαστικές βαθμίδες οι υπηρεσιακά επικεφαλής, οι προϊστάμενοι, εκλέγονται από τους δικαστικούς λειτουργούς κάθε βαθμίδας. Στη βαθμίδα, όμως, των ανώτατων δικαστηρίων οι επικεφαλής ορίζονται από την κυβέρνηση. Και ολόκληρη η Δικαιοσύνη έχει ανώτατο προϊστάμενο μέλος της κυβέρνησης, τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Λέμε λοιπόν καθαρά ότι, για τη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας (εξουσίας), δεν χρειάζεται ούτε υπουργός ούτε υπουργείο. Πρέπει δηλαδή το υπουργείο Δικαιοσύνης να καταργηθεί. Οι δικαστικοί λειτουργοί, με την αναμφίβολη μόρφωση, οργανωτική επάρκεια και κοινωνική ευαισθησία τους αλλά και με την ιεραρχία και τις βαθμίδες τους, μπορούν να οργανώσουν οι ίδιοι τη λειτουργία της ανεξάρτητης εξουσίας που ασκούν. Να επιλέγουν τους επικεφαλής τους, με ένα συνδυασμό επετηρίδας και εκλογής και να πείθουν ότι διαβουλεύονται και αποφασίζουν ανεπηρέαστοι, χωρίς δηλαδή πολιτικά ή άλλα “καπέλα”.
Δικαστηριακές “δουνελαβές”
Αλλά και αντίστροφα, θα πρέπει οι δικαστικοί λειτουργοί να υπερασπίζονται την ανεξαρτησία τους, μη εμπλεκόμενοι με την ενεργό πολιτική δραστηριότητα και δη την κομματική. Και αυτό θα ήταν καλό να γίνεται σε όλη τους την πορεία, σε όλη τους τη ζωή, ακόμη και μετά την συνταξιοδότησή τους. Για να πάψει το καθόλου ωραίο φαινόμενο, δικαστικός λειτουργός, λίγο καιρό μετά την παραίτησή του ή την συνταξιοδότησή του να εκλέγεται βουλευτής κόμματος ή και να επιλέγεται ως κομματικός υπουργός. Μόνο για το ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας θα πρέπει να είναι δυνατή η επιλογή επιφανούς πρώην δικαστικού. Για κανένα άλλο πολιτικό αξίωμα.
Ειδική περίπτωση είναι οι Εισαγγελείς. Είναι δημόσιοι κατήγοροι και, όχι, δικαστές. Κατηγορούν και προτείνουν ποινές (ή και απαλλαγή) αλλά δεν δικάζουν και δεν αποφασίζουν. Δεν είναι λοιπόν αναγκαίο οι Εισαγγελείς να είναι μόνιμοι δικαστικοί λειτουργοί. Εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών απέναντι σε αδικοπραγίες και εγκλήματα. Άρα, πρέπει να έχουν νομιμοποίηση από τους πολίτες που εκπροσωπούν. Δηλαδή, πρέπει να εκλέγονται από τους πολίτες κάθε δικαστηριακής περιοχής, μεταξύ υποψηφίων που έχουν τα προσδιορισμένα αναγκαία νομικά προσόντα.
Θα μπορούσε κανείς να πει, πως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης θα έπρεπε να αφορά και την οικονομική αυτοτέλειά της και την εργασιακή σχέση και την υπηρεσιακή εξέλιξη και τις απολαβές των δικαστικών λειτουργών. Αυτό θα σήμαινε είσπραξη ειδικών τελών, για όλες τις δικαστηριακές “δουνελαβές”, από ένα απλό πιστοποιητικό μέχρι τα έξοδα των δικών. Χρήματα που θα πήγαιναν απευθείας σε κεντρικό ταμείο της Δικαιοσύνης, χωρίς τη μεσολάβηση της κυβέρνησης και τις σχετικές “αφαιμάξεις”. Μιλάμε για πολλά χρήματα ετησίως και μάλιστα καταβαλλόμενα τοις μετρητοίς.
