Για να μην αποδειχθεί η “νίκη” στον Έβρο πύρρειος
06/03/2020Από τον Οκτώβριο του 2009 ώς τον Μάιο του 2010, από τη στιγμή δηλαδή του εκλογικού του θριάμβου ώς το διάγγελμα του Καστελλόριζου και την είσοδο της χώρας στον διεθνή οικονομικό έλεγχο και τα μνημόνια, ο Γιώργος Παπανδρέου τα έκανε όλα λάθος. Ενώ η χώρα πήγαινε στα βράχια, αυτός κατέβαινε στον προεκλογικό αγώνα με σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», μοίραζε επιδόματα κοινωνικής αλληλεγγύης και αποκαλούσε το ίδιο του κράτος του διεφθαρμένο.
Νομιμοποίησε έτσι εκ των προτέρων την μισελληνική εκστρατεία του διεθνούς Τύπου που θα ακολουθούσε. Αρνιόταν, επίσης, να πάρει μέτρα παρότι τον στήριζε η αντιπολίτευση («πάρτε μέτρα!» του φώναζε ο Σαμαράς εις μάτην), ως πρώτος Βαρουφάκης (σύμβουλό του τον είχε άλλωστε…), οπτασιαζόταν ότι θα έπειθε τους Γερμανούς και τις Βρυξέλλες να αλλάξουν δόγμα στα δημοσιονομικά, κ.ο.κ., κ.ο.κ.
Από τον Ιούλιο του 2019 ώς τον Φεβρουάριο του 2020, από τη στιγμή δηλαδή του δικού του εκλογικού θριάμβου ώς το ξέσπασμα της κρίσης των συνόρων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τα έκανε κι αυτός όλα λάθος. Ενώ οι τουρκικές προθέσεις ήταν προδιαγεγραμμένες και σαφείς, στον προεκλογικό του αγώνα, αλλά και στις προγραμματικές του δηλώσεις, δεν βρήκε να πει μια λέξη.
Τράβηξε αμέσως τα λουριά στον υπουργό του της Αμύνης που κάτι ψέλλισε για αύξηση θητείας, κατάφερε (περί κατορθώματος πρόκειται…) να αιφνιδιαστεί με την τουρκολιβυκή συμφωνία (παρότι οι πάντες την έβλεπαν), μοίρασε δισ. σε επιδόματα, αυξήσεις και φοροαπαλλαγές αλλά μείωσε(!) τον προϋπολογισμό του υπουργείου Άμυνας, επιδείνωσε τις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία και το Ιράν, φυσικούς ανταγωνιστές της Τουρκίας, έδωσε γην και ύδωρ στους Αμερικανούς χωρίς κανένα ορατό ώς τώρα αντάλλαγμα, επιδόθηκε σε μεγάλα λόγια για εξοπλισμούς, που ως επί το πλείστον έμειναν λόγια κ.ο.κ, κ.ο.κ.
Καστελλόριζο και Έβρος
Το Καστελλόριζο του Γιώργου Παπανδρέου και ο Έβρος του Κυριάκου Μητσοτάκη μοιάζουν. Και για τους δυο ήταν η στιγμή της αλήθειας, η στιγμή της προσγείωσης στην πραγματικότητα. Και για τους δυο, η απαρχή μιας μεγάλης δοκιμασίας. Για τον μεν Γιώργο Παπανδρέου η δοκιμασία, όπως ξέρουμε, κατέληξε στο διασυρμό των Καννών και τη συντριβή. Για τον δε Κυριάκο Μητσοτάκη η τελική έκβαση είναι ακόμη άδηλη.
Ο Γιώργος Παπανδρέου με το πρώτο μνημόνιο πήρε μια ανάσα, δεν την αξιοποίησε όμως. Παρότι είχε ακόμη την πλειοψηφία του ελληνικού λαού πίσω του, απέτυχε πλήρως, όχι απλώς να εκσυγχρονίσει την ελληνική οικονομία και να εξυγιάνει το κράτος, αλλά και να κατανοήσει καν την συνθετότητα των προβλημάτων με τα οποία είχε να κάνει. Οδήγησε έτσι τη χώρα περίπου αδήριτα στην περιπέτεια που όλοι γνωρίζουμε, και τον εαυτό του στο περιθώριο.
