Γιατί απογοητεύει η Έκθεση Πισσαρίδη για την Υγεία
19/12/2020Η γνωστή τάση των οικονομολόγων να αποζητούν την ορθολογική αποτύπωση και ερμηνεία της πραγματικότητας, προεκτείνοντας το παρελθόν γραμμικά στο μέλλον, πέφτοντας συχνά στην παγίδα της ιστορίας, ευτυχώς δεν ίσχυσε στην ψύχραιμη Έκθεση Πισσαρίδη. Είκοσι χρόνια μετά την έκθεση Σπράου (με ενδιάμεσες το 2010 την έκθεση της McKinsey και του ΚΕΠΕ) η έκθεση συμπυκνώνει την μεταμνημονιακή εικόνα της χώρας, επιχειρώντας να καταγράψει ένα αναπτυξιακό οδικό χάρτη παράλληλων και εξαιρετικά αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Στην προοπτική ενός αγχωτικού κυνηγητού (catch up) των άλλων χωρών της ΕΕ, η έκθεση υπαινίσσεται, χωρίς να περιγράφει, έναν εσωτερικό ειρμό κίνησης, φυγής προς τα εμπρός. Η βασική ιδέα οδηγεί σε μια νέα εξωστρεφή αρχιτεκτονική της ανάπτυξης με όχημα την ώθηση από την εκτεταμένη υλοποίηση πολιτικών καινοτομίας ψηφιοποίησης και κλιματικής αλλαγής.
Στον χώρο της Υγείας, η πανδημία έχει προκαλέσει τεράστιο ενδιαφέρον και υψηλές προσδοκίες ριζοσπαστικών προτάσεων υλοποίησης σημαντικών αλλαγών που ατυχώς δεν επαληθεύονται στην έκθεση. Κι αυτό μάλιστα σε αντίθεση με την εμπεριστατωμένη και λεπτομερή επεξεργασία άλλων τομέων και δραστηριοτήτων (παιδεία, ασφαλιστικό, μεταποίηση, τράπεζες). Πιο συγκεκριμένα:
Πρώτον, το κεντρικό πρόβλημα της δυσανάλογης σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην χώρα μας συγκριτικά με την ΕΕ και της αντίστοιχης χρηματοδότησης (60:40) όπως και η ανισοκατανομή του ιατρικού σώματος, η υποστελέχωση σε νοσηλευτές και οι άτυπες πληρωμές, εντοπίζονται σωστά. Ωστόσο, λείπουν τελείως αναφορές άρσης αυτής της μεγάλης κεντρικής στρέβλωσης και των παραπροϊόντων της (νοσοκεντρικό παράδειγμα υπηρεσιών υγείας, μεγάλες ανισότητες, δυσκολίες προσπέλασης και πλοήγησης στο σύστημα, τείχη αντί για συνέργεια δημόσιου-ιδιωτικού, ανύπαρκτη συνέχεια θεραπείας).
Την αδυναμία αυτής της συμπληρωματικότητας και αλληλοϋποστήριξης ζήσαμε πρόσφατα, με την πίεση της Θεσσαλονίκης καθώς ο ιδιωτικός τομέας είναι έντονα κερδοσκοπικός και επιλεκτικός (creaming), Παρότι στην έκθεση προτείνεται προγραμματικά η ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος, αυτή εξαντλείται σε επιφαινόμενα, χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένες επιλογές, προτεραιότητες και ουσιαστικά μέτρα, μετά το ισχυρό μάθημα της πανδημίας που ακόμα δοκιμάζει έντονα την χώρα.
Ενάρετο καθηκοντολόγιο
Δεύτερον, η προσέγγιση των νοσοκομείων αποτυπώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο μια λογική επιχειρηματική, διαχείρισης μιας εταιρίας με το κλασσικό ενάρετο καθηκοντολόγιο του σύγχρονου management. Είναι καθ’ όλα σωστό, αλλά ανεπαρκές να ανταποκριθεί στις συνθέτες απαιτήσεις ενός σύγχρονου συστήματος υγείας.
Έτσι το κεντρικό θέμα της ανάγκης για μια ευρεία αναδιοργάνωση του νοσοκομειακού χάρτη με βάση τα 80 νοσοκομειακά συγκροτήματα δεν θίγεται καθόλου, ούτε βέβαια η τόσο προφανής –λόγω κορονοϊού– ανάγκη γρήγορης δημιουργίας επαρκών τμημάτων επειγόντων περιστατικών. Ακόμα, η εμπειρία των νοσοκομείων αναφοράς κορονοϊού δεν οδηγεί στην κρίσιμη πρόταση για αντίστοιχη διάταξη σε νοσοκομεία αναφοράς σαν περιφερειακά εξειδικευμένα κέντρα χρόνιων παθήσεων, που αποτελούν την άλλη μεγάλη σύγχρονη επιδημία (το 70% δαπανών υγείας)
Τρίτον, αντίστοιχα ο ανενεργός ΕΟΠΥΥ, η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της δεκαετίας της κρίσης, αντιμετωπίζεται εργαλειακά για διεκπεραίωση υποχρεώσεων. Η καθυστέρηση μετατροπής του σε πλήρες ταμείο με απόδοση όλων των πόρων (δημοσίων και κοινωνικών) παγιδεύει την λειτουργία του σε απλή διαχείριση. Έτσι, ακυρώνει τον σκοπούμενο ρυθμιστικό ρόλο του στην αγορά υπηρεσιών υγείας, αλλά και στην ρύθμιση των αποζημιώσεων και των παροχών. Η τωρινή μονοψωνιακη αγορά των εμβολίων από την ΕΕ αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπερδύναμης που μπορεί να είναι ο ΕΟΠΥΥ, λειτουργώντας αντίστοιχα σαν μονοψώνιο σε συμβολαιακή βάση με τους παρόχους υπηρεσιών προς όφελος των πολίτων.
