Γιατί ο Κυριάκος δεν έχει την πολυτέλεια να γίνει Σημίτης
03/08/2020Η φράση “ζούμε ιστορικές στιγμές” είναι από τις πλέον φθαρμένες. Εντούτοις, διεργασίες δεκαετιών στη γείτονα χώρα ολοκληρώνονται και το νεο-οθωμανικό όραμα φτάνει στον παροξυσμό του. Σημερινός πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν έχει την πολυτέλεια των καθυστερήσεων που είχε ο Κώστας Σημίτης, όταν η θεωρία των γκρίζων ζωνών εγκαινιαζόταν στα Ίμια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναρριχήθηκε στο αξίωμα με πολιτικό προφίλ, το οποίο εν πολλοίς συμπλέει με εκείνο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Στην οικονομία ιδιωτικοποιήσεις και μικρό (επιτελικό) κράτος. Στη δημόσια διοίκηση τεχνοκρατική λογική. Στα εθνικά θέματα, ευήκοον ους στις επιθυμίες της Ουάσιγκτον, Βρυξελλών και Βερολίνου για ταχεία διευθέτηση με τα Σκόπια (“μετά δέκα χρόνια θα το ‘χουμε ξεχάσει”) και την Τουρκία (στήριξη σχεδίου Ανάν), με δικές μας κυρίως υποχωρήσεις.
Επίσης, η πεποίθηση ότι βρισκόμαστε σε περιοχή της Ευρώπης όπου πρέπει να σεβόμαστε (όχι οι γείτονές μας) τις διεθνείς συνθήκες (“εγγυητές σταθερότητας”). Είναι αυτό το προφίλ βιώσιμο στο τρέχον πλαίσιο τόσο για την Ελλάδα, όσο και εκλογικά, για τον ίδιο; Έχει την ευλυγισία και τη διορατικότητα να το προσαρμόσει στις περιστάσεις;
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές από κακές πολιτικές. Κάποιες αφορούσαν στα εθνικά (Πρέσπες, “μοναχοφάηδες”, “χιλιόμετρα ακτής της Τουρκίας”), στο μεταναστευτικό (“η θάλασσα δεν έχει σύνορα” κ.α.), και εθνοαποδομητικό αφήγημα. Απέναντι σε αυτά, ο Μητσοτάκης φάνηκε ή να παίζει “άμυνα με τα μάτια” ή να συμφωνεί. Χαρακτηριστική ήταν η άνευρη αντίδρασή του στη συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς να ζητήσει δημοψήφισμα, έστω συμβολικά. Εδόθη εντύπωση ανακούφισης, που κάποιος άλλος θα επωμιζόταν την μειοδοσία και που ο ίδιος δεν θα είχε να διαχειρισθεί ένα ζήτημα που είχε σημαδέψει την πρωθυπουργία του πατέρα του.
Οδεύοντας προς δημοσκοπική κατάρρευση
Για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση του ’21 συνέστησε επιτροπή από πρόσωπα της αποδομητικής ιστοριογραφίας, στις αναλύσεις των οποίων στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βάσιζαν το λόγο τους. Αυτοί ανέλαβαν να “γιορτάσουν” για λογαριασμό των Ελλήνων μια επανάσταση, την οποία εν γένει αντιπαθούσαν, όπως μαρτυρά το έργο τους (και τα tweet τους που προκάλεσαν μικρούς εμφυλίους στα κοινωνικά δίκτυα).
Παραλλήλως, εξέπληξε ότι επικεφαλής της Επιτροπής ορίστηκε μια προσωπικότητα στερούμενη ευρείας αποδοχής, εξ ου και ο παραλληλισμός με την, επίσης πλοιοκτήτρια, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Με τη διαφορά ότι η τελευταία θυσίασε τα καράβια της, ενώ η πρώτη εκλαμβάνεται από πολλούς ως προσωποποίηση του απάτριδος κεφαλαίου. Η Επιτροπή απώλεσε σύντομα τη λαϊκή αποδοχή. Στα κοινωνικά δίκτυα εμφανίσθηκαν ομάδες με δεδηλωμένο στόχο την υποκατάστασή της, συναγωνιζόμενες τη δημοφιλία της, παρότι στερούνται προσβάσεων στα ΜΜΕ (στις 30/7: Greece2021, 37.000 ακόλουθοι. Τιμή στο ’21: 24.000 μέλη. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821: 20.000 ακόλουθοι).
