Η δημοκρατία-κέλυφος και η μεταμνημονιακή “κανονικότητα”
25/08/2018Τα αλλεπάλληλα πακέτα μνημονιακών μέτρων που έχει ψηφίσει το Κοινοβούλιο (με διαφορετική κομματική σύνθεση) από το 2010 κατά γενική ομολογία έχουν υποβαθμίσει δραστικά τους όρους ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι διαδοχικές κυβερνήσεις δήλωναν πως με την ψήφιση κάθε πακέτου μέτρων σωζόταν η Ελλάδα. Αντιθέτως, τα κόμματα που καταψήφιζαν δήλωναν το ακριβώς αντίθετο.
Οι θεσμοί υπάρχουν ακριβώς για να επιτυγχάνεται η δημοκρατική υπέρβαση τέτοιου είδους αντιθέσεων. Η δημοκρατία, όμως, δεν αρχίζει και τελειώνει στην αρχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Το Σύνταγμα προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι αυτή η αρχή θα λειτουργήσει δημιουργικά κι όχι μηχανιστικά. Με άλλα λόγια, οι βουλευτές πρέπει να ψηφίζουν με γνώση των διατάξεων κι αφού το νομοσχέδιο τεθεί στη δοκιμασία μίας ενδελεχούς κριτικής. Μόνο έτσι η ψήφος τους είναι άξια της λαϊκής εντολής.
Το προαναφερθέν δεν ήταν ποτέ αυτονόητο στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Εκτός από τον αρμόδιο υπουργό που εισάγει κάποιο νομοσχέδιο, εκτός από τον εισηγητή της πλειοψηφίας και τους εντεταλμένους βουλευτές της αντιπολίτευσης, οι υπόλοιποι βουλευτές έχουν μία γενική εικόνα. Ψηφίζουν ή καταψηφίζουν ανάλογα με την κομματική γραμμή. Ειδικά στην περίπτωση κρίσιμων ψηφοφοριών, η κακή αυτή παράδοση προσέλαβε διαστάσεις ουσιαστικά ακύρωσης του νοήματος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Αυτό συνέβη καθ’ υπερβολή στα προηγούμενα χρόνια. Μνημονιακά νομοσχέδια εκατοντάδων σελίδων, που επηρέασαν ευθέως τους όρους ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων, παραδόθηκαν στους βουλευτές την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας και ψηφίσθηκαν με την ακραία διαδικασία του κατεπείγοντος! Ήταν πρακτικά αδύνατο και ο πιο επιμελής να τα μελετήσει σε μερικές ώρες, ώστε να ξέρει τι ψηφίζει. Και βεβαίως στις περιπτώσεις που ολόκληρα νομοσχέδια κατατέθηκαν ως ένα άρθρο, ο βουλευτής δεν ήταν σε θέση να ψηφίσει ό,τι θεωρεί σωστό και να καταψηφίσει ό,τι θεωρεί λάθος.
Στην πραγματικότητα, με το τερτίπι αυτό οι κυβερνήσεις παρέκαμπταν το γράμμα και παραβίαζαν το πνεύμα του Συντάγματος για να αποτρέψουν διαφοροποιήσεις βουλευτών σε επιμέρους διατάξεις. Υπενθυμίζουμε ότι για κάθε νομοσχέδιο, με μοναδική εξαίρεση τους κώδικες, το Σύνταγμα προβλέπει ψηφοφορίες πρώτον επί της αρχής, στη συνέχεια για κάθε άρθρο και τέλος για το σύνολο. Στη δημοκρατία, το πολιτικό σύστημα ενοποιείται μέσω των θεσμών.
Η αφυδάτωση των θεσμών
Όλα, βεβαίως, έγιναν και γίνονται στο όνομα της σωτηρίας της Ελλάδας. Στη δημοκρατία, όμως, κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Ειδικά όταν η –κατά την εκάστοτε συμπολίτευση– σωτηρία βιώνεται από εκατομμύρια Έλληνες ως καταστροφή. Το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι κρίσιμες ψηφοφορίες της μνημονιακής περιόδου έγιναν την τελευταία στιγμή, υπό το βάρος εκβιαστικών διλημμάτων και ασφυκτικών πιέσεων, καταδεικνύει ότι πρόκειται για μέθοδο.
