Γιατί η λαϊκή αμφισβήτηση δεν στρέφεται Αριστερά
28/06/2023Αφού επέβαλε την ατζέντα της στο μεταναστευτικό, στα θέματα της ταυτότητας, της εθνικής κυριαρχίας και της εσωτερικής ασφάλειας, για πάνω από 20 χρόνια, όπως περιέγραφαν στο βιβλίο τους “Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς”, οι Μπολτανσκί και Εσκιέρ, η Άκρα Δεξιά (ή Νέα Δεξιά κατά άλλους) επεκτείνεται στους τομείς της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, που σε θεωρητικό επίπεδο ήταν προνομιακά πεδία για την σοσιαλδημοκρατία και την αριστερά.
Εδώ και χρόνια η συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση, την εθνική ταυτότητα και γλώσσα, την εσωτερική ασφάλεια – που είναι στην ημερήσια διάταξη των ΜΜΕ – διεξάγεται κατά τρόπο που ωθεί τα δεξιά κόμματα, ακόμα και την σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά σε θέσεις της ακροδεξιάς. Αυτό συμβαίνει, είτε για να γίνονται αρεστοί σε ένα όλο και πιο φοβισμένο ή οργισμένο ακροατήριο, είτε γιατί η ευρύτερη κεντροαριστερά δεν έχει απαντήσεις. Το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου συζητείται η συνεργασία του Λαϊκού Κόμματος με το αντιμεταναστευτικό-ακροδεξιό Vox (που υποστηρίζουν οι απροκάλυπτοι νοσταλγοί του Φράνκο) είναι χαρακτηριστικό.
Η ατζέντα της Aριστεράς, νοούμενη ως κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, κατανομή εισοδήματος, κοινωνικό κράτος, εργασιακά δικαιώματα, κρατική παρέμβαση και ρύθμιση της οικονομίας ή έχει εκλείψει, ή μέρος της υιοθετείται πλέον ακόμα και από την παραδοσιακή Δεξιά, όπως έκανε επί χρόνια στην Γερμανία η Άγκελα Μέρκελ (πολύ πριν πληρώσει την πολιτική της στο μεταναστευτικό, που οδήγησε στην εκτίναξη του ακροδεξιού AFD, η οποία συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας, φτάνοντας να υποσκελίζει τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD).
Η ίδια η Αριστερά περιορίζεται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών και των πάσης φύσεως μειονοτήτων εντός των εθνικών κρατών, που στην ουσία είναι η αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού για τα δικαιώματα, καθώς σηματοδοτούν κατάτμηση των κοινωνιών, διάλυση των συλλογικοτήτων και αποθέωση της ατομικότητας που συνοδεύει την παγκοσμιοποίηση των αγορών.
Ο νέος λαϊκός εθνικισμός
Σοσιαλδημοκρατία και Κεντροαριστερά επισείουν τον κίνδυνο του λαϊκισμού και εθνικισμού της Νέας Δεξιάς. Δεν είναι καινούργια η σχετική ρητορική, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει οξυνθεί και πλέον την βλέπουμε έντονα και στην χώρα μας, μετά την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τριών κομμάτων στα Δεξιά της ΝΔ (ένα εκ των οποίων ακραιφνές ακροδεξιό, οι Σπαρτιάτες). Παγίως όταν την εντεινόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών της Ευρώπης, την εισπράττει η ακροδεξιά και η νέα Δεξιά, αυτό βαπτίζεται συλλήβδην “φθηνός λαϊκισμός και εθνικισμός”.
Ήδη όμως από το 2012 ο Χέιρτ Μακ στο βιβλίο του “Τι γίνεται αν η Ευρώπη διαλυθεί”, λέει ότι με αυτό τον τρόπο υποτιμάται το πρόβλημα και αγνοείται η πολυπλοκότητά του και εξηγεί: «ο εθνικισμός έχει υποστεί πλήρη μεταμόρφωση σε σχέση με τη δεκαετία του 1930, από έναν λαϊκό εθνικισμό με έμφαση σε αίμα, έδαφος, καθαρότητα, σε έναν κρατικό εθνικισμό με έμφαση στο εθνικό κράτος ως προστάτη του δικαίου της δημοκρατίας και εξίσου των συντάξεων και των άλλων κοινωνικών κεκτημένων».
Κάπως έτσι η καθόλου αριστερά – σοσιαλδημοκρατία και κεντροαριστερά – χωρίς να έχει δικό της σχέδιο, περιορίζεται στην υποδειγματική διαχείριση, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτουν οι τράπεζες, οι οίκοι αξιολόγησης και τα όργανα των Βρυξελλών. Φθάνει να δει κανείς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε Γαλλία και Γερμανία, όταν ήταν και είναι στην κυβέρνηση. Αλλά και στα καθ’ ημάς τί άλλο έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την στρατηγική ήττα του 2015 και ως αξιωματική αντιπολίτευση;
Ίσως, η εξήγηση είναι σε αυτό που αναφέρει ο Αλαίν Μπαντιού στο σύντομο βιβλίο του “Το κακό έρχεται από πιο μακριά”, ότι «αν η βασική λειτουργία ενός κράτους είναι να εξασφαλίσει ότι η μεσαία τάξη θα είναι πειθαρχημένη και υπάκουη, ο ρόλος πηγαίνει γάντι στην Αριστερά, η οποία διακρίνεται ιδιαίτερα στην διασφάλιση της πειθάρχησης».
