Γιατί αυτή τη φορά η προοπτική είναι υπέρ της Λεπέν
01/07/2024Η εκλογική καταβαράθρωση του Μακρόν στις ευρωεκλογές τον εξώθησε στην προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών. Ήταν ένα πολιτικό άλμα στο κενό. Προφανώς, ο Γάλλος πρόεδρος προσδοκούσε ότι για άλλη μία φορά θα κυριαρχήσει το φόβητρο της Ακροδεξιάς και ως εκ τούτου θα κλείσει για μία ακόμα φορά ο δρόμος της Λεπέν προς την εξουσία.
Στηριζόταν, βεβαίως, στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα της Γαλλίας, το οποίο στον δεύτερο γύρο επιβάλλει στους ψηφοφόρους να επιλέξουν “το μικρότερο κακό”! Στις 577 μονοεδρικές περιφέρειες θα αναμετρηθούν στον δεύτερο γύρο οι δύο πρώτοι υποψήφιοι (εκτός εάν κάποιος υπερέβη το 50%) και ένας τρίτος στην περίπτωση που έχει υπερβεί το 12,5% των εγγεγραμμένων.
Παρά την καταβαράθρωσή του, το κόμμα του Μακρόν ήρθε δεύτερο στις ευρωεκλογές (έστω και με ελάχιστη διαφορά από τους τρίτους Σοσιαλιστές). Ως εκ τούτου ήλπιζε πως έστω και έτσι θα κατόρθωνε να επωφεληθεί μαζί με τους Σοσιαλιστές από την αντι-Λεπέν ψήφο στον δεύτερο γύρο. Προφανώς δεν είχε υπολογίσει τη συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου (από τον Μελανσόν και τους ανασυγκροτημένους Σοσιαλιστές), το οποίο εκτόπισε το κόμμα του Μακρόν από τη δεύτερη θέση.
Η διαφοροποίηση αυτή είναι κρίσιμη για το πως θα κατανεμηθούν οι ψήφοι στον δεύτερο γύρο. Στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, ο Μακρόν είχε δεδομένο ότι στη χειρότερη περίπτωση θα ήταν στον τελικό απέναντι στη Λεπέν και άρα πόνταρε στο ότι Αριστερά και Κεντροαριστερά ήταν δεδομένο πως θα ψήφιζαν με αντι-ακροδεξιό κριτήριο. Αυτό επιβεβαιώθηκε και τώρα. Ο Μελανσόν ανακοίνωσε πως θα αποσυρθεί ο υποψήφιος του Λαϊκού Μετώπου σε όποιες περιφέρειες είναι τρίτος και θα ταχθεί εναντίον του υποψηφίου της Λεπέν.
Τώρα, όμως, που σ’ όλη τη γαλλική επικράτεια το κόμμα του Μακρόν είναι αρκετά πίσω από το Λαϊκό Μέτωπο, στις περισσότερες περιφέρειες στον δεύτερο γύρο θα αναμετρηθούν οι υποψήφιοι της Λεπέν και του Λαϊκού Μετώπου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολλοί δεξιοί και αρκετοί κεντρώοι ψηφοφόροι δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα επιλέξουν με αντί-ακροδεξιό κριτήριο. Για πολλούς από αυτούς το Λαϊκό Μέτωπο είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από το κόμμα της Λεπέν.
Είναι ενδεικτικό ότι οι Ρεπουμπλικάνοι με το 10% περίπου του πρώτου γύρου ανακοίνωσαν πως δεν θα υποδείξουν στους ψηφοφόρους τους τι να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο. Η στάση τους αυτή υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι διχάστηκαν: μία πτέρυγά τους ήταν υπέρ της συνεργασίας με τη Λεπέν, ενώ η άλλη αντίθετη. Έστω και έτσι, όμως, είναι ξεκάθαρο πως σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις αυτή τη φορά το κόμμα της Λεπέν έχει εκλογικές εφεδρείες για τον δεύτερο γύρο. Κι όχι μόνο από την εκλογική βάση των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και από ένα μικρότερο τμήμα της εκλογικής βάσης του Μακρόν.
Ανοδική τροχιά για την Λεπέν
Υπέρ του κόμματος της Λεπέν λειτουργεί και ένας δεύτερος παράγοντας. Η πολιτική Ιστορία αποδεικνύει πως είναι δυνατόν για πολύ να αποκλείεται ένα κόμμα που έχει πολιτική δυναμική λόγω του εκλογικού συστήματος. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος, ένα ποσοστό Γάλλων εδώ και πολλά χρόνια έχει στραφεί προς το κόμμα της Λεπέν, όντας δυσαρεστημένο από τα (νεο)φιλελεύθερα κόμματα του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Το γεγονός ότι οι αντίπαλοι της Λεπέν στον δεύτερο γύρο συσπειρώνονται εναντίον της μπορεί να της έχει μέχρι τώρα κλείσει τον δρόμο προς την εξουσία, αλλά ταυτοχρόνως έχει τροφοδοτήσει και το ρεύμα υπέρ της. Εξ’ ου και το εκλογικό ποσοστό της έχει σταθερά ανοδική πορεία. Παρά το πολυχρησιμοποιημένο φόβητρο της Ακροδεξιάς, ολοένα και περισσότεροι Γάλλοι στρέφονται προς το κόμμα της, θεωρώντας πως πρέπει να της δοθεί η δυνατότητα να κυβερνήσει και να δείξει στην πράξη εάν μπορεί να αλλάξει αντιλαϊκές πολιτικές, θέτοντας τη Γαλλία σε άλλη τροχιά.
