Γιατί υπέκυψαν και οι Σουηδοί στο ακροδεξιό κύμα (Μέρος 1ο)
29/09/2022Μετά το αποτέλεσμα της Κυριακής, στις 11 Σεπτεμβρίου 2022, στη Σουηδία, με θλίψη σκέφτηκα: Αφού υπέκυψαν και οι Σουηδοί στο ακροδεξιό κύμα, μπορεί να συμβεί παντού στην Ευρώπη και μάλιστα με πιο υψηλά ποσοστά. Και στις 25 Σεπτεμβρίου, ήρθε η Ιταλία! Στο 20, 6% οι ‘’Σουηδοί Δημοκράτες’’ του Τζίμι Άκεσον (ο τίτλος δεν πρέπει να εξαπατά, για αυτό και τον τοποθέτησα εντός εισαγωγικών, εξάλλου εκείνοι ονομάζουν έτσι το κόμμα του), το μεγαλύτερο κόμμα σ΄ όλο το δεξιό φάσμα, δεύτερο σε όλη της Σουηδία (πίσω από τους Σοσιαλδημοκράτες) – 26,36% τα ‘’Αδέρφια της Ιταλίας’’ της Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του κυρίαρχου δεξιού μπλοκ και με διαφορά 7% από το ‘’Δημοκρατικό Κόμμα’’ του Ενρίκο Λέτα!
Και η Σουηδία, λοιπόν!… Τι συνέβη, άραγε; Η Σουηδία αναφέρονταν συχνά, αναφέρεται ως «η χώρα υπόδειγμα» που από το 1930 κι ενώ η Ευρώπη βυθίζονταν στο αίμα των ακραίων, ασυμβίβαστων συγκρούσεων, κινήθηκε με «σοφία και αποφασιστικότητα» στη μέση οδό μεταξύ του κομμουνισμού και του καπιταλισμού. Το “σπίτι του λαού”, τότε, δεν ήταν παρά η έναρξη εφαρμογής ενός σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου (πειράματος στην αρχή με πλατιά όμως αποδοχή) που εξασφάλιζε τη δημοκρατία και εγκαινίασε αυτό που, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, αποτέλεσε ένα φιλόδοξο σχέδιο και επιτυχημένο πρόγραμμα, το κράτος πρόνοιας.
Ήταν αυτό που σηματοδότησε για όλη την μετέπειτα περίοδο τις επιλογές και επηρέασε τα προγράμματα όλων σχεδόν των συγγενικών κομμάτων, ιδιαίτερα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο και πρέπει να τύχει λεπτομερούς μελέτης το γεγονός ότι επί 44 χρόνια, από το 1932 έως το 1976, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κυβερνούσε τη Σουηδία, χάνοντας για πρώτη φορά το 1976 από τον κεντροδεξιό Τόμπγιερν Φελντίν για να επανέλθει και πάλι θριαμβευτικά το 1982, όταν ο άνεμος πολιτικών αλλαγών έπνεε σε όλη την Ευρώπη.
Οι Σοσιαλδημοκράτες έθεσαν τα θεμέλια για παρατεταμένη κυριαρχία τους στη Σουηδία, που ευτύχησε ασφαλώς να έχει στο πηδάλιο και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και της χώρας ηγέτες διαμετρήματος του Τάγκε Ερλάντερ, του Ούλοφ Πάλμε, του Ίνγκβαρ Κάρλσον. Οι Σοσιαλδημοκράτες, το παλαιότερο και μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της Σουηδίας (ιδρυθέν το 1889) κατά τη μακρά περίοδο διακυβέρνησης από το 1932 έως το 1976, διατηρούσαν και επιβεβαίωναν μια εκλογική υποστήριξη της τάξεως του 45%!
Σταθμοί και μεταλλάξεις
Μετασχημάτισαν μια χώρα κατά βάση αγροτική σε μια σύγχρονη βιομηχανική και τεχνολογικά αναπτυγμένη χώρα, με λειτουργικούς κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς δημοκρατίας και ισχυρό, οργανωμένο κοινωνικό κράτος. Ιδιαίτερα η διάσταση του κοινωνικού κράτους είναι αυτή που χαρακτήριζε το αποκαλούμενο σουηδικό μοντέλο. Αυτή ήταν η εικόνα της Σουηδίας που είχε καθιερωθεί στον κόσμο.
