Η αρνητική ψήφος γονάτισε τον ΣΥΡΙΖΑ – Το στοίχημα της Κεντροαριστεράς
28/05/2019Στις 26 Μαΐου ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη βαρύτατη ήττα με πολύ μεγάλη διαφορά. Ο παράγοντας που κυρίως καθόρισε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν ήταν οι επαγγελίες και η προεκλογική εκστρατεία του Μητσοτάκη. Με άλλα λόγια, δεν ήταν η πολιτική-εκλογική έλξη που αυτός και η ΝΔ άσκησαν στους ψηφοφόρους. Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η αρνητική ψήφος. Για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, η εκδίωξη της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν το πρώτο κριτήριο της εκλογικής επιλογής τους. Και βεβαίως, ο ασφαλέστερος τρόπος για να το επιτύχουν ήταν η υπερψήφιση του αντίπαλου πόλου, της ΝΔ.
Η αρνητική ψήφος υπάρχει πάντα και επηρεάζει κάθε εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Με άλλα λόγια, δεν είναι πάντα ο καθοριστικός παράγοντας. Το 1981 υπήρχε δυσαρέσκεια για την τότε κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά το ΠΑΣΟΚ είχε δική του πολιτική-εκλογική δυναμική. Το τότε 48% είχε κατά κανόνα προκύψει από το γεγονός ότι η μισή ελληνική κοινωνία επένδυσε στις επαγγελίες του Ανδρέα Παπανδρέου.
Αντιθέτως, το 2009, στην τότε αναμέτρηση της ΝΔ του Κώστα Καραμανλή με το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, η μεγάλη νίκη των ‘πρασίνων’ οφειλόταν κυρίως στην αρνητική ψήφο. Κάτι αντίστοιχο με το 1981, αλλά σε μικρότερη κλίμακα συνέβη τον Ιανουάριο του 2015. Ναι μεν οι ψηφοφόροι ήθελαν να διώξουν την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, αλλά επένδυσαν στην επαγγελία Τσίπρα ότι με κάποιον τρόπο θα τους απάλλασσε από τα επώδυνα μνημονιακά μέτρα.
Τον Σεπτέμβριο 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ξανακέρδισε τις εκλογές, επειδή οι ψηφοφόροι του κατά κανόνα του αναγνώρισαν ότι –έστω και χωρίς σχέδιο– αγωνίσθηκε με το ευρωιερατείο και τελικώς υπέκυψε για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Είχαν πιστέψει, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση θα έκανε τα πάντα για να αμβλύνει τα όποια μνημονιακά μέτρα.
Η αρνητική ψήφος
Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά. Το δίδυμο Τσίπρας-Τσακαλώτος έκανε μία βασική επιλογή: άφησε ανέγγιχτο το μεγάλο κεφάλαιο, αλλά υπερφορολόγησε τη μεσαία τάξη για να χρηματοδοτήσει την επιδοματική πολιτική προς τα φτωχότερα στρώματα. Δεδομένου ότι υπήρχε η δέσμευση για γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% με σκοπό την εξυπηρέτηση του χρέους, έπρεπε να παραχθούν υπερπλεονάσματα. Έτσι και έγινε, με αποτέλεσμα να φρεναριστεί η τάση της οικονομίας για γρήγορη ανάκαμψη μετά από τόσο μεγάλη πτώση του ΑΕΠ.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές διατήρησε ποσοστό πάνω από το 23% οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι με την επιδοματική πολιτική του οικοδόμησε προνομιακούς εκλογικούς δεσμούς με φτωχότερα στρώματα. Το ποσοστό του, μάλιστα –στο κλίμα πόλωσης που επικράτησε προεκλογικά– θα ήταν αρκετά υψηλότερο, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η Συμφωνία των Πρεσπών. Και σαν να μην έφθανε αυτό, στη συνέχεια στελέχη της συμπολίτευσης δημιούργησαν με δηλώσεις τους την εντύπωση ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μία αντίστοιχη συμφωνία με την Τουρκία.