Παρά τα πανηγύρια των ΜΜΕ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήμερα, με το κλείσιμο των συνόρων, πήρε απλώς μια ανάσα. Το ζήτημα είναι αν θα αποδειχθεί ικανότερος του προκατόχου του να την εκμεταλλευτεί. Το ότι έχει πίσω του, όχι μόνο τη μέγιστη πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά και τη στήριξη των άλλων πολιτικών ηγετών είναι μεγάλη υπόθεση. Το 2010 ο Γιώργος Παπανδρέου, ας μη το ξεχνάμε, είχε απέναντί του μέσα στο ίδιο του το κόμμα τον Βενιζέλο που τον υπονόμευε, και έξω από αυτό τον Σαμαρά και τον Τσίπρα που έδιναν τον τυφλό “αντιμνημονιακό” αγώνα, χωρίς να αντιπροτείνουν τίποτε σοβαρό.
Στην παρούσα συγκυρία, ακόμη και ο Τσίπρας θέλοντας και μη, σύρθηκε πίσω από την εθνική γραμμή κι ας χρειάστηκε γι’ αυτό μια ακόμη θεαματική κυβίστηση. Όσο για τα στοιχεία εκείνα που επιμένουν στα γνωστά ανθρωπιστικά παραμύθια, παρότι κάνουν ακόμη πολύ φασαρία, έχουν πια περιθωριοποιηθεί, συχνά και εντελώς γελοιοποιηθεί.
Η Ελλάδα στο όρια της
Θεωρητικά, φαίνεται συνεπώς ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις η χώρα να σταθεί όρθια. Ωστόσο, μόνο θεωρητικά. Διότι τίποτε δεν δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει βγει από τη λογική του κατευνασμού. Από την παθητικά αμυντική στάση της κυβέρνησης λείπει εκείνο το στοιχείο που κάνει μια άμυνα πράγματι λυσιτελή, η ανταπόδοση.
Οι εγκέφαλοί της ακόμη πιστεύουν ότι θα τη βγάλουν καθαρή με το να μη δίνουν στόχο στην Τουρκία, με το καταπίνουν λεκτικά τις προσβολές και τις προκλήσεις, με το να κρύβονται στα “φουστάνια” των Βρυξελλών. Ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η Τουρκία μόνον όσους της αντιστέκονται φοβάται και σέβεται. Και ασφαλώς δεν υπολογίζει διόλου την Ευρώπη…
Ήδη η αμυντική τακτική της Ελλάδας πλησιάζει στα όριά της. Τι θα συμβεί αν η Τουρκία μετατρέψει τη μεθόριο σε μόνιμο μέτωπο, στέλνοντας εκεί κατά αλλεπάλληλα κύματα τα στίφη των εκατομμυρίων που λαθροβιούν στο έδαφός της; Αντέχει η χώρα έναν τέτοιο διαρκή πόλεμο, ή αυτός θα την καταπονήσει τόσο, ώστε όταν ο πόλεμος γίνει πλέον και συμβατικός, να μη της μένουν πλέον δυνάμεις; Μήπως η “νίκη” του Έβρου, ήδη, είναι πύρρειος;
Ο πάντα επίκαιρος Κονδύλης
Θυμίζω τα λόγια του Παναγιώτη Κονδύλη, γραμμένα ειδικά για τους πολιτικούς μας φωστήρες που διαχρονικά υποστηρίζουν τον κατευνασμό: «από στρατιωτική άποψη, η καθαρά αμυντική διεξαγωγή πολέμου στερείται νοήματος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν την παίρναμε στα σοβαρά, θα σήμαινε ότι ο επιτιθέμενος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ατιμώρητα, διατρέχοντας απλώς τον κίνδυνο να επανέλθει στην αρχική του θέση και να προετοιμασθεί για να ξαναδοκιμάσει.
»Καμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος».
Το ταμπού των πυρηνικών
Ας μην έχουμε λοιπόν αυταπάτες. Όσο η χώρα δεν είναι σε θέση να απαντήσει στις ποικιλότροπες τουρκικές επιθέσεις, τιμωρώντας τες δραστικά, όσο και να κατορθώνει να τις αποκρούει, στην ουσία τις προκαλεί και τις συνδαυλίζει. Η αποτελεσματική εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία έχει συνοψιστεί άριστα από τον Γεώργιο Παπανδρέου τη δεκαετία του 1960: «Αν η Τουρκία ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου, η Ελλάς θα την ακολουθήσει».