Επιπλέον, ο Μητσοτάκης επέλεξε, με ιδιαίτερο αυταρχισμό, να στείλει τα ΜΑΤ στα νησιά να επιβάλουν τη μονιμοποίηση των κέντρων υποδοχής, σε ευθεία αντίθεση με το κοινό αίσθημα. Το αποτέλεσμα γνωστό. Τα ΜΑΤ ξυλοκοπήθηκαν μέσα στα ίδια τους τα δωμάτια και αντεκδικήθηκαν, βανδαλίζοντας την περιουσία κατοίκων. Το περιστατικό θα ήταν αρκετό να οδηγήσει στη δημοσκοπική κατάρρευση, όμως η πανουργία της ιστορίας έστειλε σανίδα σωτηρίας, υπό το όνομα Ερντογάν.
Η αποφασιστικότητα αποδίδει καρπούς
Ο νεοσουλτάνος υπολόγισε ότι εκείνη η στιγμή αδυναμίας ήταν η καταλληλότερη για να εκπορθήσει τα ελληνικά σύνορα, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο δεκάδες χιλιάδων ψυχών, τις οποίες μετέφερε με στρατιωτική οργάνωση, συνοδεία στρατοχωροφυλάκων. Ευτυχώς η αλαζονεία είναι κακός σύμβουλος. Υιοθετώντας ανοιχτή επίθεση, ο Ερντογάν δεν άφησε στον Μητσοτάκη άλλη επιλογή από την πλήρη εθνική άμυνα. Ακόμα και στα μάτια των επικριτών του αναδείχθηκε σε εθνικό ηγέτη, και γνώρισε για τους χειρισμούς του ανεπανάληπτα ποσοστά δημοφιλίας. Το φιάσκο της Χίου μπήκε στο συρτάρι, και από εκεί που οι διμοιρίες των ΜΑΤ έτρωγαν ξύλο, οι πολίτες τις υποδέχονταν με χειροκροτήματα, λιγότερο από ένα μήνα μετά.
Την κρίσιμη στιγμή ο Μητσοτάκης κατάφερε να αναπροσανατολίσει τη στρατηγική του έξω από το comfort zone του και επέδειξε καλύτερα αντανακλαστικά από τον Σημίτη το 1996. Αυτή η αλλαγή πλεύσης ευθυγραμμίστηκε με τις επιθυμίες του ελληνικού λαού, όπως τις κατέγραψε δημοσκόπηση του Ιουνίου, όπερ εξηγεί την δημοφιλία. Επιθυμίες που συγκρούονται με τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ (φράχτης Έβρου: 83% υπέρ, στρατιωτική σύγκρουση με Τουρκία σε περίπτωση παραβίασης δικαιωμάτων μας: 56% υπέρ).
Αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να έγιναν αντιληπτά και ίσως να συνεισέφεραν στο να “ξεκλειδώσουν” την αποφασιστική κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων απέναντι στην τουρκική Navtex μετά την 21η Ιουλίου. Είναι ενδιαφέρουσες οι θετικές δηλώσεις ξένων κρατών, που ενώ δεν συντάσσονταν με την Ελλάδα που “δεν διεκδικεί τίποτα”, συντάχθηκαν με την αποφασιστική Ελλάδα που “δεν αστειεύεται”.
Ρουμ Μιλέτ
Αυτό αποτελεί πρόσκαιρη αντίδραση στις τουρκικές πρωτοβουλίες, ή προάγγελο νέας στρατηγικής με ελληνικές πρωτοβουλίες; Ποια η στρατηγική του Μητσοτάκη αν αύριο εκλείψει ο Ερντογάν και ο αντικαταστάτης υιοθετήσει μετριοπαθέστερο ύφος, αλλά εμμείνει στο νεοοθωμανικό όραμα; Θα συνεχίσει να ακούει συμβουλές για λάθος πλευρά στην Λιβύη και ότι «άλλο Ορούτς Ρέις [στην ελληνική ΑΟΖ], άλλο Μπαρμπαρός [στην κυπριακή ΑΟΖ]»; Θα εγκαταλείψει την Κύπρο στην τύχη της;
Είναι αξιοπερίεργο που, με νωπή την εμπειρία του Έβρου, στο διάγγελμα της 25ης Μαρτίου, εκστόμισε το «οι Έλληνες συγκρότησαν έθνος» και μίλησε για πανδημία, χωρίς να ψελλίσει τη λέξη “Τουρκία”. Ομοίως αξιοπερίεργο είναι που ο αέρας παρασέρνει τόσο εύκολα σεισμογραφικά και αλιευτικά σκάφη, σαν την σημαία των Ιμίων. Απορίες δημιουργεί η μυστική τριμερής στο Βερολίνο, και το ναυάγιο της συμφωνίας για τις γαλλικές φρεγάτες Bellh@rra, των οποίων τον αποτρεπτικό χαρακτήρα υπογραμμίζουν ειδικοί.