Όπως είχε, άλλωστε, φανεί και στις προεδρικές εκλογές του 2017 και του 2022, η Λεπέν στον δεύτερο γύρο είχε αυξήσει το ποσοστό της. Το 2017 από 21,3% έφτασε στο 34%. Στις προεδρικές του 2022 από 23% έφτασε στο 41,5% (υποστηρίχθηκε και από το 7% του ακροδεξιού Ζεμούρ). Όταν, λοιπόν, σήμερα εκκινεί από ένα περίπου 34% (την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές υπάρχουν μόνο τα exit polls) είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μπορεί να αναδειχθεί στον δεύτερο γύρο νικήτρια σε πολλές περιφέρειες, αν όχι στις περισσότερες οπότε και θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση.
Το πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης
Για μία ακόμα φορά δικαιώνεται η φήμη της Γαλλίας σαν το πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης. Είναι ενδεικτικό ότι το 2018 η Γαλλία βίωσε μεγάλη κοινωνική αναταραχή λόγω της αύξησης του φόρου στη βενζίνη, με τα Κίτρινα Γιλέκα να καθορίζουν το πολιτικό κλίμα για μεγάλο διάστημα. Αυτό το κίνημα δεν ήταν οι φθαρμένοι συνδικαλιστές. Ήταν σχεδόν μία εξέγερση μικρομεσαίων, η οποία δύσκολα κατατάσσεται στον παραδοσιακό άξονα Αριστερά-Δεξιά. Ριζοσπαστικοποίησε τμήματα του πληθυσμού που μέχρι τότε είχαν μικτό ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό, αλλά από τότε έχουν σαφώς αντισυστημικό πρόσημο, γεγονός που ενδέχεται να ωθήσει κάποιους από αυτούς ακόμα και να ψηφίσουν Λεπέν στον δεύτερο γύρο.
Όπως προανέφερα, η λογική “ψηφίζω το μικρότερο κακό” έχει πολυχρησιμοποιηθεί στη Γαλλία. Το επιχείρημα συνεχίζει να έχει απήχηση, αλλά σαφώς πολύ μικρότερη. Πολλοί αριστερόστροφοι Γάλλοι έχουν βαρεθεί να υποκύπτουν σ’ αυτό που θεωρούν “εκλογικό εκβιασμό” και κάποιοι από αυτούς ίσως δεν πάνε στην κάλπη μόνο και μόνο για να “ανακατέψουν την πολιτική τράπουλα”. Υπενθυμίζω ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι Γάλλοι κατεβαίνουν στους δρόμους για να αντισταθούν σε πολιτικές που αποδομούν το επίπεδο ευημερίας τους, αυτές που θεωρούν κοινωνικές κατακτήσεις και σταθερές του βίου τους.
Το επιχείρημα περί δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν τους πείθει, όταν η κυβέρνηση Μακρόν, όπως και όλες οι προηγούμενες, δεν επιδεικνύουν την ίδια αυστηρότητα όταν πρόκειται για την ολιγαρχία του χρήματος. Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε ο Μακρόν δεν είναι βεβαίως γαλλική ιδιαιτερότητα. Σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της ΕΕ, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, αλλού με τον ένα κι αλλού με τον άλλον τρόπο, οι κυβερνήσεις κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Η επιβολή προγραμμάτων λιτότητας στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι πανευρωπαϊκό –κι όχι μόνο– πρόβλημα.
Τα προγράμματα λιτότητας δεν είναι μία συγκυριακή πολιτική, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κρίσης. Λόγω της ανάδυσης των νέων βιομηχανικών χωρών (Κίνα, Ινδία κ.α.) αλλά και λόγω της εφαρμοζόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ως σύνολο η Ευρώπη χάνει έδαφος στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η “πίτα” που αναλογεί στην ΕΕ συγκριτικά μικραίνει και ως εκ τούτου εντείνεται ο ανταγωνισμός για την κατανομή του πλούτου τόσο μεταξύ των χωρών-μελών, όσο και στο εσωτερικό των χωρών-μελών. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προέκυψε και ο πόλεμος στην Ουκρανία που εκτός των άλλων επιδείνωσε και την οικονομική κατάσταση.
Οι Γάλλοι μικρομεσαίοι, όμως, νοιώθουν αρκετή αυτοπεποίθηση, με αποτέλεσμα το ευρωϊερατείο και οι γαλλικές άρχουσες ελίτ να μην μπορούν να τους χειραγωγήσουν μέσω της καλλιέργειας του φόβου. Η γαλλική οικονομία, άλλωστε, είναι η δεύτερη στην ΕΕ και από τις ισχυρότερες παγκοσμίως, παρά τη φιλολογία ότι βρίσκεται σε παρακμή. Με άλλα λόγια, οι Γάλλοι δεν έχουν ηττηθεί, όπως συνέβη με τους Έλληνες και όσους υπέστησαν Μνημόνια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν αποκλείεται να μην συμπεριφερθούν “γραμμικά”.
Αν και μοιάζει αντιφατικό και το κίνημα των “Κίτρινων Γιλέκων” και η εκλογική στροφή προς τη Λεπέν πηγάζουν από τις ίδιες αιτίες. Οι Γάλλοι αντιδρούν, ψάχνοντας εναλλακτικό δρόμο, όπως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, στρεφόμενοι κυρίως προς τη Νέα Δεξιά, ή για άλλους Ακροδεξιά. Στην πραγματικότητα, οι Γάλλοι απειλούν να προκαλέσουν ένα σοκ στην Ευρώπη. Εάν το κόμμα της Λεπέν σχηματίσει κυβέρνηση μετά τον δεύτερο γύρο, ο δρόμος για την Προεδρία θα έχει ανοίξει διάπλατα, δημιουργώντας ένα καταλυτικό προηγούμενο για ολόκληρη την Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε ότι παραλλήλως ο Τραμπ επελαύνει προς την αμερικανική Προεδρία.