Γιατί μικραίνει το δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ
27/12/2017του Σταύρου Λυγερού –
Είναι γεγονός ότι πολλά νοικοκυριά έχουν πέσει στον γκρεμό και ακόμα περισσότερα είναι στο χείλος του. Είναι γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις με δυσκολία πλέον μπορούν να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το νερό. Είναι γεγονός ότι ακόμα και εργαζόμενοι έχουν εισόδημα που δεν τους επιτρέπει να επιβιώσουν έστω και στοιχειωδώς. Είναι τέλος γεγονός ότι ακόμα και μεσαία στρώματα, που ακόμα αντέχουν, πιέζονται αφόρητα από την υπερφορολόγηση.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων και με την πραγματική οικονομία –για προφανείς λόγους– να δυσκολεύεται να εισέλθει σε τροχιά δυναμική ανάπτυξης, είναι αναπόφευκτο η αρνητική ψήφος να κερδίζει έδαφος ακόμα και σε τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία ιδεολογικά ανήκουν στον ευρύτερο κεντροαριστερό-αριστερό χώρο. Σε τέτοιες συνθήκες είναι αναπόφευκτο να φουσκώνουν τα εκλογικά πανιά της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αυτό και πράγματι συνέβη με τη ΝΔ, παρότι ο Μητσοτάκης προβάλει έναν σαφώς νεοφιλελεύθερο πρόσωπο και ούτε διανοείται να αμφισβητήσει τον μνημονιακό μονόδρομο. Η βάση από την οποία εκκινεί η ΝΔ δεν είναι μόνο οι παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι, οι οποίοι αρέσκονται να αποδίδουν τα βάσανά τους αποκλειστικά στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Είναι και αστικά στρώματα με (νεο)φιλελεύθερη ιδεολογία, τα οποία όχι μόνο είναι πολιτικά αντίθετα με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τον απεχθάνονται. Αρκετοί πολίτες αυτής της κατηγορίας ψήφιζαν παραδοσιακά ΠΑΣΟΚ, αλλά από το 2012 και περισσότερο από το 2015 έχουν καταφύγει εκλογικά στη ΝΔ με σκοπό να ανασχέσουν τον Τσίπρα και το κόμμα του.
Παρά τις κραυγαλέα ευνοϊκές συνθήκες, η ΝΔ τον τελευταίο καιρό εμφανίζει δημοσκοπική κόπωση. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει όχι μόνο σημάδια σταθεροποίησης, αλλά και μικρής ανάκαμψης, με αποτέλεσμα η ψαλίδα κάπως να κλείνει.
Η εσωτερική σύγκρουση
Για να καθαρίσει το εκλογικό παιχνίδι, ο Μητσοτάκης πρέπει προσελκύσει ένα σημαντικό τμήμα από τους μικρομεσαίους που έχουν ήδη πέσει στον γκρεμό, ή πιέζονται αφόρητα από την κρίση και κινδυνεύουν να πέσουν. Το νεοφιλελεύθερο προφίλ και η ρητορική του Κυριάκου δεν τον διευκολύνει να διεισδύσει σ’ αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος. Ούτε, βεβαίως, στους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι νοιώθουην απειλούμενοι από τον τρόπο που ο αρχηγός της ΝΔ αντιλαμβάνεται τη Δημόσια Διοίκηση.
Μία πρόσθετη αιτία είναι ότι οι ενοποιητικές διαδικασίες στον χώρο της (μνημονιακής) Κεντροαριστεράς, με την προοπτική συγκρότησης του Κινήματος Αλλαγής, έχουν δημιουργήσει μία κάποια μικρή δημοσκοπική δυναμική. Αυτή προκαλείται από μία όχι ισχυρή τάση εκλογικής επιστροφής κάποιων κεντρώων ψηφοφόρων που είχαν καταφύγει στη ΝΔ.
Στο επίπεδο των μικρομεσαίων στρωμάτων που έχουν πέσει στον γκρεμό ή κινδυνεύουν να πέσουν, προς το παρόν διεξάγεται μία εσωτερική σύγκρουση: Από τη μία είναι η απόγνωση και η οργή που τροφοδοτούν την αρνητική ψήφο και ως εκ τούτου λειτουργούν υπέρ της ΝΔ. Από την άλλη είναι η βεβαιότητα πως και μία κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ακολουθήσει το ίδιο μνημονιακό μονοπάτι και μάλιστα με πιο σκληρό τρόπο. Ένας πρόσθετος παράγοντας που παρεμποδίζει την εκλογική προσέλευση αυτών των ψηφοφόρων στη ΝΔ είναι αφενός το παιχνίδι της κυβέρνησης Τσίπρα με τα επιδόματα και τη ρητορική προστασίας των φτωχών, αφετέρου η ελπίδα ότι με το τέλος του Μνημονίου θα έλθουν καλύτερες ημέρες.
Είναι ακριβώς αυτές οι αντιφατικές τάσεις που προς το παρόν διαμορφώνουν τον δημοσκοπικό συσχετισμό δυνάμεων, αφήνοντας θεωρητικά ανοικτό ακόμα και το ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να γυρίσει το παιχνίδι. Στο μέγαρο Μαξίμου πιστεύουν ανιστόρητα ότι ο νεοφιλελευθερισμός του Μητσοτάκη χαράζει μία διαχωριστική ιδεολογικοπολιτική γραμμή, την οποία δεν μπορούν να υπερβούν οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι. Αυτό ισχύει εν μέρει, αλλά, σε συνθήκες όπως αυτές που ζούμε, κάτω από το βάρος του συνδρόμου της αρνητικής ψήφου, μπορεί κάλλιστα να υποχωρήσει ως εκλογικό κριτήριο.