Με αυτά τα χρήματα και με όποια ορισμένη και αναγκαία ετήσια επιδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, θα μπορούσαν να καλύπτονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες της Δικαιοσύνης. Από τη συντήρηση των κτιρίων στέγασής της και τις απαραίτητες για τη λειτουργία της υπηρεσίες μέχρι την μισθοδοσία των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων και την συνταξιοδοτική τους δαπάνη. Διότι οι δικαστικοί πρέπει να είναι μόνιμοι και απολύτως εξασφαλισμένοι αλλά δεν πρέπει να είναι κρατικοί υπάλληλοι, μισθοδοτούμενοι από την κυβέρνηση.
Αιρετικές απόψεις για τη Δικαιοσύνη
Προωθημένες και αιρετικές απόψεις, θα πείτε. Και θα έχετε δίκιο. Εκεί, όμως, θα πρέπει να κατατείνουμε. Αλλά βήμα βήμα. Γι’ αυτό δεν περιλαμβάνουμε -ακόμη- αυτές τις επιδιώξεις για την οικονομική αυτοτέλεια της Δικαιοσύνης, στις προτάσεις που κάνουμε παρακάτω, για τη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία της Δικαστικής εξουσίας από τις άλλες δύο βασικές εξουσίες του πολιτεύματος. Οι προτάσεις αυτές είναι οι εξής:
- Η Δικαιοσύνη επιλύει τις διαφορές που προκύπτουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων, τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στο κράτος. Κολάζει όσους παραβαίνουν τους νόμους. Και ελέγχει την συνταγματικότητα των νόμων κατά την εφαρμογή τους.
- Η Δικαιοσύνη δεν νομοθετεί ούτε κυβερνά. Επιτελεί το έργο της εφαρμόζοντας τους νόμους που προτείνει η κυβέρνηση και ψηφίζει η Βουλή. Οι δικαστικοί κώδικες επικαιροποιούνται κάθε δέκα χρόνια, με προτάσεις της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, νομοσχέδια της κυβέρνησης και ψήφισή τους από τη Βουλή.
- Τα δικαστήρια διακρίνονται σε ποινικά, διοικητικά και οικονομικά. Και ιεραρχούνται σε βαθμίδες, από τα Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία μέχρι τα Ανώτατα Δικαστήρια και το Συνταγματικό Δικαστήριο. Σε όλα τα ποινικά δικαστήρια τις αποφάσεις λαμβάνουν από κοινού οι δικαστές και οι ένορκοι, που κληρώνονται μεταξύ των πολιτών κάθε δήμου, περιφέρειας και εθνικά, που έχουν τα προβλεπόμενα από ειδικό κανονισμό προσόντα και δικαίωμα ψήφου.
- Καταργείται το υπουργείο Δικαιοσύνης και παύει η δικαστική λειτουργία (εξουσία) να έχει κυβερνητικό πολιτικό προϊστάμενο. Διευθύνεται και διοικείται από την Ηγεσία της Δικαιοσύνης, που αποτελούν τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με το προεδρείο τους. Αυτά εκλέγονται, κάθε πέντε χρόνια, μεταξύ των μελών των ανώτατων δικαστηρίων (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο, με ίσο από καθένα αριθμό). Και το προεδρείο τους αποτελούν οι αρχαιότεροι εκλεγμένοι από κάθε ανώτατο δικαστήριο.Το Συνταγματικό Δικαστήριο επιλύει διαφορές μεταξύ αποφάσεων των ανώτατων δικαστηρίων, ως προς τη συνταγματικότητα νομοθετικών διατάξεων. Και διοικεί τη Δικαιοσύνη, όχι αυθαίρετα, αλλά βάσει καταστατικού χάρτη της και επί μέρους κανονισμών, που προτείνονται από την Ηγεσία της Δικαιοσύνης, διαμορφώνονται σε νομοσχέδια από την κυβέρνηση και ψηφίζονται από τη Βουλή, κάθε δέκα χρόνια.
- Οι ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων εκλέγονται από τα μέλη τους κάθε προσδιορισμένο από κανονισμό χρονικό διάστημα. Οι προϊστάμενοι των δικαστηρίων πρώτης (Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία) και δεύτερης (Εφετεία) βαθμίδας εκλέγονται από τους δικαστικούς λειτουργούς κάθε βαθμίδας.