Στρατηγικοί αναλυτές έχουν τεκμηριώσει ότι η Τουρκία είναι αναθεωρητική δύναμη που θα αποσπάσει ό,τι της επιτρέψει ο ελληνικός κατευνασμός. Σε όσους κάνουν τον κόπο να διαβάσουν τουρκικά ανακοινωθέντα, αυτή η εκτίμηση είναι αυταπόδεικτη. Μια μακροπρόθεσμα υποχωρητική στρατηγική θα μας ξανακάνει Ρουμ Μιλέτ!
Το κίνητρο της υστεροφημίας
Ίσως ο Μητσοτάκης υπολογίζει ότι θα πρωθυπουργεύσει άλλης μιας οριακής υποχώρησης, της οποίας τις συνέπειες θα συνειδητοποιήσει ο λαός μετά το πέρας της πρωθυπουργίας του, όπως με τη Συμφωνία της Μαδρίτης του 1997. Αρκετά δύσκολο πλέον. Και το 2009 οι κομματικές συναστρίες προέβλεπαν νίκη της Ντόρας Μπακογιάννη στις εσωκομματικές εκλογές.
Δεν γνωρίζω αν έχει γίνει δημοσκόπηση για το προφίλ εκείνων των 386.000 ψηφοφόρων που επανέφεραν τον “αποστάτη” Αντώνη Σαμαρά. Μεταξύ των λόγων της νίκης του πρέπει να ήταν οι θέσεις της Μπακογιάννη υπέρ του σχεδίου Ανάν, το οποίο θα είχε παραδώσει ολόκληρη την Κύπρο στην Τουρκία, χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά. Να υπενθυμίσουμε και το ρόλο του “Σκοπιανού” στην πτώση Μητσοτάκη το 1993, έστω και συνυπολογίζοντας τους ισχυρισμούς του περί διαπλεκομένων γύρω από την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ. Και ακόμη πιο πίσω, το ρόλο του “Αττίλα” στην πτώση της Χούντας.
Εν κατακλείδι, κατευναστική στρατηγική μπορεί να μην είναι βιώσιμη για τον Μητσοτάκη στο εκλογικό επίπεδο, καθώς τα εθνικά ζητήματα μπορούν να ρίξουν κυβερνήσεις. Αντιθέτως, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ακόμη και οι πολιτικώς μη προσκείμενοι στην ΝΔ, ή στο στρατόπεδο Μητσοτάκη, συστρατεύθηκαν μαζί του. Ο πολυπόθητος κεντρώος χώρος σκέφτεται τα εθνικά και μπορεί να τον κερδίσει πράττοντας αναλόγως.
Όμως είναι άδικο για τον Μητσοτάκη να του αποδίδεται ως μοναδικό κίνητρο η εκλογική αριθμητική, παραγνωρίζοντας αυτό της υστεροφημίας. Προφανώς κατανοεί ότι αν αναγνώσει λανθασμένα την τουρκική επιθετικότητα, η ιστορία θα τον κρίνει εκ της τραγικότητας του αποτελέσματος. Όπως έχει κρίνει τον Τσάμπερλαιν και το κουρελόχαρτο του Μονάχου, ή τον Ιωαννίδη που παρέδωσε την Κύπρο στον “Αττίλα”, χωρίς να σηκώσει ένα αεροπλάνο. Όπως σταδιακά κρίνει και τον Σημίτη με τις “γκρίζες ζώνες” που μας κληροδότησε. Ο Μητσοτάκης θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα στην ελληνική πολιτική, κι ότι δεν θέλει να είναι αυτό.