Η δεκαετία του 1990 ήταν, όμως, η δεκαετία της μετάβαση στον νεοφιλελευθερισμό. Ο δημόσιος τομέας, τότε, υπέστη την επέλαση της “αγοράς”, και το ιδιωτικό κεφάλαιο ανέτρεψε θετικές, μέχρι τότε, κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες. Η εκπαίδευση, κυρίως, αλλά και η υγειονομική περίθαλψη μετακινήθηκαν σε σημαντικό βαθμό σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Σήμερα, η Σουηδία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που έχει δεχτεί την πρόταση του μονεταριστή οικονομολόγου Μίλτον Φρήντμαν για κουπόνια στα σχολεία και έχει μεγάλο αριθμό σχολείων που διευθύνονται από ιδιωτικές εταιρείες, πολλές από τις οποίες είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Είναι, ασφαλώς, αλήθεια ότι η Σουηδία υιοθέτησε μια ανοιχτή, πολύ φιλελεύθερη πολιτική για τους πρόσφυγες και τη μετανάστευση το 2011. Μετά τις μεγάλες ροές προσφύγων το 2015 στράφηκε σε μια πιο περιοριστική στάση, αλλά συγκριτικά ήταν πάντοτε πιο ανοιχτή και φιλελεύθερη έναντι μάλιστα άλλων χωρών της ΕΕ που δρούσαν απομονωτικά. Ωστόσο, η πίεση αυξήθηκε στη σουηδική κοινωνία.
Η κλιμάκωση του οργανωμένου εγκλήματος και ο πολλαπλασιασμός των συμμοριών και της δράσης τους, καθώς και οι ακαμψίες προσαρμογής των προσφύγων στο σουηδικό κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον δημιουργούσε σκλήρυνση των κοινωνικών ανακλαστικών και προϋποθέσεις για τον «σουηδικό εθνικισμό». Εξάλλου, το πρόβλημα των προσφύγων/μεταναστών (λαθραίων ή μη) – πέρα από τη σημασία της διάκρισης των δύο όρων σε πραγματική βάση και με πραγματικά γεγονότα – αποτέλεσε και αποτελεί μείζον ζήτημα για το σύνολο των κοινωνιών στην ΕΕ, με τις κοινωνίες να δείχνουν ότι από ένα σημείο και πέρα παραβιάζονται τα υπαρκτά όρια αντοχών τους.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η Σουηδία περιστρέφεται, μεταπίπτει από αριστερά προς τα δεξιά και πάλι πίσω. Δείχνει σαν να μην είναι πλέον η χώρα του μέτρου και των σταθμισμένων ισορροπιών. Ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η μόνη χώρα που δεν είχε κανένα δεξιό λαϊκιστικό/εθνικιστικό ακροδεξιό κόμμα στο κοινοβούλιο. Όμως, μετά τις πρόσφατες εκλογές οι ‘’Σουηδοί Δημοκράτες’’, των οποίων η καταγωγή είναι πιο ακραία από τους ομολόγους τους σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες –ιδίως, σε άλλες σκανδιναβικές χώρες– αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα!
Καμπή οι εκλογές του 2010
Παρά την λείανση του προφίλ τους που επιδιώκει ο 43χρονος ηγέτης τους, Τζίμι Άκεσον, και παρά τη διαγραφή όλης της νεο-ναζιστικής νεολαίας του κόμματός του πριν από μια 6ετία, κανείς δεν λησμονεί το νεοναζιστικό παρελθόν και του ιδίου και ηγετικών παραγόντων. Οι ‘’Σουηδοί Δημοκράτες’’ έχουν συμμετάσχει σε εννέα εκλογικές αναμετρήσεις και κάθε φορά αύξαναν το εκλογικό τους ποσοστό. Μπορούμε να πούμε ότι η είσοδος τους στο Κοινοβούλιο το 2010, και μετά από κει πιο σοβαρά, σηματοδότησε μια αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων στη σουηδική πολιτική σκηνή.
Οι Σοσιαλδημοκράτες και αργότερα το Κόκκινο-Πράσινο μπλοκ (Σοσιαλδημοκράτες -Πράσινοι -Αριστερό κόμμα) είχαν ένα πολιτικό και θεσμικό πλεονέκτημα. Αλλά από τότε που μπήκαν οι ‘’Σουηδοί Δημοκράτες’’ στη Βουλή και καθώς η επιρροή τους σταδιακά αυξανόταν, η Σουηδία είχε πλέον μια κυρίως δεξιά πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, με τη μορφή συντηρητικών, νεοφιλελεύθερων κομμάτων και ενός ισχυρού ακροδεξιού κόμματος. Το σκηνικό άλλαζε, μ΄ έναν ισχυρό πόλο στα δεξιά.