- Οι δικαστικοί λειτουργοί μπαίνουν στο δικαστικό σώμα με εξετάσεις, που διενεργούνται με ευθύνη της Ηγεσίας της Δικαιοσύνης και με τη συνδρομή πανεπιστημιακών καθηγητών και άλλων νομομαθών. Πρέπει να έχουν πτυχίο Νομικής σχολής και να έχουν αποφοιτήσει από ειδική σχολή για δικαστές. Εξελίσσονται ιεραρχικά βάσει κανονισμού και συνταξιοδοτούνται σε προσδιορισμένες ηλικίες (πχ 65 ετών οι πρωτοδίκες, 70 ετών οι εφέτες και 75 ετών τα μέλη των ανώτατων δικαστηρίων).
Οι αμοιβές
Οι αμοιβές τους ορίζονται από τον κανονισμό τους. Δεν μπορούν να είναι κατώτερες των διευθυντών υπουργείων για τους πρωτοδίκες, των γενικών διευθυντών υπουργείων για τους εφέτες, των γενικών γραμματέων υπουργείων για τα μέλη των ανώτατων δικαστηρίων και των υπουργών για τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι προϊστάμενοι σε κάθε βαθμίδα και τα προεδρεία των ανώτατων δικαστηρίων και του Συνταγματικού Δικαστηρίου παίρνουν ειδικό επίδομα, για όσο διάστημα έχουν αυτές τις θέσεις.
- Οι δικαστικοί λειτουργοί απαγορεύεται να πολιτεύονται και να εκλέγονται βουλευτές η να επιλέγονται υπουργοί, ακόμη και μετά την συνταξιοδότησή τους. Πρώην δικαστικοί μπορούν να επιλέγονται, μόνο, για τη διοίκηση Ανεξάρτητων Αρχών και για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
- Τα οικονομικά της Δικαιοσύνης καλύπτονται, με ειδική ετήσια επιδότηση, από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η επιδότηση είναι τέτοια ώστε να καλύπτονται οι αμοιβές των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων, η συντήρηση, ο εξοπλισμός και η φύλαξη των δικαστικών εγκαταστάσεων και τα αναγκαία αναλώσιμα είδη τους. Η διαχειριστική ευθύνη για τα οικονομικά της Δικαιοσύνης ανήκει στην Ηγεσία της.
- Ειρηνοδικεία (που επιδιώκουν η επιβάλλουν συμβιβαστικές λύσεις σε διαφορές αλλά δεν καταδικάζουν) και Πρωτοδικεία λειτουργούν σε κάθε δήμο ανάλογα με τον πληθυσμό του. Εφετεία σε κάθε περιφέρεια, επίσης ανάλογα με τον πληθυσμό της. Τα ανώτατα δικαστήρια και το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι εθνικά και εδρεύουν στην πρωτεύουσα του κράτους.
- Οι εισαγγελείς είναι νομομαθείς αλλά δεν είναι δικαστές. Κατηγορούν και προτείνουν ποινές αλλά δεν αποφασίζουν. Γι αυτό δεν ανήκουν στο μόνιμο δικαστικό σώμα. Εκλέγονται μεταξύ νομομαθών υποψηφίων, από τους πολίτες της περιοχής όπου λειτουργεί κάθε δικαστήριο. Η εκλογή τους γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια, από ενιαία λίστα υποψηφίων. Χωρίς άλλη προεκλογική δραστηριότητα, πέραν της δημόσιας προβολής του βιογραφικού τους, που συνοδεύεται από λιτό κείμενο απόψεών τους, για την καλύτερη λειτουργία της Δικαιοσύνης και την άσκηση του εισαγγελικού λειτουργήματος.
Υποψήφιοι μπορούν να είναι όποιοι έχουν τα προσόντα, που ορίζονται από ειδικό κανονισμό. Δεν μπορούν να εκλέγονται στην ίδια θέση για περισσότερες από δύο θητείες. Μετά από μία ή δύο θητείες, οι πρώην εισαγγελείς παίρνουν αυτοδίκαια την άδεια να ασκούν τη δικηγορία σε όποια περιοχή επιλέγουν. Διαφορετικά παίρνουν, αν θέλουν, προσωποπαγείς θέσεις πανεπιστημιακών δασκάλων.