Στην πραγματικότητα, τόσο η Τρόικα όσο και οι εκάστοτε κυβερνώντες αντιμετωπίζουν την κοινοβουλευτική διαδικασία όχι ως αναγκαία δημοκρατική λειτουργία, αλλά σχεδόν ως πολιτικό εμπόδιο. Γι’ αυτό και την αφυδατώνουν, την μετατρέπουν σε κέλυφος. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι με κάθε μέσο να αποσπάσουν την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση κι όχι να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στο πολιτικό σύστημα και κυρίως στην κοινωνία. Ίσως επειδή στην κοινωνία φυσάνε άλλοι άνεμοι.
Όσοι σπεύσουν να υποβαθμίσουν τα παραπάνω σαν θεσμολάγνες λεπτομέρειες, ας αναλογισθούν ότι σ’ αυτό το γήπεδο κρίνεται πάντα η μάχη για τη δημοκρατία. Θα μου πείτε, για ποια δημοκρατία μιλάμε, όταν η Ελλάδα έχει ουσιαστικά μετατραπεί σε μία μεταμοντέρνα “αποικία” της Ευρωζώνης, όταν τις κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνουν οι δανειστές και όχι η αιρετή κυβέρνηση.
Μεταμοντέρνα “αποικία”
Το ερώτημα είναι καίριο και μας προσγειώνει στη μνημονιακή πραγματικότητα, όπου η εθνική κυριαρχία και η δημοκρατία έχουν καταντήσει κέλυφος. Εν τοιαύτη περιπτώσει, όμως, τί μπορεί να πει κάποιος στους ολοένα και περισσότερους πολίτες που στρέφουν την πλάτη στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, θεωρώντας ότι πρόδωσε την κοινωνία;
Μπορεί να τους πει ότι τώρα που τα Μνημόνια επισήμως αποτελούν παρελθόν, η εθνική και λαϊκή κυριαρχία θα επιστρέψει στην Ελλάδα; Μπορεί να τους πει ότι η παρούσα, η επόμενη και η μεθεπόμενη κυβέρνηση θα μπορούν να κάνουν επιλογές, σύμφωνα με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται το συμφέρον της κοινωνίας; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Το γεγονός αυτό ορίζει και την πραγματική σημασία-αξία της εξόδου από τα Μνημόνια.
Μπορεί να μην υπάρχει 4ο Μνημόνιο, όπως λέει η αντιπολίτευση, αλλά δυστυχώς η Ελλάδα δεν αφήνει πίσω της τα Μνημόνια, δεν γυρίζει σελίδα και δεν επιστρέφει στην κανονικότητα, όπως ισχυρίζεται η συμπολίτευση. Το θετικό είναι ότι με την έξοδο τα περιθώρια κινήσεων της κυβέρνησης διευρύνονται, ο έλεγχος των δανειστών χαλαρώνει κάπως, αλλά μέχρις εκεί.
Τα Μνημόνια μπορεί τυπικώς να ανήκουν στο παρελθόν, αλλά τα όσα επισώρευσαν στην οικονομία και στην κοινωνία είναι εδώ και παραμένουν εν ισχύι. Ούτε αυτή, ούτε οι επόμενες κυβερνήσεις μπορούν να αλλάξουν τους μνημονιακούς νόμους, ακόμα και εάν τους θεωρούν καταστροφικούς. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, αν πετάξουμε από το τραπέζι την προπαγανδιστική σκόνη, με την οποία μας φλομώνουν τα κόμματα.
Έχοντας, λοιπόν, δεμένα τα χέρια όσον αφορά τους μνημονιακούς νόμους, έχοντας ταυτοχρόνως αναλάβει δεσμεύσεις για δυσβάσταχτα πρωτογενή πλεονάσματα, έχοντας ουσιαστικά παραχωρήσει στους δανειστές τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και έχοντας αποδεχθεί αυστηρή εποπτεία, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό μεταμοντέρνα “αποικία” της Ευρωζώνης. Τουλάχιστον ας μην βαυκαλιζόμαστε με ρητορείες, χωρίς αντίκρισμα.