Υπήρχαν, ωστόσο, ακόμα ορισμένα ανακλαστικά προερχόμενα από μια δημοκρατική κοινωνία. Πριν από τέσσερα χρόνια όλα τα κόμματα αρνήθηκαν να υποστηρίξουν συνεργασία με τους ακροδεξιούς λαϊκιστές. Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα του Κόκκινου-Πράσινου μπλοκ συνεργάσθηκαν με το Κόμμα του Κέντρου, το οποίο τον τελευταίο καιρό έχει γίνει ουσιαστικά νεοφιλελεύθερο, αλλά προσχώρησε στην αριστερή συμμαχία, επειδή αρνούνταν να δεχτεί τους ‘’Σουηδούς Δημοκρατικούς’’ ως εταίρους στη διαχείριση της εξουσίας. Ενώ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα άλλα τρία δεξιά κόμματα, μεταξύ των οποίων και οι ‘’Φιλελεύθεροι’’, επεδίωξαν να σχηματίσουν κυβέρνηση με την υποστήριξη και εμπλοκή των ‘’Σουηδών Δημοκρατών’’.
Πριν από τις φετινές εκλογές έγινε ακόμα ένα αποφασιστικό βήμα, το πολιτικό τοπίο αναδιαρθρώθηκε. Πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν αυτή την αναδιάρθρωση στην Ευρώπη ως την εμφάνιση ενός νέο πολιτικού άξονα άρθρωσης του πολιτικού σκηνικού, βασισμένου στην ταυτότητα (εθνικό-πολιτισμική) που υπερβαίνει και επικαθορίζει τη συμβατική, κοινωνική-πολιτική άρθρωση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Στη Σουηδία, έχει κατά κάποιο τρόπο εμφανιστεί αυτός ο νέος άξονας άρθρωσης και διαχωρισμού των δύο μπλοκ, όχι με κοινωνικά κριτήρια και τη μέχρι τώρα πόλωση (Αριστερά-Δεξιά), αλλά με κριτήρια ‘’παράδοσης -εθνικής ταυτότητας -άτεγκτης κρατικής διοίκησης’’.
Το κέντρο βάρος στα δεξιά
Το μπλοκ της Δεξιάς κέρδισε με πολύ μικρή διαφορά, μόλις τριών εδρών (στο σύνολο των 349 του σουηδικού κοινοβουλίου), ωστόσο κέρδισε μια νίκη πράγματι κρίσιμη. Το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί προς τον συντηρητικό-δεξιό πόλο της σουηδικής πολιτικής σκηνής. Μέσω του κράτους πρόνοιας στη Σουηδία διαμορφώθηκε όπως εύστοχα έχει σημειωθεί ένας «κρατικός ατομικισμός», με τον οποίο το κράτος απελευθέρωσε το άτομο από τη βασική οικονομική εξάρτηση (της οικογένειας και των καθημερινών αναγκών).
Ο ατομικισμός αυτός στρέφει πλέον το άτομο προς αναζήτηση ατομικών-ιδιωτικών λύσεων υποβαθμίζοντας το ρόλο του “κράτους πρόνοιας” που τον απελευθέρωσε. Ο δε γνωστός πολιτισμικός ριζοσπαστισμός των Σουηδών που ήταν πάντα εδραιωμένος στρέφεται τώρα σε θέματα που τον προκαλούν και τον διαβρώνουν, όπως είναι η εισαγόμενη με τους πρόσφυγες «πολιτισμική καθυστέρηση», θέτοντας σε δεύτερη μοίρα το φιλελεύθερο, ανοιχτό αντιρατσιστικό του πνεύμα.
Η στροφή αυτή, παρά τις αντιφάσεις της, τροφοδοτείται κι από υπαρκτές συνθήκες, ενώ ως παράπλευρες επιπτώσεις εμφανίζονται φαινόμενα περιθωριοποίησης. Στην εκλογική συζήτηση τα θέματα που κυριάρχησαν δεν ευνόησαν την Αριστερά στην ευρεία της μορφή, αλλά ούτε και η ευρεία Αριστερά κατόρθωσε να επιβάλει την ατζέντα της. Η συντηρητική, λοιπόν, ατζέντα κυριάρχησε.
Οι πρόσφυγες και η μετανάστευση καθώς και τα όρια ενσωμάτωσης τους, το οργανωμένο έγκλημα (με μεγάλο αριθμός δολοφονιών να συμπίπτει με την προεκλογική εκστρατεία), οι συμμορίες και το αίτημα για αυστηρότερη τιμωρία, και οι ραγδαίες αυξήσεις των τιμών της βενζίνης, της ενέργειας και των επιπτώσεών τους ήταν τα ζητήματα που κυριάρχησαν σ΄ όλη την προεκλογική περίοδο, με την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση να δέχεται κύματα κριτικής, παρά την ευρύτερη συμφωνία της κοινωνίας για τις ευθύνες Πούτιν στο ενεργειακό ζήτημα. Περισσότερα επ’ αυτού στο δεύτερο μέρος του άρθρου.