Εκτεταμένη ψηφιοποίηση
Τέταρτον, συνακόλουθα το δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, το μεγάλο ζητούμενο αλλά και η μεγάλη απουσία για την τωρινή αντιμετώπιση της πανδημίας (μαζί με την αύξηση των ΜΕΘ), θεωρείται κυρίως μηχανισμός ανάσχεσης των ροών προς τα νοσοκομεία. Φαίνεται να διαφεύγει από τους συντάκτες της έκθεσης τελείως η λειτουργία του για συστηματική εργασία στην κοινότητα σε συνεργασία με τη νέα Δημόσια υγεία, που συνδέει τον οικογενειακό γιατρό με όλους τους κοινωνικούς επαγγελματίες σε ένα ενιαίο πρωτοβάθμιο χώρο
Πέμπτον, η αποκέντρωση στην χώρα φαίνεται να υστερεί δραματικά σε σχέση με την ΕΕ (2,8% των πόρων έναντι 16%). Θα ήταν μια σημαντική πρωτοτυπία της Έκθεσης αν πραγματικά, όπως ισχυρίζεται, επιχειρεί να συνδέσει την περιφέρεια με δρόμους ανάπτυξης εκτός Αθηνών. Μαζί με την παιδεία να συμπεριλάβει και πόρους για την πρωτοβάθμια υγεία και πρόληψη. Ενώ η Έκθεση προτείνει οικονομικούς κόμβους για την περιφερειακή επιχειρηματικότητα δεν συμπεριλαμβάνει την ανάγκη υγειονομικής αυτοδυναμίας σαν αναπτυξιακή παράμετρο μαζί με τις υποδομές, την ενέργεια και τις επικοινωνίες.
Έκτον, οι προτάσεις για εκτεταμένη ψηφιοποίηση είναι σημαντικές. Αρχίζοντας από τον φάκελο ασθενούς και φτάνοντας στην εγκατάσταση μιας νέας γλώσσας σε όλες τις υπηρεσίες του συνολικού συστήματος υγείας, με σκοπό να ενεργοποιηθούν σχολάζουσες κατακτήσεις (ICD10, ESYnet, ηλεκτρονική συνταγογράφηση, θεραπευτικά πρωτόκολλα κ.α.).
Μακάρι τα επόμενα χρόνια να έχουμε μια ουσιαστική αναβάθμιση στην παροχή υπηρεσιών υγείας συνολικά στην επικράτεια, παρέχοντας επιτέλους συνέχεια στην θεραπεία και φροντίδα. Εξαιρετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει η αξιοποίηση των μεγάλων βάσεων δεδομένων στη νέα εποχή της εξατομίκευσης των θεραπειών, αλλά και η εκτεταμένη χρήση τηλεϊατρικής στη νησιωτική χώρα.
Φάρμακο και νέοι κανόνες
Έβδομον, το φάρμακο τέλος είναι η πραγματικά μεγάλη αναπτυξιακή ελπίδα της χώρας. Μέτρα μείωσης του κόστους παραγωγής, όπως και κίνητρα με την επανεπένδυση των επιστροφών (ριμπέιτ) και φοροαπαλλαγών έναντι νέων επενδύσεων, είναι σημαντικά και ήδη αποδίδουν, τουλάχιστον στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Αντίστοιχα, επιτυχής η πρόταση για την αύξηση των κλινικών μελετών και την σύνδεση των πανεπιστημίων με τη βιομηχανία.
Όμως, εδώ θα έπρεπε να προταθεί μια συνολική και πιο τολμηρή συμφωνία τριών μερών για το ύψος της δημόσιας δαπάνης, με κατάργηση της προκρούστειας επανάκτησης (clawback). Αυτό θα σήμαινε νέους ισχυρούς κανόνες και πρακτικές εξυγίανσης για το μίγμα φαρμάκων (γενόσημα-πρωτότυπα), διαρκή διαπραγμάτευση για τα νέα φάρμακα και κυρίως αυστηρή συμμόρφωση όλων των εμπλεκομένων.
Συμπερασματικά, η έκθεση αποτελεί ένα χρήσιμο καμβά δημοσίου διαλόγου και δημιουργίας σημαντικών συγκλίσεων, αλλά και επικοινωνίας των διαφόρων χώρων (οικονομίας, παιδείας υγείας, δημόσιας διοίκησης) πέρα από τις αυτοαναφορικές και μοναχικές-συντεχνιακές διεκδικήσεις. Η μεγάλη πρόκληση είναι η άμεση εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, από το νέο ΕΣΠΑ και από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Αυτά πρέπει να συντονιστούν αποτελεσματικά και να συνδυασθούν σε κοινές στοχεύσεις ανάπτυξης.