Πράγμα που σημαίνει ότι οι ένοπλες δυνάμεις μας πρέπει να είναι σε διαρκή ετοιμότητα, όχι μόνο να αποκρούσουν τον επιτιθέμενο, αλλά και να γενικεύσουν την σύγκρουση, τιμωρώντας τον κατά τρόπο και σε έκταση τέτοια που να καθιστά απαγορευτικό το κόστος της επίθεσης. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ότι θα συζητήσουμε σοβαρά πάνω σε έννοιες-ταμπού ή και δαιμονοποιημένες στην Ελλάδα όπως το “πρώτο πλήγμα”, ότι θα αναλογιστούμε επισταμένα πώς μπορούμε εμείς να αποκτήσουμε το πλεονέκτημα στον ακήρυχτο ασύμμετρο και υβριδικό πόλεμο που δεχόμαστε, ότι θα εξετάσουμε τέλος συστηματικά το ενδεχόμενο να στραφούμε μακροπρόθεσμα στο έσχατο και πλέον τελεσφόρο στρατιωτικό μέσο: την πυρηνική αποτροπή.
Το πρώτο πλήγμα, γράφει και πάλι ο Κονδύλης, μπορεί να καταφερθεί «στο πλαίσιο της κλιμάκωσης ενός τοπικού θερμού επεισοδίου, αλλά και πολύ νωρίτερα ακόμα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση• το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγματος πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα το εφαρμόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέμενος, με την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου».
Όσο για το θέμα του πυρηνικού εξοπλισμού της χώρας πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε, αφενός μεν, ότι έχουμε υπερεπαρκείς ενδείξεις ότι η Τουρκία ήδη κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, ανεξαρτήτως εντελώς του τι θα πράξουμε ή δεν θα πράξουμε εμείς. Αφετέρου δε, ότι η πυρηνική αποτροπή συνιστά στην κυριολεξία ασφάλεια ζωής σε περιπτώσεις μικρών κρατών, όπως το δικό μας που αντιμετωπίζουν μεγέθη πληθυσμιακά κατά πολύ υπέρτερα. Αν δεν ήταν πυρηνικές δυνάμεις, ούτε το Ισραήλ θα μπορούσε να αντεπεξέλθει απέναντι στους Άραβες, ούτε το Πακιστάν να αντισταθμίσει την πίεση της Ινδίας. Ακόμη και μια χώρα πάμπτωχη και απομονωμένη όπως η Βόρειος Κορέα, με τα πυρηνικά όπλα που ανέπτυξε κατέστη στην πράξη απρόσβλητη.
Είμαστε ήδη σε πόλεμο
Σε κάθε περίπτωση, οι ιταμές προκλήσεις των Τούρκων είναι για τη χώρα μια ευκαιρία, έτσι πρέπει να τις δούμε. Ως ευκαιρία για τη γενική ανόρθωση του τόπου, ευκαιρία που σε αντίθεση με το 2010-2015, αυτή τη φορά δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλήσουμε. Όχι μόνο η άμυνα και η διπλωματία μας, ολόκληρη η οικονομική, εκπαιδευτική, δημογραφική και μεταναστευτική μας πολιτική πρέπει να οικοδομηθούν πάνω στο προφανές γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται ήδη σε πόλεμο με τους Τούρκους.
Το πρόβλημα είναι ότι ένας τέτοιος πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί από έναν πρωθυπουργό που “εθνικό όραμα” της κυβέρνησής του έχει αναγορεύσει το καζίνο του Ελληνικού. Ή που τρέμει μήπως δυσαρεστήσει τις “συμμορίες” που λυμαίνονται τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα. Δεν γίνεται από τη μια να λες «μολών λαβέ» στον Ερντογάν και από την άλλη να προσφέρεις γη και ύδωρ στους νονούς της μπάλας. Δεν γίνεται να αγνοείς και τις λέξεις “βιομηχανική πολιτική” ακόμα, και να τα βγάλεις πέρα μια χώρα που ήδη σήμερα είναι αξιόλογη βιομηχανική και τεχνολογική δύναμη. Δεν γίνεται να έχεις βάλει όλα τα αυγά σου στο εύθραυστο καλάθι του τουρισμού και να περιμένεις ανάπτυξη πράγματι βιώσιμη και ανθεκτική.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εμπρός του μιαν επιλογή: Είτε να υποστεί τη μοίρα του Γιώργου Παπανδρέου και να δει τη χώρα να οδηγείται σε μιαν ακόμη, αυτή τη φορά ιστορικών διαστάσεων, συντριβή. Είτε να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων όλα σχεδόν τα προσφιλή του δόγματα και συνθήματα, να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες του και να κοιτάξει την πραγματικότητα κατάματα. Μένει το ερώτημα: είναι αυτός, ή όποιος άλλος εκπρόσωπος του τωρινού πολιτικού μας συστήματος, ικανός για μια τέτοια κολοσσιαία υπέρβαση; Το αν πρόκειται για ερώτημα γνήσιο ή απλώς ρητορικό, ας το κρίνει ο αναγνώστης.