Το μεγάλο παράδοξο
Πάντως το παράδοξο είναι ότι σοσιαλδημοκρατία και Αριστερά δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν ούτε τον θάνατο του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού που σηματοδότησε η κρίση του 2008, όταν οι τράπεζες ζήτησαν την παρέμβαση του κράτους για να τις σώσει και μαζί την παγκόσμια οικονομία, από τον κακό τους εαυτό, σηματοδοτώντας έτσι και το τέλος της ιδεολογίας της αυτορρύθμισης και της αναποτελεσματικότητας του κράτους (όπως περιγράφει ο Κόλιν Κράουτς στο βιβλίο του “Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού”) ούτε και την επιβεβαίωση του κράτους πρόνοιας που σηματοδότησε η πανδημία (στην χώρα μας, φτάσαμε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κάνει “σημαία” του την επανακρατικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ!).
Η Μαρίν Λεπέν στην Γερμανία και ο Ματέο Σαλβίνι παλαιότερα στην Ιταλία, έκαναν αυτό που θα έπρεπε να είναι την καθημερινή ατζέντα της Αριστεράς: Συγκρούονταν και συγκρούονται με την πολιτική λιτότητας των Βρυξελλών, διεκδικώντας δημοσιονομικό χώρο για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των στρωμάτων στην βάση της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας. Λεπέν και Σαλβίνι (όχι τόσο η Τζόρτζια Μελόνι σήμερα) έδωσαν αριστερό περιεχόμενο στην ξενοφοβική τους πολιτική.
Ουτοπία τα ανοιχτά σύνορα
Η συστημική αριστερά αδυνατεί να αντιληφθεί αυτό που λέει ο Βόλφγκανγκ Στρέκ – ηγετική μορφή του νέου αριστερού κινήματος “Εγερθείτε” στη Γερμανία: «Τα “ανοιχτά σύνορα” είναι μια ουτοπική ιδέα, και όχι πολιτική, ενός αδύναμου τμήματος της φιλελεύθερης Αριστεράς, το οποίο ενθαρρύνεται από τα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων και των κεντρικών ΜΜΕ, επειδή διασπά τα προοδευτικά κόμματα. Η συζήτηση περί “ανοιχτών συνόρων” οδηγεί τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης στην αγκαλιά της νέας Δεξιάς και συνεπώς αδυνατίζει τις προοδευτικές δυνάμεις».
Φυσικά τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς και την Νέας Δεξιάς υπερασπίζονται τον καπιταλισμό, όχι όμως τον νεοφιλελευθερισμό (τουλάχιστον στην πλειονότητα τους). Ταυτόχρονα, συνδέοντας το μεταναστευτικό και με τα εργασιακά δικαιώματα, όχι αποκλειστικά με την ασφάλεια (“κράτος πρόνοιας για τους Σουηδούς”, όπως υποστηρίζει το κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών που έκανε την έκπληξη στις τελευταίες εκλογές) εμφανίζονται να εκφράζουν τα λαϊκά συμφέροντα απέναντι σε μία μία Αριστερά που υπερασπίζεται το νεοφιλελευθερισμό, τόσο στην οικονομία, όσο και στο πεδίο των δικαιωμάτων.
Με την προβολή της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, υπερασπίζονται την δημοκρατία απέναντι στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών και το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης. Σε μία ΕΕ που υπερασπίζεται απροσχημάτιστα τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπως έδειξε η διαχείριση της κρίσης όπου διέσωσε τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες μεταφέροντας το κόστος στους λαούς και όπως δείχνει η πρεμούρα της για επιστροφή στην λιτότητα μετά το “διάλλειμα” των επιδοτήσεων για την υγειονομική και ενεργειακή κρίση, είναι λογικό οι πολίτες να αντιδρούν, όπως μπορείς να περιμένεις σε μία δημοκρατία: Στρέφονται σε κόμματα που κυρίως δεξιά του κλασσικού φιλοευρωπαϊκού κέντρου και ελάχιστα στην Αριστερά.
Εάν όπως παρατηρεί ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, στον σύγχρονο κόσμο η σχέση μεταξύ της πολιτικής ατζέντας και προσωπικών προβλημάτων που είναι ο πυρήνας της δημοκρατικής διαδικασίας έχει διαρραγεί, ίσως είναι αναμενόμενο οι πολίτες να στρέφονται προς τους ηγέτες που χτίζουν ένα θέατρο τιμωρητικής δικαιοσύνης και υπόσχονται αποκατάσταση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας. Πόσο μάλλον, όταν δεν βρίσκουν την εκπροσώπηση τους ούτε στην Σοσιαλδημοκρατία και ούτε πλέον στην Αριστερά.