Κανείς δεν μπορεί να μετρήσει με ακρίβεια πόσο κόστισαν εκλογικά οι ‘Πρέσπες’. Τόσο τα ογκώδη συλλαλητήρια, όσο και η μακρά αλυσίδα αποδοκιμασίας στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως στη βόρειο Ελλάδα, έδειξαν πως μία πολύ μεγάλη μερίδα πολιτών θεώρησε πως η κυβέρνηση Τσίπρα είναι εθνικά επικίνδυνη και πως μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερη ζημιά κινούμενη αντιστοίχως στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Στην κατηγορία αυτή δεν ανήκουν μόνο παραδοσιακοί ψηφοφόροι της Δεξιάς. Ανήκουν και παραδοσιακοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, πολλοί από τους οποίους είχαν λόγω Μνημονίου ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Ρήγματα προκλήθηκαν και στον χώρο της Αριστεράς.
Το στοίχημα της Κεντροαριστεράς
Οι ‘Πρέσπες’ έπληξαν καίρια και την προσπάθεια του Τσίπρα να αναγορευθεί σε πολιτικό εκφραστή της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Είναι γεγονός ότι ο κορμός των άλλοτε ‘πράσινων’ ψηφοφόρων είχε στραφεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ αφενός λόγω Μνημονίων, αφετέρου λόγω της συγκυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ. Είναι, επίσης, γεγονός ότι το ΚΙΝΑΛ είχε καταντήσει ένας πολιτικός Ιανός.
Η μία πτέρυγά του θεωρούσε τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ έβλεπε τη ΝΔ ως πιθανό κυβερνητικό εταίρο. Η άλλη πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ, υπό την πίεση και της εκλογικής συρρίκνωσης, έλεγε ‘ποτέ πια με τη Δεξιά’ και ευνοούσε την έναρξη διαλόγου με το κόμμα του Τσίπρα. Στη μέση η Γεννηματά προσπαθούσε να κρατήσει την πολιτική αυτονομία του κόμματός της με σύνθημα τον διμέτωπο.
Λόγω της εσωτερικής αντίθεσης του ΚΙΝΑΛ οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για να αναδειχθεί ο Τσίπρας σε ηγεμονικό εκφραστή της Κεντροαριστεράς. Για να το καταφέρει, όμως, ήθελε πολιτικότητα κι όχι αλαζονεία. Ο πρωθυπουργός επέλεξε τη στρατηγική της ‘λεηλασίας’ (μέσω των μετεγγραφών και της Προοδευτικής Συμμαχίας) αντί της πολιτικής προσέγγισης και της συνεργασίας σε προγραμματική βάση. Είναι αληθές ότι η Γεννηματά δεν το ήθελε. Είχε υιοθετήσει επιθετικούς αντιπολιτευτικούς τόνους, επειδή ήταν μονόδρομος επιβίωσης γι’ αυτήν.
Το ερώτημα της επόμενης ημέρας
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για ηγεμονία στην Κεντροαριστερά κατ’ αντιπαράθεση με το ΚΙΝΑΛ και όχι με επίθεση φιλίας και συνεργασίας μαζί του, μετατράπηκε σε μπούμεραγκ, δεδομένου ότι έλαβε χώρα σε μία συγκυρία που το κόμμα του Τσίπρα έχανε ραγδαία πολιτικό-εκλογικό έδαφος. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί το ένστικτο αυτοσυντήρησης του ΚΙΝΑΛ σε επίπεδο στελεχών, αλλά κυρίως να επιστρέψουν κάποιοι ψηφοφόροι που είχαν κόψει τις γέφυρες με το κυβερνών κόμμα. Έτσι το κόμμα της Γεννηματά πήρε μία γερή πολιτική ανάσα.
Ως συνέπεια όλων αυτών, η στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ από τη δεξαμενή των παραδοσιακών αντιδεξιών ψηφοφόρων περιορίσθηκε σημαντικά. Εκτός από όσους επέστρεψαν στο ΚΙΝΑΛ, είναι και όσοι κατευθύνθηκαν εκλογικά σε μικρότερα κόμματα. Ήταν τόσο ισχυρή η αρνητική ψήφος, μάλιστα, που κάποιους πολίτες αυτής της κατηγορίας τους εξώθησε να ψηφίσουν τη ΝΔ για να τιμωρήσουν την κυβέρνηση Τσίπρα.
Αναμφίβολα, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έχει προκαθορίσει την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και στις επικείμενες πρόωρες εθνικές εκλογές. Το πολιτικά κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η νέα ήττα θα έχει τέτοιες διαστάσεις που να θέσει σε αμφισβήτηση τον ρόλο του κυβερνώντος κόμματος ως του άλλου (ως προς τη ΝΔ) πόλου του πολιτικού συστήματος. Αυτό, όμως, θα μας απασχολήσει στο αυριανό μας άρθρο.